Ήταν 25 Οκτωβρίου 1990 όταν το πρώτο κατάστημα της φημισμένης βρετανικής αλυσίδας Marks & Spencer στην Ελλάδα άνοιγε τις πύλες του. Αυτό βρισκόταν στην Κηφισιά και σε λιγότερο από έναν μήνα, στις 15 Νοεμβρίου, ακολούθησε το δεύτερο στη Θεσσαλονίκη, διαθέτοντας και στους δύο χώρους, είδη ένδυσης και σπιτιού-deco.
Ήταν η εποχή που η οικογένεια Μαρινόπουλου κυριαρχούσε στο επιχειρηματικό σκηνικό, τόσο στο χώρο του οργανωμένου λιανεμπορίου τροφίμων, όσο και των φαρμακευτικών προϊόντων (μέσω της Φαμάρ), ενώ άνοιγε το βηματισμό της προς νέα πεδία της αγοράς.
Η σχέση της οικογένειας με τον μητρικό όμιλο μετρούσε ήδη μια 12ετία, καθώς οι εξαγωγές για το γνωστό fashion brand στη χώρα μας, είχαν ξεκινήσει από το 1978 μέσα από την αποκλειστική franchise συνεργασία με τον όμιλο Μαρινόπουλου.
Από το 1990, όμως, οι Μαρινόπουλοι έχοντας το πάνω χέρι, -μετοχικά και διοικητικά-, στον θυγατρικό βραχίονα, άρχισαν να αναπτύσσουν το brand στη χώρα μας, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων μέσω της Marks & Spencer Marinopoulos BV. Έτσι, το 1993 άνοιξε το μεγαλύτερο Marks & Spencer κατάστημα στην Ελλάδα στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Ερμού 33-35, που είναι μέχρι και σήμερα το flagship store.
Ο ίδιος χώρος ανακαινίσθηκε το 2019, με επίκεντρο το ανανεωμένο M&S Cafe στον 6ο όροφο, με θέα την Ακρόπολη.
Στην πορεία η εταιρεία διεύρυνε το δίκτυό της σε όλες τις σημαντικές retail αγορές της χώρας (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ρόδο, Κέρκυρα, Κρήτη, Πάτρα), ενώ υπήρξαν σε αρκετές περιπτώσεις λουκέτα και νέα ανοίγματα.
Η σταδιακή ανατροπή του μετοχικού status
To 2008, δηλαδή την περίοδο που η Ελλάδα εισερχόταν στη μακρά περιπέτεια της οικονομικής κρίσης, ο βρετανικός όμιλος απέκτησε το 50% στη Marks & Spencer Marinopoulos BV, με τον όμιλο Μαρινόπουλου να διατηρεί το υπόλοιπο 50%. Η κίνηση αυτή εντασσόταν τότε στη γενικότερη στρατηγική της μητρικής για επενδύσεις σε εταιρείες με τις οποίες ήδη συνεργαζόταν σε επίπεδο franchise, με στόχο να πετύχει ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης και καλύτερη λειτουργική απόδοση.
Όταν όμως η κρίση άρχισε να κλυδωνίζει το οικοδόμημα της Marks & Spencer στη χώρα μας και γενικότερα, ο βρετανικός όμιλος προχώρησε στην απόκτηση του αποκλειστικού ελέγχου στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και μείωσε τη συμμετοχή του εταίρου της στο 20% – κι αυτό μόνο για τις δραστηριότητες στην ελληνική αγορά.
Έτσι, από την 1η Απριλίου 2012 έως και σήμερα η εταιρεία Marks & Spencer Μαρινόπουλος Ελλάδος Α.Β.Ε.Τ.Ε. ελέγχεται από τον όμιλο Marks & Spencer PLC που κατέχει το 80% των μετοχών της έμμεσα μέσω της Marks and Spencer B.V, ενώ το υπόλοιπο 20% κατέχει η Marinopoulos Holding Sarl. Κάτι που αποτυπώνεται και στη διοίκηση της εταιρείας, όπου πρόεδρος είναι ο Jonathan Glenister, αντιπρόεδρος ο Jurgen Kriebel, με την οικογένεια Μαρινόπουλου να εκπροσωπείται από τον Στέφανο Μαρινόπουλο (του Ιωάννη), που είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου.
Η κεφαλαιακή «ένεση» των 26,1 εκατ. και η τωρινή κατάσταση
Κατά τη σκοτεινή περίοδο της κρίσης η εταιρεία ήρθε αντιμέτωπη με προβλήματα, ωστόσο καθοριστικό ρόλο έπαιξε η κεφαλαιακή «ένεση» από τη μητρική, ύψους 26,1 εκατ. ευρώ στα τέλη του 2016. Αυτό έγινε μέσω ΑΜΚ με καταβολή μετρητών και την έκδοση μιας προνομιούχου μετοχής χωρίς δικαίωμα ψήφου, αλλά με προτεραιότητα όσον αφορά το προϊόν τυχόν εκκαθάρισης και με μερίσματα κατ έτος 678.600 ευρώ μέχρι τη χρήση 2020 και 1,35 εκατ. ευρώ μέχρι και το 2022.
Με βάση τις τελευταίες δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις (για τη χρήση 1/4/2019-31/3/2020), η εταιρεία είχε τζίρο 54,78 εκατ. ευρώ (από 55,75 εκατ. την προηγούμενη χρήση), με τα καθαρά κέρδη να κάνουν βουτιά στα 2,81 εκατ., από 10,47 εκατ. Αντίθετα τα ταμειακά διαθέσιμα εμφανίζονται αυξημένα σε 6,61 εκατ. (από 2,71 εκατ.), το σύνολο των υποχρεώσεων φτάνει τα 40,3 εκατ., ενώ ο καθαρός δανεισμός βρίσκεται στα 19,45 εκατ. (από 23,78 εκατ.).
Σήμερα η εταιρεία διαθέτει δίκτυο 26 καταστημάτων σε όλες τις μεγάλες πόλεις,-πρόσφατα άνοιξε σημείο πώλησης και στο εμπορικό πάρκο Smart Park-, προσωπικό 548 ατόμων, ενώ από τον Μάιο του 2019 έχει δημιουργήσει διαδικτυακό κανάλι μέσω του online shop ένδυσης που εμπλουτίστηκε από πέρυσι τον Σεπτέμβριο και με το online shop τροφίμων.
Όσον αφορά τις επιπτώσεις της πανδημίας αυτές αναμένεται να φανούν στην επόμενη χρήση. Ωστόσο, η διοίκηση διενήργησε λεπτομερή έλεγχο των αποθεμάτων της και προχώρησε σε πρόβλεψη απομείωσης αποθεμάτων ύψους 1,32 εκατ., η οποία αφορά κυρίως εμπόρευμα που αποθηκεύτηκε προκειμένου να επανέλθει στα καταστήματα προς πώληση φέτος την άνοιξη και το καλοκαίρι, καθώς και εμπόρευμα που αναμένεται να πωληθεί κάτω του κόστους κατά τη διάρκεια των θερινών εκπτώσεων.
Παράλληλα, προχώρησε στο τέλος της χρήσης σε επιπλέον πρόβλεψη ύψους 1,32 εκατ. λόγω των εκτιμήσεων της επίπτωσης της πανδημίας στην εμπορική της δραστηριότητα.
Η ιστορία, η κρίση και οι «αναταράξεις» στον μητρικό όμιλο
Η αφετηρία του μητρικού βρετανικού ομίλου βρίσκεται πριν 137 χρόνια, όταν συναντήθηκαν και συνεργάστηκαν ο Michael Marks και ο Thomas Spencer. Ο Michael Marks έψαχνε για δουλειά και γνώρισε τον Jowitt Dewhirst, ο οποίος του δάνεισε λίγα χρήματα για να ανοίξει ένα μικρό κατάστημα στο Kirkgate Market. Ταμίας του Dewhirst ήταν ο λογιστής Thomas Spencer. Το 1894, ο Marks αποφάσισε να αναβαθμίσει την επιχείρησή του και ζήτησε από τον Spencer να γίνει συνέταιρός του.
Εγκαταστάθηκαν στο Birkenhead market όπου και παρέμειναν μέχρι το 1923. Λίγο αργότερα έγιναν γνωστοί για την πολιτική τους να πωλούν μόνο προϊόντα (ρούχα και τρόφιμα) κατασκευασμένα στη Βρετανία, ενώ ιδιαίτερη εντύπωση είχε κάνει το γεγονός ότι πρόσφεραν τη δυνατότητα επιστροφής χρημάτων για οποιαδήποτε αγορά, χωρίς χρονικό περιορισμό, με την επίδειξη της απόδειξης, κάτι εξαιρετικά ασυνήθιστο για την εποχή.
Από τότε βέβαια κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι και η Marks & Spencer εξελίχθηκε σε ένα από τα κορυφαία brands του λιανεμπορίου.
Η πανδημία του κορωνοιού, ωστόσο, έχει προκαλέσει ισχυρές αναταράξεις στον βρετανικό όμιλο. Έτσι, πριν λίγες μέρες ανακοίνωσε ζημιές ύψους 201 εκατ. στερλινών, από κέρδη 67 εκατ. έναν χρόνο πριν, αλλά και σχεδιασμό για τη μείωση και την αναδιάταξη των φυσικών καταστημάτων στο Ην. Βασίλειο.
Σήμερα η M&S διαθέτει 250 καταστήματα με όλη τη γκάμα των προϊόντων της (ρούχα, είδη σπιτιού, τρόφιμα κ.α.) και αναμένεται να τα μειώσει στα 180, ενώ έχει ήδη βάλει λουκέτο ή έχει μεταφέρει 59 καταστήματα.
Το ερώτημα είναι εάν και κατά πόσο αυτές οι «αναταράξεις» θα επηρεάσουν και τον ελληνικό βραχίονα…
Διαβάστε ακόμη:
«Ζεσταίνεται» η κίνηση στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος»
Eξοικονομώ – Αυτονομώ: Βάζει πλώρη για Φθινόπωρο ο νέος κύκλος – Aλλαγές στα κριτήρια επιλογής
Cardlink: Η κίνηση-ματ της Wordline και τα σχέδια του Gilles Grapinet για την Ελλάδα