Το όνομα της Μαρίας Χάτζου τα τελευταία 2-3 χρόνια φιγουράρει σε όλες τις γνωστές εκδόσεις της Γηραιάς Αλβιώνας ως μία από τις «50 πιο σημαντικές γυναίκες entrepreneurs του Ηνωμένου Βασιλείου». Το δε επιχειρηματικό τέκνο της, η εταιρεία Lifebit, συγκαταλέγεται στα διάφορα αφιερώματα που εμφανίζονται για «τους επόμενους “μονόκερους” της Ευρώπης». Τις εταιρείες δηλαδή που αναμένεται να ξεπεράσουν σε αποτίμηση το 1 δισ. δολάρια.
Ενα επίτευγμα που, είτε επιβεβαιωθεί είτε όχι, ίσως να μην έχει και τόσο σημασία, αφού η Lifebit φαίνεται ότι θα αφήσει ένα ισχυρό αποτύπωμα στην εξέλιξη της λεγόμενης προσωποποιημένης ιατρικής διάγνωσης και θεραπείας, που υπόσχεται τεράστιες αλλαγές σε όλη την αλυσίδα των υπηρεσιών υγείας, της φαρμακευτικής, της αντιμετώπισης ασθενειών, ακόμα και της καθημερινότητας όλων μας!
Κάτι που ούτε η Μαρία Χάτζου περίμενε όταν, απόφοιτη από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, αποφάσιζε πως οι μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό θα αποτελούσαν και άγκυρα για μια λαμπρή καριέρα στο εξωτερικό, όπως ονειρεύτηκαν χιλιάδες νέοι που αναζήτησαν ευκαιρίες μακριά από την Ελλάδα της κρίσης. Κάποια χρόνια μετά και τοποθετώντας και το επίθετο του συζύγου της Dunford δίπλα στο δικό της, η ίδια έχει ριζώσει στο Λονδίνο! Φρόντισε ωστόσο η σύνδεση με την πατρίδα να είναι άμεση και σήμερα ένα τμήμα από τα 200 άτομα προσωπικό που απασχολούνται στη Lifebit να είναι στην Ελλάδα. Ελληνες μηχανικοί που εργάζονται για την ανάπτυξη της ομώνυμης ψηφιακής πλατφόρμας που εξελίσσεται σε βασικό εργαλείο για κυβερνήσεις και φαρμακοβιομηχανίες.
Η εταιρεία
Πρώτα όμως οι συστάσεις. «Η Lifebit είναι μια εταιρεία που έφτιαξα με τον Ισπανό φίλο μου Πάμπλο Πριέτο. Δουλεύουμε με κυβερνητικούς και ιδιωτικούς οργανισμούς ανά τον κόσμο για να υλοποιήσουμε προγράμματα εξατομικευμένης ιατρικής. Απ’ την πλευρά μας, προσφέρουμε όλο το λογισμικό που μπορεί να καλύψει τις ανάγκες ενός τέτοιου προγράμματος. Οι οργανισμοί αυτοί συγκεντρώνουν το ιστορικό ασθενών, αναλύουν το DNA και συλλέγουν παράλληλα όλα τα data που αφορούν τόσο την κλινική κατάσταση όσο και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων. Οπότε χρησιμοποιούν το λογισμικό μας και τις εφαρμογές μας για να τα “καθαρίσουν”, να τα διασυνδέσουν, να τα καταστήσουν ανώνυμα και τέλος να τα αναλύσουν.
Αυτό είναι το ένα κομμάτι της δουλειάς μας. Το άλλο αφορά στις φαρμακοβιομηχανίες και τις εταιρείες βιοτεχνολογίας. Αφενός χρησιμοποιούν το λογισμικό μας για τα δικά τους εσωτερικά data που διατηρούν γύρω από κλινικές μελέτες, προγράμματα εξατομικευμένης φαρμακευτικής. Αφετέρου για να αποκτήσουν πρόσβαση και να αναλύσουν δεδομένα άλλων οργανισμών στους οποίους εμείς έχουμε πρόσβαση. Και όλα αυτά με στόχο την ταχύτερη διάγνωση ασθενειών, καθώς επίσης την ταχύτερη ανάπτυξη φαρμάκων, περισσότερο αποτελεσματικών, μια και εστιάζουν πλέον στα στοιχεία συγκεκριμένων ομάδων. Και για τους κυβερνητικούς οργανισμούς να καταστεί πιο αποδοτικό το σύστημα, να βελτιωθεί η ποιότητα υγείας των πολιτών και παράλληλα να μειωθεί το κόστος του δημόσιου συστήματος», λέει η κυρία Χάτζου.
Κάτι που ήδη δουλεύεται στη Βρετανία τα τελευταία δέκα χρόνια μέσω της Genomics England, μιας εταιρείας 100% του βρετανικού Δημοσίου που αντλεί πλέον στοιχεία από εκατοντάδες χιλιάδες ασθενείς στη Βρετανία με σοβαρές, όπως ο καρκίνος, σπάνιες ή γενετικές ασθένειες ώστε να μπορέσουν να παρέχουν καλύτερες θεραπείες και διάγνωση. «Αυτό το σύστημα έχει αποδείξει έως τώρα ότι μια διάγνωση σπάνιας ασθένειας μπορεί να γίνει στο ένα πέμπτο του χρόνου που απαιτούνταν πριν, ενώ έχει βελτιώσει κατά 50% την αποτελεσματικότητα της αγωγής σε καρκινοπαθείς», επισημαίνει η κυρία Χάτζου.
«Γενικά το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν το πρώτο που ξεκίνησε την εφαρμογή της λεγόμενης εξατομικευμένης ιατρικής και εκεί έρχεται να κολλήσει η Genomics England, αλλά και εμείς, αλλάζοντας και τον τρόπο που σήμερα γίνονται οι διαγνώσεις σπάνιων ή επικίνδυνων ασθενειών. Με απλά λόγια, σήμερα πάει κάποιος στον γιατρό με συμπτώματα συγκεκριμένων ασθενειών. Ο γιατρός θα συνταγογραφήσει π.χ. μία γενετική ανάλυση και αυτό θα φύγει στην Genomics England. Αυτή θα κάνει όλη την ανάλυση, θα συνδέσει όλα τα δεδομένα και έπειτα θα στείλουν έκθεση στον γιατρό. Αυτή την έκθεση τη λαμβάνει μετά και το NHS και τη διαδίδει σε όλο το θεραπευτικό σύστημα υγείας.
Το κάνουμε για καρκίνο, γενετικές και σπάνιες παθήσεις που είναι κληρονομικές», διευκρινίζει η κυρία Χάτζου.
Σε αυτά τα δεδομένα, τα οποία βρίσκονται στο cloud και παραμένουν υπό τον έλεγχο του βρετανικού Δημοσίου, η Lifebit έχει πρόσβαση και διαθέτει τα εργαλεία για την ανάλυση και επεξεργασία τους είτε σε μία ερευνητική διαδικασία, είτε στη διάγνωση ή τον φαρμακευτικό τρόπο αντιμετώπισης κάθε ασθενούς. Κρίσιμη λεπτομέρεια, κανείς δεν μπορεί να εξάγει τα δεδομένα αυτά προς ιδία χρήση, παρά μόνο να τα χρησιμοποιεί μέσω της πλατφόρμας. «Επίσης η τεχνολογία που έχουμε αναπτύξει επιτρέπει στον χρήστη της πλατφόρμας να συνδυάσει δεδομένα από διαφορετικούς οργανισμούς για να εξάγει συμπεράσματα. Για παράδειγμα, τα στοιχεία από το Ηνωμένο Βασίλειο να συνδυαστούν με αυτά της Σιγκαπούρης, όπου πλέον κλείσαμε μία συμφωνία και έχουμε πλέον πρόσβαση σε data, αλλά και αποτελούμε το εργαλείο που χρησιμοποιούν κυβερνητικοί οργανισμοί», επισημαίνει η ίδια.
Η Genomics England ξεκίνησε πρόσφατα ένα πρόγραμμα όπου παρακολουθεί 100 χιλιάδες μωρά: «Είναι το πρώτο πρόγραμμα του είδους, αλλά στόχος είναι αυτό να επεκταθεί τελικά με την πάροδο του χρόνου στο σύνολο του πληθυσμού. Να υπάρξει, δηλαδή, γενετική παρακολούθηση που μπορεί να σηκώσει τη σημαία για πιθανή κάποια ασθένεια ώστε να υπάρξει και έγκαιρη παρέμβαση. Κάτι αντίστοιχο, αλλά με άλλες ομάδες πολιτών, κάνουν και άλλες κυβερνήσεις. Στις ΗΠΑ υπάρχει το “Πρόγραμμα του 1 εκατομμυρίου βετεράνων”, όπου γίνονται αναλύσεις πάνω στα δεδομένα 1 εκατομμυρίου βετεράνων για πιο αποτελεσματική βοήθεια με βάση τα πακέτα υγείας που απολαμβάνουν. Και σε αυτό έχουμε συμμετοχή», λέει.
Η Lifebit είναι μία σχετικά νέα εταιρεία, έξι ετών. «Την ξεκίνησα μαζί με τον συνεταίρο μου Πάμπλο Πριέτο. Προφανώς πλέον έχουμε και επενδυτές. Η εταιρεία ξεκίνησε με πρώτο επενδυτή την Techstars, που ήταν και ο επιταχυντής μας με 120.000. Μετά έγινε ο πρώτος κύκλος χρηματοδότησης, το “seed round” με 3 εκατομμύρια. Αυτός έκλεισε τον Ιανουάριο του ’18 οπότε και ξεκίνησε επισήμως η εταιρεία. Μετά από δύο χρόνια κάναμε τον “Series A” κύκλο χρηματοδότησης ύψους 10 εκατ., και μετά από 1 με 1,5 χρόνο τον επόμενο κύκλο, τον “Series B”, που ήταν 60 εκατ. Στη χρηματοδότησή μας έχουν συμμετάσχει μερικά από τα μεγαλύτερα venture capitals ανά τον κόσμο, όπως τα Eurazeo και η Tiger Global», σημειώνει.
Πώς όμως γεννήθηκε η ιδέα της Lifebit; «Κι εγώ και ο Πάμπλο είμαστε computer scientists που εξελιχθήκαμε σε bioinformaticians (σ.σ.: βιοπληροφορικοί), έπειτα σε ερευνητές βιοϊατρικής και τέλος επιχειρηματίες! Γνωριστήκαμε όταν κάναμε το ντοκτορά και δουλεύαμε μαζί σαν ερευνητές βιοϊατρικής σε ένα από τα καλύτερα ινστιτούτα του κόσμου που διατηρούσαν τεράστια δεδομένα. Η δουλειά μας τότε ήταν να εκτελέσουμε μία έρευνα για την οποία, όμως, θα έπρεπε να στήσουμε υπολογιστικές μεθόδους ώστε να μπορούμε να αναλύουμε τα δεδομένα. Οπότε το πρόβλημά μας ήταν ότι το 80% του χρόνου μας αναλώνονταν σε προβλήματα γύρω από την υπολογιστική των δεδομένων και δεν μας επέτρεπε να εστιάσουμε όσο θα έπρεπε στην ανάλυση τη βιολογική και γενικά την ουσία του πράγματος. Ημασταν τότε μία ομάδα, οπότε τους λέω “όλοι προερχόμαστε από το κομμάτι της επιστήμης υπολογιστών (σ.σ.: computer science), θα υπάρχει κάποιος τρόπος να χτίσουμε κάτι, ειδάλλως σπαταλάμε τον χρόνο και τη ζωή μας άδικα εδώ”. Αυτό ήταν, ξεκινήσαμε και φτιάξαμε πολλά εργαλεία. Μάλιστα ακόμα και τώρα τα περισσότερα εργαλεία που χρησιμοποιούνται στην ανάλυση είναι αυτά τα εργαλεία ανοικτού κώδικα που εμείς είχαμε φτιάξει τότε. Και επειδή ήμασταν οι μόνοι που το κάναμε αυτό, μας άνοιξε τις πόρτες σε όλα τα μεγάλα ερευνητικά προγράμματα που έτρεχαν. Ο κλάδος άρχισε τότε να ενδιαφέρεται. Στην αρχή μάς έλεγαν “ελάτε να κάνετε μία ομιλία”. Μετά ζητούσαν και κάτι από συμβουλευτική. Αρχίσαμε πλέον να καταλαβαίνουμε ότι ο κλάδος είχε αρχίσει να μας έχει ανάγκη, καθώς τότε ξεκινούσε και η σοβαρή παραγωγή δεδομένων. Τότε το έκαναν κυρίως οι φαρμακευτικές. Τώρα αυτό έχει ανοίξει. Ακόμα και η Apple τρέχει τέτοια προγράμματα αντλώντας δεδομένα από τα smartwatches.
Με τον Πάμπλο, λοιπόν, από εκεί ξεκινήσαμε. Καταλάβαμε την ανάγκη που υπήρχε. Εγώ στο μεταξύ είχα φτιάξει και μία άλλη εταιρεία, το Innovation Forum, το οποίο με βοήθησε στη διαμόρφωση ενός δικτύου που προσπαθούσε να βοηθήσει ερευνητές να γίνουν entrepreneurs φέρνοντάς τους σε επαφή με την επενδυτική κοινότητα. Τότε, λοιπόν, μέσα από το δίκτυο εκείνο μου έλεγαν πως αυτό που είχαμε κάνει με τον Πάμπλο είχε αντικείμενο και βάθος να εξελιχθεί σε μία σημαντική επιχειρηματική προσπάθεια. Είχαμε κάτι που βοηθάει στη νέα πραγματικότητα που συντελείται στον χώρο της υγείας. Οπότε και ξεκινήσαμε με τη βοήθεια στην αρχή των Venture Capitals που προανέφερα».
Σήμερα, μεταξύ των ηχηρών συνεργασιών της εταιρείας είναι με κυβερνητικούς οργανισμούς της Βρετανίας, της Σιγκαπούρης, της Δανίας, του Καναδά, των ΗΠΑ, καθώς και με φαρμακοβιομηχανίες όπως η Boehringer Ingelheim.
Από τον περασμένο μήνα η εταιρεία ξεκίνησε τρόπον τινά να έχει και αντικείμενο στην Ελλάδα, μια που με την υποστήριξη του ΕΟΔΥ συμμετέχει στο πιλοτικό πρόγραμμα της κλινικής μελέτης χιλίων νεογνών από τα νοσοκομεία «Αλεξάνδρα», Θεσσαλίας και «Παπαγεωργίου» με τον τίτλο BeginNGS. Ουσιαστικά πρόκειται για DNA τεστ τα οποία θα αναλυθούν για τον εντοπισμό τυχόν γενετικών διαταραχών που θα μπορούσε να υπάρξει αποτελεσματική παρέμβαση.
«Με δεδομένο ότι στην Ελλάδα γεννιούνται περίπου 60 χιλιάδες μωρά κάθε χρόνο, θα μπορούσε να υπάρχει μελέτη, παρακολούθηση και τυχόν έγκαιρη αντιμετώπιση τέτοιου είδους ασθενειών», λέει η κυρία Χάτζου.
Η ίδια μεγάλωσε στην Αρτέμιδα, στην Αττική. «Μετά το λύκειο σπούδασα στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Πληροφορική με Εφαρμογές στη Βιοϊατρική. Ηταν η πρώτη χρονιά της σχολής και πραγματικά δεν ήξερα τι θα βρω. Εγώ ήθελα Ιατρική. Επέμενε όμως η μητέρα μου να δοκιμάσω τη σχολή. Την άκουσα και τελικά αυτό με έφερε έως εδώ», λέει γελώντας. «Το πρώτο μεταπτυχιακό το έκανα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο ΕΚΠΑ, κι από εκεί μετά έφυγα για το εξωτερικό. Αρχικά Σουηδία όπου έκανα ένα δεύτερο Master και παράλληλα άρχισα να δουλεύω σαν Bioinformatics Engineer, όπως λέγεται. Πληροφορικάριος ουσιαστικά. Επειτα PhD και ξεκίνησα να ταξιδεύω στον κόσμο… Βαρκελώνη, Γερμανία, Αμερική, και τελικά Λονδίνο, όπου ρίζωσα».
Διαβάστε ακόμη
«Κύμα» luxury κατοικιών στην Ελλάδα – Πού βρίσκονται, πόσο πωλούνται, ποιοι τις φτιάχνουν (pics)
Ελεύθεροι επαγγελματίες: Ξεκινά η μάχη για τα τεκμήρια με 3 «κλικ»
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ