Στη phygital εποχή, έναν συνδυασμό, δηλαδή, του φυσικού με τον ψηφιακό κόσμο, πρέπει να εισέλθει η στεγαστική αγορά, με τους μεσίτες πιστώσεων να αναλαμβάνουν ρόλο συμβούλου προς τους δανειολήπτες για μια απόφαση η οποία θα καθορίσει τη ζωή τους για τα επόμενα 20 με 30 χρόνια.
«Στο εξωτερικό, εάν κάποιος θέλει να λάβει ένα στεγαστικό δάνειο απευθύνεται στους brokers. Στη Νορβηγία, για παράδειγμα, αυτό το ποσοστό κυμαίνεται στο 90%, στις ΗΠΑ στο 78%, σε Αγγλία και Ιρλανδία σε πάνω από 60%. Στη χώρα μας η έννοια του μεσίτη πιστώσεων δεν είναι ευρέως διαδεδομένη, αυτό, ωστόσο, που πρέπει να κατανοήσουν οι δανειολήπτες είναι ότι απευθυνόμενοι σε αυτόν εξασφαλίζουν αμεροληψία, αφού δεν εκπροσωπεί τα συμφέροντα συγκεκριμένης τράπεζας και συνεργάζεται με όλη την τραπεζική αγορά», τονίζει στο «business stories» ο κ. Κυριάκος Καμπούρης, Partner της Individual Mortgage Solutions (IMS), της μοναδικής εταιρείας στην Ελλάδα η οποία έλαβε σχετική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), διαχειριζόμενη σήμερα περίπου το 10% των συνολικών εκταμιεύσεων στη χώρα.
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι μεσίτες έχουν πολλά πλεονεκτήματα, όπως, για παράδειγμα, εξειδίκευση και μεγάλη εμπειρία στο συγκεκριμένο αντικείμενο, αλλά και ελαστικό ωράριο. «Σήμερα δε, οι τράπεζες, προκειμένου να μειώσουν τα λειτουργικά κόστη, περιορίζουν τα σημεία προώθησης τραπεζικών προϊόντων, δηλαδή τα φυσικά καταστήματα, ενώ πολλά από αυτά θα προωθούνται ψηφιακά. Στη χορήγηση στεγαστικού δανείου, ωστόσο, που αποτελεί απόφαση ζωής, είναι απαραίτητο να υπεισέρχεται ο συμβουλευτικός χαρακτήρας. Επομένως, η διαδικασία πρέπει να γίνει phygital», προσθέτει.
«Η στεγαστική αγορά έχει ωριμάσει»
«Η στεγαστική αγορά έχει ωριμάσει», σχολιάζει ο κ. Καμπούρης ερωτηθείς για τις αλλαγές που έχουν επέλθει από το 1999, οπότε και ο ίδιος ασχολήθηκε για πρώτη φορά με το αντικείμενο μέχρι σήμερα. «Τόσο οι τράπεζες όσο και οι δανειολήπτες είναι πλέον πιο σοβαροί και περισσότερο συνετοί στην απόφαση που θα λάβουν», αναφέρει, υπογραμμίζοντας ότι οι τράπεζες δεν σταμάτησαν ποτέ να χορηγούν στεγαστικά δάνεια. Απλά, ο κόσμος δεν έμπαινε στη διαδικασία να λάβει δάνειο, υπό τον φόβο bail in ή «κουρέματος» καταθέσεων. «Υπήρχε μεγάλη αβεβαιότητα, με αποτέλεσμα να γίνονταν πράξεις αγοραπωλησιών, αλλά αποκλειστικά με ίδια κεφάλαια», εξηγεί.
Το πρώτο εξάμηνο του 2022 κλείνει για το στεγαστικό χαρτοφυλάκιο με εκταμιεύσεις πάνω από μισό δισ. ευρώ έναντι 356 εκατ. το ίδιο διάστημα του 2021, με τον στόχο για το σύνολο του τρέχοντος έτους να διαμορφώνεται στο 1,2 δισ. ευρώ. «Η στεγαστική αγορά πήγε εξαιρετικά τον προηγούμενο μήνα, γεγονός που αποδίδεται και στη συσσώρευση πράξεων ως απόρροια της αποχής των συμβολαιογράφων».
Στη συνέχεια μας λέει ότι «το τελευταίο διάστημα παρατηρείται μια κάμψη της ζήτησης σε σχέση με τις νέες αιτήσεις για στεγαστικά δάνεια, αλλά κυρίως στα χαμηλά εισοδήματα. Μία οικογένεια, δηλαδή, που αποτελείται από έναν δημόσιο και έναν ιδιωτικό υπάλληλο, με συνολικό εισόδημα περί τις 2.000 ευρώ και χωρίς προοπτικές αύξησης αυτού είναι αναμενόμενο -με βάση τις τρέχουσες συνθήκες, αλλά και τις τιμές των ακινήτων- να αναστείλει τα σχέδια για την αγορά σπιτιού».
Σύμφωνα με τον ίδιο, η IMS στοχεύει σε target groups που το εισόδημά τους είναι μεσαίο προς υψηλό. Πέρυσι διαχειρίστηκε το 9,4% του συνόλου των εκταμιεύσεων στην Ελλάδα (μόνο το α’ εξάμηνο διαχειρίστηκε δάνεια, ύψους 30 εκατ. ευρώ), πετυχαίνοντας εγκρισιμότητα άνω του 90%.
Φέτος κινείται ήδη στο 10% (εκταμιεύσεις ύψους 57 εκατ. ευρώ), ενώ στόχος της είναι έως το 2026 να έχει ανεβάσει το μερίδιό της στο 15%.
Επιτόκια
Τη στροφή των δανειοληπτών σε στεγαστικά δάνεια σταθερού επιτοκίου ήδη από το 2019 διαπιστώνει ο κ. Καμπούρης, συστήνοντας σε όσους είχαν λάβει χρηματοδότηση με κυμαινόμενο επιτόκιο να κάνουν αλλαγή, εν όψει και των διαδοχικών αυξήσεων που θα έρθουν έως το τέλος του 2022.
«Πριν από σχεδόν τρία χρόνια είδαμε για πρώτη φορά τόσο χαμηλά προϊόντα σταθερού επιτοκίου στην εγχώρια τραπεζική αγορά, με αποτέλεσμα ο κόσμος, αλλά και εμείς να στραφούμε στη συγκεκριμένη κατηγορία. Στην IMS παραθέτουμε όλες τις λύσεις στον πελάτη, προσδιορίζοντας με ακρίβεια σε τι ύψος θα διαμορφωθεί το συνολικό κόστος της αγοραπωλησίας. Δίνουμε ιδιαίτερη έμφαση στη δόση την οποία θα πρέπει να πληρώσει, παρουσιάζοντας όλα τα προϊόντα που υπάρχουν διαθέσιμα στην ελληνική αγορά», τονίζει.
Στην περίπτωση των κυμαινόμενων επιτοκίων, για παράδειγμα, η εταιρεία δείχνει στους εν δυνάμει δανειολήπτες πώς κινήθηκαν ιστορικά και πώς ενδέχεται να κινηθούν στο μέλλον. «Το συντριπτικό ποσοστό των δανειοληπτών επιλέγει σταθερό επιτόκιο, παρά τις αυξήσεις οι οποίες έχουν παρατηρηθεί το τελευταίο διάστημα. Ακόμη και εκείνοι, ωστόσο, που έχουν λάβει δάνειο πριν από το 2019 κυμαινόμενου επιτοκίου, μπορούν κάλλιστα να το αλλάξουν σε σταθερό», υπογραμμίζει.
Αξίζει να αναφερθεί ότι ο μέσος όρος των δανείων είναι γύρω στα 100.000 ευρώ, με το 80% να αφορά την Αττική, ένα 10% τη Θεσσαλονίκη και ένα 10% την υπόλοιπη Ελλάδα, η οποία, ωστόσο, έχει πολύ χαμηλό μέσο ποσό, δεδομένου ότι η πλειονότητα των καταναλωτών λαμβάνει επισκευαστικά δάνεια.
Σε ό,τι αφορά το ποσοστό χρηματοδότησης, με βάση την εκτιμώμενη αξία του σπιτιού από τον μηχανικό της τράπεζας, αυτό έχει αυξηθεί από μάξιμουμ 75% τα χρόνια της κρίσης σε 80% με 85% σήμερα, με αποτέλεσμα τα ίδια κεφάλαια να είναι μικρότερα.
Διαβάστε ακόμα:
Τελειώνει ο φόρος επιτηδεύματος – Αυξάνεται ο κατώτατος μισθός στα €751 από την 1η Ιανουαρίου
Τζον Τέξτορ: O «άγνωστος» επενδυτής που θέλει να χτίσει μια αυτοκρατορία στο ποδόσφαιρο
Τι συνδέει Rolex, Porsche και Lamborghini με τα… cryptos (pic+πίνακας)