«Αυξάνονται και πληθύνονται» τα τελευταία χρόνια τα καταστήματα λιανικής στο στυλ των παλαιών γαλακτοπωλείων, που σε πείσμα της ραγδαίας ανάπτυξης των σούπερ μάρκετ διεκδικούν το δικό τους μερίδιο αγοράς. Αυτή η κούρσα δείχνει από μόνη της ότι το μερίδιο είναι αρκετά μεγάλο ώστε να δικαιολογεί τον έντονο ανταγωνισμό.

Είναι γεγονός ότι στο φόντο της πανσπερμίας του οργανωμένου λιανεμπορίου τροφίμων που, διαβλέποντας τον «θησαυρό» της μικρής λιανικής, τοποθετείται μέσω μικρότερων καταστημάτων και στις γειτονιές, η τάση της επιστροφής στο παρελθόν είναι ισχυρή.

Δεν είναι μόνο τα μίνι μάρκετ, που αντιπροσωπεύουν ένα αξιοσέβαστο κομμάτι της αγοράς, αλλά και τα νέου τύπου γαλακτοπωλεία τα οποία επιδιώκουν να μεταφέρουν στο καταναλωτικό κοινό μια όσο γίνεται πιο αυθεντική εμπειρία περασμένων εποχών, ντυμένη με τις σύγχρονες ποιοτικές προδιαγραφές.

Τα νέα γαλακτοπωλεία

Ετσι, εδώ και λίγα χρόνια επανήλθαν στη μόδα και στις καταναλωτικές τάσεις τέτοιου είδους καταστήματα, που δεν είναι και τόσο της γειτονιάς, όσο τοποθετημένα σε στρατηγικά σημεία των μεγάλων -πλέον- πόλεων, στα λεγόμενα περάσματα, προσφέροντας μια νοσταλγική γεύση της αυθεντικότητας του παρελθόντος, αλλά σερβιρισμένη με υψηλά στάνταρ, σε προσεγμένης αισθητικής σύγχρονα και φωτεινά σημεία πώλησης.

Σε αυτό το πεδίο κυριαρχούν δύο εταιρείες γαλακτοκομικών προϊόντων, Στάμου και Δημητρίου.

Και οι δύο αυτές επιχειρήσεις, με μακρά παράδοση στο αντικείμενό τους, επιδιώκουν να επαναλανσάρουν την «ΕΒΓΑ της γειτονιάς», αυτά τα μικρά μαγαζιά που για ολόκληρες δεκαετίες, ευρισκόμενα πράγματι σχεδόν σε κάθε γειτονιά, αποτελούσαν το επίκεντρο καθημερινών προμηθειών για κάθε οικογένεια, για γάλα, γιαούρτι, τυρί, αργότερα και παγωτά, αλλά και εστία κοινωνικής συναναστροφής.

Βεβαίως τα σημερινά καταστήματα των δύο εταιρειών είναι τοποθετημένα σε κεντρικά σημεία της Αθήνας και προσφέρουν πλήθος προϊόντων, από τα πιο παραδοσιακά, δηλαδή γάλα, γιαούρτι, τυριά, παγωτά, ρυζόγαλο, μέχρι μια τεράστια γκάμα γλυκών…

Ολα αυτά, όμως, σε ένα concept που έχει στόχο να κινητοποιήσει μνήμες και να μεταδώσει έναν τόνο αυθεντικότητας.

Από τη δεκαετία του ’60

Και οι δύο εταιρείες ξεκίνησαν τη διαδρομή τους τη δεκαετία του ’60 ως οικογενειακές επιχειρήσεις με δραστηριότητα στην παραγωγή γάλακτος, αμφότερες στην περιοχή της Αττικής. Ηταν η εποχή που στην Ελλάδα δεν είχαν έρθει ακόμη τα σούπερ μάρκετ, η Αθήνα ήταν αρκετά μικρότερη, το γάλα έκανε «πέτσα» και το γιαούρτι το αγόραζες μόνο σε πήλινο.

Η εταιρεία Στάμου ξεκίνησε την πορεία της το 1964, συμπληρώνοντας φέτος τα 60 χρόνια λειτουργίας. Με παραγωγικές εγκαταστάσεις στις Αχαρνές και με δίκτυο συνεργαζόμενων κτηνοτρόφων πέριξ της Αττικής κατάφερε επί σειρά ετών να κατοχυρωθεί στις προτιμήσεις των καταναλωτών.

Σταθμός στη διαδρομή της υπήρξε η εξαγορά της από την ιδιαίτερα σχολαστική και φειδωλή σε τέτοιες κινήσεις βιομηχανία τροφίμων Γιώτης, το 2018, που απογείωσε την εταιρεία και τις προοπτικές της. Εκτοτε δρομολογήθηκε ένα εκτενές επενδυτικό πλάνο, ύψους περί τα 15 εκατ. ευρώ, που έχει ενισχύσει τη δυναμικότητα και την παραγωγικότητα της Στάμου. Στο πλαίσιο αυτό, η εταιρεία λειτουργεί πλέον σε νέο κτίριο γραφείων, αλλά και σε νέο υπερσύγχρονο εργοστάσιο στη λεωφόρο Καραμανλή, στις Αχαρνές. Είναι ακόμη χαρακτηριστικό ότι πριν από την ένταξή της στο δυναμικό του ομίλου Γιώτη, η Στάμου είχε 6 καταστήματα, μέσα σε έναν χρόνο πήγε στα 11 και τώρα έχει ξεπεράσει τα είκοσι.

Τον σχεδιασμό και την υλοποίηση της νέας μονάδας ανέλαβε η εταιρεία AS Hellas, η οποία το 2020 σε μια πολύ δύσκολη χρονιά λόγω πανδημίας και παρά τις αντίξοες συνθήκες κατάφερε να παραδώσει το έργο, σύμφωνα με τον αρχικό προγραμματισμό.

Ασφαλώς η είσοδος της Γιώτης στο σκηνικό άλλαξε τους όρους του παιχνιδιού σε σχέση με τον άμεσο ανταγωνιστή, τη Δημητρίου, που ακολουθεί αυτόνομη ρότα. Πάντως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Στάμου, αν και ανήκει πλέον στον όμιλο Γιώτη, διατηρεί την ανεξαρτησία της όσον αφορά τη δραστηριότητά της. Σε διοικητικό επίπεδο, ωστόσο, έχουν αποχωρήσει τα μέλη της οικογένειας Στάμου, αρχικά ο πρόεδρος Ιωάννης Στάμου και μετέπειτα ο διευθύνων σύμβουλος Γιώργος Στάμου. Ετσι, τα τελευταία χρόνια τα ηνία κρατούν από τη θέση του προέδρου του Δ.Σ. ο Μάριος Παπαθανασίου και από εκείνη της αντιπροέδρου και διευθύνουσας συμβούλου η Αννα Κυδωνάκη.

Η αναπτυξιακή τροχιά στην οποία έχει εισέλθει η εταιρεία μετά την εξαγορά από τη Γιώτης αποτυπώνεται τόσο στις οικονομικές επιδόσεις της όσο και στο δίκτυο καταστημάτων. Μάλιστα, κατά τη χρήση του 2023, η Στάμου έσπασε το φράγμα των 30 εκατ. ευρώ στον κύκλο εργασιών, πετυχαίνοντας τον υψηλότερο τζίρο στην ιστορία της με 30,59 εκατ. ευρώ και κέρδη προ φόρων 207.541 ευρώ, έναντι 29,48 εκατ. ευρώ και ζημιών 1,32 εκατ. ευρώ, λόγω των αυξημένων επενδυτικών αναγκών, το 2022.

Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη χρήση του 2018 ο τζίρος της Στάμου ήταν στα 13,53 εκατ. ευρώ (με κέρδη προ φόρων 849.383 ευρώ), δηλαδή κάτω από το μισό. Ακόμη, προ δεκαετίας, την περίοδο 2014-2015 ο κύκλος εργασιών βρισκόταν στα επίπεδα των 8,3-9,6 εκατ. ευρώ, με την εταιρεία, ωστόσο, να καταγράφει σταθερά κερδοφόρες χρήσεις.

Οσον αφορά το δίκτυο καταστημάτων, τα οποία σημειωτέον είναι όλα εταιρικά καθώς δεν έχει υιοθετηθεί το μοντέλο του franchise, έχουν «αυγατίσει» σε 22 μέχρι σήμερα και είναι τοποθετημένα σε κεντρικά σημεία πολυσύχναστων περιοχών της Αττικής, όπως Αγία Παρασκευή, Αιγάλεω, Αγιος Δημήτριος, Αμπελόκηποι, Γλυφάδα, Ανοιξη, Γαλάτσι, Καλλιθέα, Ηλιούπολη, Κηφισιά, Παγκράτι, Πειραιά, Χαλάνδρι κ.ά.

Στα καταστήματα της Στάμου οι καταναλωτές μπορούν να βρουν από τα παραδοσιακά προϊόντα, δηλαδή γάλα όλων των τύπων, γιαούρτι, κεφίρ, επιδόρπια, με κυρίαρχο το ρυζόγαλο, λευκά και κίτρινα τυριά, βούτυρο, μέχρι μια μεγάλη γκάμα γλυκών όπως γαλακτομπούρεκο, κανταΐφι, εκμέκ κρέμα και σοκολάτα, προφιτερόλ, σοκολατόπιτα, πορτοκαλόπιτα, γαλατόπιτα, τρίγωνα καθώς και παγωτό σε διάφορες γεύσεις.

Σημειώνεται, επίσης, ότι στην εταιρεία απασχολούνταν κατά τη χρήση του 2023 275 άτομα και ότι η τροφοδοσία με την πρώτη ύλη, το γάλα, γίνεται από κτηνοτροφικές μονάδες σε κοντινές περιοχές, κυρίως στην Αττική, ώστε η μεταφορά και η επεξεργασία να πραγματοποιούνται σε χρόνο που δεν ξεπερνά τις 24 ώρες από το άρμεγμα.

Η Δημητρίου

Η Δημητρίου είναι κατά μία πενταετία νεότερη από τη Στάμου, καθώς ξεκίνησε τη δική της διαδρομή το 1969. Η εταιρεία, ωστόσο, παραμένει στα χέρια της οικογένειας Δημητρίου.

Οι εγκαταστάσεις της αρχικά βρίσκονταν σε ένα εργαστήριο μέσα στην πόλη της Κερατέας. Από το 2000 μεταφέρθηκαν στο Βιοτεχνικό Πάρκο της περιοχής και μόλις από τα τέλη του 2013 η εταιρεία λειτουργεί υπό τη μορφή ΑΒΕΕ. Εκτοτε η οικογένεια Δημητρίου -επικεφαλής της εταιρείας είναι σήμερα ο Λάμπρος Δημητρίου-, παρά την κρίση, χάραξε διπλή στρατηγική με στόχο αφενός τη διείσδυσή της στο ράφι με επώνυμα προϊόντα και αφετέρου την ανάπτυξη δικού της δικτύου λιανικής.

Ετσι άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους τα Γαλακτοπωλεία Δημητρίου» που, όπως και τα αντίστοιχα του Στάμου, δεν βρίσκονται στις γειτονιές, αλλά σε κεντρικά σημεία της Αττικής.

Μέχρι σήμερα η Δημητρίου έχει αναπτύξει δίκτυο 11 καταστημάτων, στις ίδιες σχεδόν περιοχές, όπως Γλυφάδα, Χολαργός, Φάληρο, Αγία Παρασκευή, Βύρωνας, Πατήσια, Παιανία, Κυψέλη, Αγιος Ελευθέριος, Παγκράτι κ.ά.
Σε επίπεδο οικονομικών επιδόσεων, και η Δημητρίου ακολουθεί ανοδική τροχιά τα τελευταία χρόνια. Ετσι, ο κύκλος εργασιών κατά τη χρήση του 2023 διαμορφώθηκε στα 9,2 εκατ. ευρώ, με τα κέρδη προ φόρων στα 85.535 ευρώ, έναντι 7,75 εκατ. ευρώ και ζημίες 277.535 ευρώ το 2022.

Αντίστοιχα, προ δεκαετίας ο τζίρος της εταιρείας βρισκόταν στην περιοχή των 3,8 εκατ. ευρώ, ενώ από το 2018 ξεπέρασε τα 4 εκατ. ευρώ (4,8 εκατ. ευρώ) και έκτοτε κάθε χρόνο αυξάνεται σε 5,75 εκατ. ευρώ το 2019, 6,42 εκατ. ευρώ το 2020 και 6,6 εκατ. ευρώ το 2021, με όλες τις χρήσεις να είναι κερδοφόρες.

Οσον αφορά, δε, την τρέχουσα χρήση, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, o κύκλος εργασιών προβλέπεται να ξεπεράσει τα 9,5 εκατ. ευρώ, με τη διοίκηση να έχει θέσει στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας, την ανάπτυξη νέων προϊόντων και καταστημάτων λιανικής, αλλά και τη μείωση του λειτουργικού κόστους όπου είναι δυνατόν.

Στα προϊόντα που μπορεί να βρει κανείς στα καταστήματα της Δημητρίου, στην οποία κατά την περσινή χρονιά απασχολούνταν 150 άτομα, περιλαμβάνονται από φρέσκο γάλα (πλήρες – ελαφρύ και κατσικίσιο), γιαούρτια παραδοσιακά, κρέμες, μουσταλευριές μέχρι γλυκά ταψιού, όπως γαλακτομπούρεκο, γαλατόπιτα κ.ά., καθώς και παγωτό σε διάφορες γεύσεις.

Με άλλα λόγια και οι δύο εταιρείες απευθύνονται στο ίδιο κοινό προσπαθώντας να «γαργαλήσουν» τον ουρανίσκο των καταναλωτών, κάτι το οποίο, όπως φαίνεται από τα νέα σημεία που διαρκώς προστίθενται στα δίκτυά τους, το πετυχαίνουν και με το παραπάνω.

Παρά τις διαφορές τους, σε συγκριτικά πλεονεκτήματα αλλά και στο μέγεθος -καθότι η Στάμου είναι σαφώς μεγαλύτερη-, και οι δύο εταιρείες λειτουργούν με την ίδια φιλοσοφία και ποντάρουν στην ίδια συνταγή. Φέρνουν δηλαδή τα γαλακτοπωλεία της γειτονιάς στη σύγχρονη εποχή μέσα από ένα μοντέλο που βασίζεται στην ποιότητα των πρώτων υλών (μόνο φρέσκο ελληνικό γάλα) σε συνδυασμό με την αυθεντικότητα των παραδοσιακών μεθόδων παραγωγής, με την εφαρμογή παράλληλα των πιο αυστηρών συστημάτων διαχείρισης ασφάλειας τροφίμων.

Η αγορά γαλακτοκομικών

Σε γενικότερο επίπεδο, η αγορά γαλακτοκομικών προϊόντων κινείται τα τελευταία χρόνια σε αυξητικούς ρυθμούς. Σύμφωνα με στοιχεία πρόσφατων ερευνών η συνολική αξία της για το 2023 υπολογίζεται ότι έφτασε τα 2,4 δισ. ευρώ, έναντι 2,04 δισ. ευρώ το 2022 και 1,83 δισ. ευρώ το 2021.

Αντίστοιχα έντονος είναι και ο ανταγωνισμός μεταξύ των μεγάλων παικτών του κλάδου, ενώ σημαντικά μερίδια καταγράφουν και οι μικρότερες επιχειρήσεις που προβάλλουν ένα εναλλακτικό προφίλ, επικεντρώνοντας σε μικρές μονάδες ή σε παραγωγή βιολογικών προϊόντων.

Σε αυτό το πλαίσιο το κλίμα στην αγορά για τα νέου τύπου γαλακτοπωλεία θεωρείται ιδιαίτερα ευνοϊκό.

Διαβάστε ακόμη

Τι φέρνει η επόμενη μέρα για τις ελληνικές τράπεζες μετά το «ψαλίδι» στις προμήθειες

«Ήλιος Βιομηχανία Πλεκτικής»: Μετά από μισό αιώνα οδηγείται στη… δύση

Αναπτυξιακός νόμος: Τα 4 νέα καθεστώτα με ενισχύσεις 600 εκατ. ευρώ

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα