του Δημήτρη Παφίλα

Τον Φεβρουάριο του 1996, ύστερα από αρκετές συζητήσεις, ο Iταλός πρόεδρος του Ομίλου Euricom Φραντσέσκο Σέμπιο και ο διευθύνων σύμβουλος της ΜΑΚΒΕΛ (Μακαρονοποιία Βορείου Ελλάδος) Σταύρος Κωνσταντινίδης πηγαίνουν σε μια ψαροταβέρνα της Θεσσαλονίκης. Γράφουν έξι νούμερα σε ένα τραπεζομάντιλο, συμφωνούν στα κεφάλαια τα οποία θα τοποθετήσουν (12,2 εκατ. ευρώ) και με αυτό τον τρόπο ξεκινά η κοινή εταιρεία παραγωγής ζυμαρικών Eurimac. Μετά από 22 χρόνια, η Eurimac δεν έχει απλώς κατακτήσει αξιόλογα μερίδια στην ελληνική αγορά, αλλά καινοτομεί και εξάγει διεθνώς νέα προϊόντα. Η εταιρεία επιλέχθηκε από τη Εurobank ως μία από τις πέντε εξαγωγικές τις οποίες παρουσίασε στην πρόσφατη εκδήλωση εξαγωγέων Go International στη Θεσσαλονίκη. Με ποιον τρόπο, όμως, μια βιομηχανία με ιστορία 80 ετών (1939-2019) εξάγει σε περισσότερες από 50 χώρες;

Ολα ξεκινούν από τον ποιοτικό έλεγχο της πρώτης ύλης και των τελικών προϊόντων. Οταν οι επισκέπτες εισέρχονται στην καρδιά του εργοστασίου της Eurimac στη Βιομηχανική Περιοχή τους Κιλκίς, δηλαδή στον ποιοτικό έλεγχο, αντιλαμβάνονται αμέσως τον λόγο.

Εξω από τον χώρο σταθμεύουν τα φορτηγά που μεταφέρουν το σιτάρι από 200 παραγωγούς και εμπόρους κυρίως από Θεσσαλία και Μακεδονία.
Αυτά τα επιλεγμένα ελληνικά σκληρά σιτάρια φτάνουν στον έλεγχο μέσω ενός δοχείου, του λεγόμενου «κλέφτη», στον οποίο διοχετεύεται αντιπροσωπευτικό δείγμα από είκοσι διαφορετικά σημεία του φορτηγού. Μετά τον πρώτο ποιοτικό έλεγχο δίδεται -ή όχι- η εντολή για την εκφόρτωση του σιταριού στον Μύλο. Σύμφωνα με τον υπεύθυνο του ποιοτικού ελέγχου της Eurimac κ. Μπλέτσα, τα φορτία που απορρίπτονται φτάνουν το 5%-6%. Οι έλεγχοι δεν σταματούν σε αυτό το σημείο. Στη συνέχεια αξιολογούνται οι πρωτεΐνες και τα υαλώδη, τα οποία είναι τα βασικά στοιχεία για την ποιότητα ενός καλού ζυμαρικού. Το 2006 λειτούργησε ο σύγχρονος σιμιγδαλόμυλος με πέντε ορόφους, ο οποίος σήμερα είναι ο μεγαλύτερος στη χώρα με αλεστική ικανότητα 330 τόνους ανά 24ωρο. Το σιμιγδάλι που παράγεται χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την παραγωγή των ζυμαρικών της Eurimac.

Η παραγωγή ζυμαρικών

Στη συνέχεια, με πέντε γραμμές παραγωγής (σπαγγέτι, λαζάνια, κριθαράκι, πέννες κ.λπ.) η ετήσια παραγωγική δυναμικότητα του εργοστασίου φτάνει τους 72.000 τόνους (και η ημερήσια 220-250 τόνους) σε διάφορα ζυμαρικά, καθώς το εργοστάσιο λειτουργεί 330 ημέρες τον χρόνο σε τρεις βάρδιες. Μέσα στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές όλα τα τεχνολογικά στοιχεία είναι αποθηκευμένα και η καταγραφή αυτών δίνει τη δυνατότητα της ιχνηλασιμότητας για τρία χρόνια (όσο η ημερομηνία λήξης των προϊόντων) για κάθε πακετάκι που παράγεται από τη Eurimac. Τα προϊόντα της αφορούν κατά 70% παραγωγή για ιδιωτικές ετικέτες και 30% δικά της σήματα.

eur5.jpg

Αυτή η υπερπαραγωγή για τρίτους (αλυσίδες σούπερ μάρκετ κ.λπ.) και τα πολλά είδη ζυμαρικών έχουν οδηγήσει τη Eurimac να διαθέτει πάνω από 1.000 κωδικούς σε διαφορετικά υλικά συσκευασίας με τα οποία συσκευάζονται τα προϊόντα και στη συνέχεια οδηγούνται σε έναν μεγάλο χώρο αποθήκευσης.

Η ελληνική εταιρεία κατάφερε να κάνει πελάτες ακόμη και χαλυβουργίες. Από το 2013 η Eurimac σταμάτησε να παράγει τη θερμική ενέργεια του εργοστασίου ζυμαρικών με την καύση μαζούτ και πετρελαίου. Εγκατέστησε λέβητα, ο οποίος λειτουργεί με την καύση ορυζοφλοιού (βιομάζα), προϊόν που η Eurimac προμηθεύεται από το εργοστάσιο ρυζιού της Euricom στη Χαλάστρα Θεσσαλονίκης.

Με την εγκατάσταση του λέβητα καύσης βιομάζας, η Eurimac έγινε πιο φιλική στο περιβάλλον, ενώ απέκτησε χαμηλό ενεργειακό αποτύπωμα. Το δε κόστος παραγωγής μειώθηκε αφενός λόγω του χαμηλού κόστους καυσίμου, δηλαδή του ορυζοφλοιού, και αφετέρου λόγω της εξαγωγής της παραγόμενης τέφρας από την καύση του φλοιού σε μονάδες χαλυβουργίας του εξωτερικού. Η παραγόμενη τέφρα είναι πλούσια σε πυρίτιο το οποίο ενισχύει τον χάλυβα. Η εξαγωγή της αποφέρει στη Eurimac έσοδα 300.000 ευρώ ετησίως από χαλυβουργίες σε Γερμανία, Γαλλία και Βέλγιο.

Εκτός από το ενεργειακό αποτύπωμα, η καινοτομία είναι το σήμα κατατεθέν της εταιρείας. Από το περασμένο φθινόπωρο η Eurimac λανσάρει τη νέα γενιά ζυμαρικών ΜΑΚΒΕΛ-5 δημητριακά με συστατικά από σκληρό σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, καλαμπόκι και όλυρα. Η είσοδος σε αυτή τη νέα αγορά είναι ένα μεγάλο στοίχημα για την εταιρεία. Στην προσπάθειά της έχει συνεργάτες με τεράστια πείρα σε βιομηχανίες τροφίμων από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Οι δοκιμές των νέων προϊόντων ΜΑΚΒΕΛ-5 δημητριακά ήταν συνεχείς προκειμένου οι καταναλωτές να αποκτήσουν ένα ζυμαρικό το οποίο διαθέτει πλουσιότερη γεύση, η οποία προέρχεται από τον συνδυασμό των 5 δημητριακών.