«Όραμά μας, μετά την έναρξη λειτουργίας, τον Ιούνιο του 2021 στο Αρσάκειο Μέγαρο στο κέντρο της Αθήνας, είναι να δημιουργήσουμε πολυχώρους με ελληνικά παραδοσιακά προϊόντα σε μεγάλες πόλεις του εξωτερικού, το Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη και το Τόκυο. Επιπλέον, ένα δεύτερο project αφορά τη δημιουργία ενός Agrofund, ενός ώστε να βοηθήσουμε την αγροτική παραγωγή στο κομμάτι της τεχνογνωσίας και να συνδράμουμε στον εκσυγχρονισμό της».
Το «όραμα», όπως το περιέγραψε χθες ο κ. Αρης Κεφαλογιάννης, είναι αυτό της Legendary Food, η οποία δημιουργήθηκε από τέσσερις ανθρώπους της αγοράς. Τον κ. Κεφαλογιάννη (σ.σ. που κατέχει και τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου) γνωστό και από την πορεία του στη γνωστή εταιρεία ΓΑΙΑ, δύο πρώην τραπεζικούς, τους κ.κ. Βαγγέλη Κοντζιά και Παναγιώτη Τριανταφυλλόπουλο και τον κ. Peter Economides γνωστό από την πορεία του στην στρατηγική του branding. Ο τελευταίος μάλιστα φαίνεται ότι θα έχει ενεργό ρόλο και στη διαμόρφωση ενός δυνατού, εξαγώγιμου «brand» για το νέο project στο Αρσάκειο Μέγαρο, την επένδυση των 12 εκατ. ευρώ για τον πρώτο πολυχώρο προώθησης της Ελληνικής Μεσογειακής Διατροφής. «Θα είμαστε έτοιμοι να ανακοινώσουμε το brand σε ένα μήνα περίπου από σήμερα», ανέφερε χθες κατά την παρουσίαση της επένδυσης ο κ. Κεφαλογιάννης.
Το project του Αρσακείου Μεγάρου βασίζεται στην ιδέα των food halls στην Ευρώπη, τα οποία παρουσιάζουν αυτή τη στιγμή μεγάλη ανάπτυξη. «Παράλληλα, η τάση πανευρωπαϊκά είναι ο καταναλωτής να στρέφεται σε ποιοτικά προϊόντα κι εδώ υπάρχει η μεγάλη ευκαιρία για την ελληνική μεσογειακή διατροφή», ανέφερε ο κ. Κεφαλογιάννης φέρνοντας ως παράδειγμα τις αγορές άλλων μεσογειακών αγορών όπως αυτών των San Miguel, Εataly κ.α.. Το project του Αρσακείου θα εκτείνεται σε 11.000 τ.μ. ενώ υπολογίζεται ότι θα δημιουργηθούν 500 άμεσες και 5.000 έμμεσες θέσεις εργασίας. Η επισκεψιμότητα με μία συντηρητική πρόβλεψη αναμένεται να είναι 10.000-12.000 επισκέπτες ημερησίως.
Το πρόγραμμα αξιοποίησης του Αρσακείου Μεγάρου, το μεγαλύτερο τμήμα του οποίου είναι αυτή την στιγμή κενό, περιλαμβάνει την αναδιαμόρφωση της Στοάς Βιβλίου, της Στοάς Ορφέως και του Αίθριου του Αρσακείου, συνολικής έκτασης 11.000 τ.μ., ενώ παραμένουν ως έχουν οι χώροι που μισθώνει από το 1984 το Συμβούλιο της Επικρατείας.
«Το ¼ ή ίσως το 30% θα το λειτουργήσουμε εμείς οι ίδιοι με τον πολυχώρο με τα προϊόντα, ενώ ο υπόλοιπος χώρος θα μισθωθεί σε επιχειρήσεις με βασική προϋπόθεση ότι θα πρέπει να προάγεται η μεσογειακή δίαιτα. Ο στόχος είναι να ανοίξει ο νέος πολυχώρος τον Ιούνιο του 2021. Βρισκόμαστε σε αυτή τη φάση στο κομμάτι του σχεδιασμού που είναι πολύ κρίσιμη και σημαντική και μετά έχουμε τις αδειοδοτήσεις για τις οποίες, ωστόσο εκτιμάμε ότι το κλίμα είναι πιο θετικό όσον αφορά τους χρόνους της γραφειοκρατίας και των εγκρίσεων. Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για ένα διατηρητέο συγκρότημα, δεν απαιτούνται μεγάλες παρεμβάσεις».
Η κεφαλαιακή δομή της εταιρείας ξεκίνησε με ένα αρχικό κεφάλαιο των ιδρυτών, ενώ τώρα «τρέχει» μία αύξηση κεφαλαίου με ιδιώτες επενδυτές 3,5 εκατ. ευρώ «και θα προχωρήσουμε αντλώντας κεφάλαια από τις αγορές ή από τον τραπεζικό χώρο».
Πέραν της λειτουργίας του Πολυχώρου η Legendary Food έχει και δεύτερη φάση επενδύσεων, η οποία περιλαμβάνει ανάπτυξη εκτός Ελλάδος: «Το σχέδιο αυτό αποτελεί μεγάλη μας φιλοδοξία με αντίστοιχους πολυχώρους σε Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Τόκυο όπου θα παρουσιάζονται τα ελληνικά προϊόντα. Στα πλάνα μας επίσης είναι να δημιουργήσουμε ένα agro-fund ώστε να βοηθήσουμε την ελληνική αγροτική παραγωγή. Μεγάλη μερίδα των Ελληνων παραγωγών είναι πολύ μικροί παραγωγοί που δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στις νέες τάσεις και να ακολουθήσουν τις νέες μεθόδους».
Για την επέκταση στο εξωτερικό ο κ. Κεφαλογιάννης ανέφερε ότι πρώτα θα πρέπει να λειτουργήσει το project της Αθήνας, το οποίο με βάση το επιχειρηματικό πλάνο, για το κομμάτι της γαστρονομίας που αφορά το 30% περίπου του project «θα είμαστε κερδοφόροι μετά τη δεύτερη οικονομική χρήση, ενώ από το δεύτερο κομμάτι, του real estate για τη μίσθωση των καταστημάτων, θα είμαστε κερδοφόροι από τον πρώτο χρόνο. Επιπλέον, οι παραγωγοί θα μπορούν χωρίς μεσάζοντες και χωρίς διανομείς να διαθέτουν απευθείας τα προϊόντα τους και να καθορίζουν την τιμή πώλησης του προϊόντος (θα υπάρχει ένα μικρό ποσοστό από τις πωλήσεις για τα διαχειριστικά έξοδα)».