Σε μερικούς ανθρώπους, η πορεία της ζωής τους μοιάζει να είναι προδιαγεγραμμένη από τα πολύ πρώιμα παιδικά τους χρόνια. Μια τέτοια περίπτωση είναι και αυτή του Κεν Γκρίφιθ, το hedge fund του οποίου, Citadel, με τα 16 δισεκατ. ευρώ των κερδών που κατέγραψε το 2022, έγραψε ιστορία ως το επενδυτικό κεφάλαιο με τα μεγαλύτερα κέρδη στην ανθρώπινη ιστορία, πετυχαίνοντας απόδοση 38,1% στα βασικά της επενδυτικά κεφάλαια. Και, καταρρίπτοντας το προηγούμενο ρεκόρ των 15,6 δισεκατ. δολαρίων του Τζον Πόλσον, τον “εκθρόνισε”, τοποθετώντας τον Γκρίφιθ στη θέση του αδιαμφισβήτητου “βασιλιά” των hedge funds.
Αντιλαμβάνεται κανείς πως τα 32,4 δισ. δολάρια που αποτιμάται ο Γκρίφιθ, μόνο “τυχαία” δεν είναι. Όχι επειδή από παιδί ακόμα διατεινόταν ότι θα γίνει “επιχειρηματίας ή δικηγόρος”, κάτι που ήταν λογικό για τον γιο του project manager της General Electric και τον εγγονό της Ζενεβιέβ Χουμπς-Γκράτς (κληρονόμο πετρελαϊκής, φυτειών και εταιρείας εμπορίας σπόρων για αγρότες). Αλλά κυρίως επειδή το έδειξε από νωρίς.
Στο σχολείο ακόμα, στη Φλόριντα, όταν οι συμμαθητές του ασχολούνταν με παιχνίδια, αυτός έστηνε μια εταιρεία επιμόρφωσης για ζητήματα software -την EDCOM- στο δωμάτιό του. Και, την πρώτη χρονιά του στο Harvard, το 1986, έβγαλε τα πρώτα του 5 χιλιάδες δολάρια από επενδύσεις σε μετοχές και μετατρέψιμα ομόλογα. Και, παρότι στο Κολέγιο απαγορευόταν αυστηρά να στήσει κανείς εκεί επιχείρηση, κατάφερε να πείσει τη διοίκηση να του επιτρέψει να εγκαταστήσει δορυφορικό πιάτο στον κοιτώνα για να παρακολουθεί live την πορεία των αγορών και των μετοχών.
Με την ίδια πειθώ, κατάφερε τον Τέρενς Κόνορ, διευθυντή του τμήματος ομολόγων της Merill Lynch στη Βοστώνη, να του ανοίξει λογαριασμό με 100.000 δολάρια που πήρε από τη γιαγιά του, φίλους του και τον… οδοντίατρό του. Κάπως έτσι, η ίδρυση του πρώτου του fund, το 1987 (τη μέρα των γενεθλίων του) με 265.000 δολάρια και τα πρώτα κέρδη του από σορτάρισμα στη Black Monday εκείνου του έτους, ήταν λογική εξέλιξη. Τρία χρόνια αργότερα, θα ίδρυε τη Citadel, διαχειριζόμενος 4,6 εκατ. δολάρια και θα ακολουθούσε μια φρενήρη πορεία.
Πόσο φρενήρη; Στα 34 του, ο Γκρίφιν ήταν το νεότερο μέλος της λίστας Forbes 400 (οι 400 πλουσιότεροι Αμερικανοί) με περιουσία αξίας περίπου 650 εκατ. δολαρίων. Και σήμερα, στα 54 του χρόνια, με περιουσία 32,4 δισεκατομμυρίων, βρίσκεται στη θέση 21 της ίδιας λίστας και στη θέση 42 της λίστας των πλουσιότερων ανθρώπων του πλανήτη. Διόλου άσχημα.
H Citadel, το hedge fund του Γκρίφιν, για την προηγούμενη χρονιά αποκόμισε κέρδη ύψους 16 δισεκατομμυρίων δολαρίων και άφησε πίσω τον Τζον Πόλσον σε όρους απόδοσης έτους, αλλά και το Bridgewater του Ρέι Ντάλιο σε όρους διαχρονικής απόδοσης. Ο -με έδρα το Μαϊάμι- γίγαντας που διαχειρίζεται assets 54 δισεκατομμυρίων δολαρίων, εξασφάλισε αποδόσεις 38,1% στα βασικά του επενδυτικά κεφάλαια, σύμφωνα με την LCH Investments, θυγατρική της επενδυτικής Edmond de Rothschild. Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, το καθαρό κέρδος του Citadel πέρυσι έφτασε τα 28 δισεκατομμύρια, με τους επενδυτές-πελάτες της να έχουν εισφέρει περίπου 12 δισεκατ. δολάρια σε έξοδα και χρεώσεις αποδόσεων.
Αυτή η επίδοση, είναι η επισφράγιση μιας διαχρονικής επιτυχίας. Από την ίδρυσή του, το 1990 (χρονολογία ίδρυσης του ομίλου), το Citadel έχει καθαρά κέρδη τα οποία φτάνουν τα 66 δισεκατομμύρια δολάρια επιμένοντας να επενδύει σε ομόλογα, ξεπερνώντας το -μέχρι πρότινος- πιο επιτυχημένο fund διαχρονικά, αυτό του Ρέι Ντάλιο που έχει καθαρά κέρδη περίπου 58 δισεκατομμυρίων δολαρίων και επί μια επταετία κατείχε τον τίτλο του πλέον επιτυχημένου επενδυτικού ομίλου, σύμφωνα με την LCH Investments.
Ο παραλίγο “θάνατος”
Κι όμως. Ο Γκρίφιθ πέρασε εποχή κατά την οποία έφτασε στην άκρη του γκρεμού και ήταν το “κόκκινο πανί” για τους επενδυτές και τους αναλυτές. Και, κατά ένα περίεργο παιχνίδι της μοίρας, όπως οι πιο δύσκολες ώρες του συνδέονται με την επιτυχία του Τζον Πόλσον, έτσι και οι σημερινές πιο εύκολες ώρες συνδέονται με τον Πόλσον.
Ήταν 2007, όταν ο, γνωστός μας από την ελληνική κρίση και τις τοποθετήσεις του στα ομόλογα, Τζον Πόλσον, σορτάριζε τα στεγαστικά δάνεια, προβλέποντας την “καταιγίδα” που ερχόταν. Ο Πόλσον, εκείνη την εποχή, θα έβγαζε 15,6 δισεκατομμύρια δολάρια, σπάζοντας όλα τα ρεκόρ. Την ίδια ώρα που στα γραφεία του Πόλσον άνοιγαν σαμπάνιες, στις εγκαταστάσεις του ομίλου Citadel, επικρατούσε τρόμος. Ο Όμιλος φλέρταρε πολύ σοβαρά με τη χρεοκοπία. Η στρατηγική του Γκρίφιν τον είχε προδώσει.
Η Citadel ήταν εκτεθειμένη σε υψηλό δανεισμό και, λόγω της υπερβολικής μόχλευσης (δανειζόταν και επένδυε 7 δολάρια για κάθε δολάριο που τοποθετούσαν οι επενδυτές της), έχανε κεφάλαια με τρομακτικούς ρυθμούς. Μέχρι το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, η Citadel είχε χάσει περισσότερα από τα μισά της κεφάλαια και απείχε -χωρίς υπερβολή- μόλις μερικά 24ωρα από τον “θάνατό” της.
“Ήταν η μόνη στιγμή στην ιστορία της Citadel κατά την οποία η ίδια μας η ύπαρξη βρέθηκε υπό αμφισβήτηση”, θυμάται ο Γκρίφιν. “Επέστρεψα σπίτι μια Παρασκευή και γνώριζα ότι αν η Morgan Stanley δεν άνοιγε για business τη Δευτέρα, μέχρι την Πέμπτη θα ήμουν τελειωμένος”. Τόσο άσχημα ήταν τα πράγματα.
Στην κορύφωση της κρίσης, η Citadel έχανε περίπου 1 εκατομμύριο δολάριο κάθε ώρα που πέρναγε και στο κλείσιμο του 2008, είχε απώλειες που ξεπερνούσαν το 55%. Στην αγορά κυκλοφορούσαν φήμες περί “σίγουρης χρεοκοπίας” και μερικές περί “πακέτου διάσωσης” που ετοίμαζε ο Μπεν Μπερνάνκε της Fed (ο οποίος αργότερα εργάστηκε στη Citadel). Οι επενδυτές πανικοβλήθηκαν. Ζήταγαν επιτακτικά τα χρήματά τους πίσω. Περισσότερα από 10 δισεκατομμύρια θα έπρεπε να αποταμιεύσει και επιστρέψει η Citadel στους πελάτες της. Ο Γκρίφιν επιχείρησε να ηρεμήσει τα πράγματα, δίνοντας έκτακτη επιστροφή 8% στους επενδυτές του κατά τη διάρκεια του selloff των αγορών. Δεν κατάφερε κάτι όμως.
Ο Γκρίφιθ έκανε τότε κάτι που θα πλήρωνε πολύ ακριβά, αλλά ταυτόχρονα θα το πληρωνόταν. Δεν ζήτησε, αλλά πήρε με τη βία την εμπιστοσύνη των πελατών του. Για να σταματήσει την “αιμορραγία” και να διασώσει τον όμιλο από τη σίγουρη χρεοκοπία, “κλείδωσε” τα κεφάλαια που του είχαν εμπιστευθεί οι πελάτες -ή ό,τι είχε απομείνει από αυτά. Για διάστημα 10 μηνών, απαγόρευσε στους επενδυτές το δικαίωμα να αποσύρουν τα κεφάλαιά τους.
Ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων: “Είμαι ο Κεν, καταστροφέας του επενδυτικού πλούτου”, έγραφαν οι retail επενδυτές στα φόρα τους, τότε, κατηγορώντας τον ακόμα και για απάτη τύπου “πυραμίδας”. “CitadelFreeYourCustomers” (Citadel, ελευθέρωσε τους πελάτες σου”) ήταν ένα σύνθημα που χρησιμοποιείτο τότε. Όμως ο Γκρίφιν απλά τους αγνοούσε. Και, έναν χρόνο αργότερα, η Citadel θα επέστρεφε στα κέρδη άνω του 60%, έστω και αν θα χρειαζόταν να περάσουν τρία χρόνια για να επιστρέψει στη θέση που βρισκόταν πριν το ξέσπασμα της κρίσης.
“Ήρωας” της Wall Street με δύο πρόσωπα
Στην αγορά, ο Κεν Γκρίφιν έχει το παρατσούκλι “ήρωας της Wall Street”. Όχι μόνο επειδή κατάφερε να βγει από την κρίση εκείνη, αλλά και επειδή εμμένει σε μια -κερδοφόρα, διαχρονικά- στρατηγική τοποθετήσεων σε μετοχές και ομόλογα. Ειδικά τη χρονιά που πέρασε, οι μαζικές πωλήσεις τίτλων στις αγορές ομολόγων ευνόησαν σε βάθος χρόνου τους διαχειριστές κεφαλαίων, αφού τους έδωσε μια άριστη ευκαιρία για συναλλαγές.
Όμως αυτός ο ήρωας, έχει δύο πρόσωπα. Το ένα είναι αυτό του σκληρού επιχειρηματία και ψυχρού επενδυτή και το άλλο του φιλάνθρωπου και γλεντζέ, που δεν διστάζει να ξοδέψει τεράστια ποσά για την ευχαρίστηση των γύρω του. Για παράδειγμα, μπορεί να είναι πολύ απαιτητικό αφεντικό, όμως έχει τον δικό του τρόπο να λέει “ευχαριστώ”. Ως επιβράβευση στο προσωπικό για τη σκληρή δουλειά του, έχει πληρώσει αρκετά εκατομμύρια για να τους διοργανώσει πάρτι με τραγουδιστές και συγκροτήματα όπως η Κέιτι Πέρι, οι Coldplay και οι Maroon 5. Ή, όπως πέρυσι, κλείσει “τριήμερη εκδρομή” στη Disneyland της Φλόριντα για τους περίπου 10.000 εργαζομένους με τους οικογένειές τους, πληρώνοντας κάθε σεντ που θα χρειαζόταν. Από τα αεροπορικά εισιτήρια (ακόμα και για τους Ευρωπαίους εργαζομένους της Citadel), ως τις συναυλίες και (φυσικά) τη διαμονή και το φαγητό.
Έτσι είναι ο Γκρίφιν. Σκληρός στη δουλειά, αλλά φέρεται στο χρήμα όπως του αρμόζει. Έχει ακίνητα αξίας άνω του 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων και είναι ιδιοκτήτης του πιο ακριβοπληρωμένου σπιτιού που πουλήθηκε ποτέ στην αμερικανική ιστορία, καθώς το ρετιρέ με θέα το Central Park της Νέας Υόρκης το αγόρασε για 238 εκατομμύρια δολάρια. Διαθέτει επίσης δύο ιδιωτικά τζετ, αξίας άνω των 60 εκατ. δολαρίων, ενώ πρωταγωνίστησε στα πρωτοσέλιδα για τις αγορές έργων τέχνης και συλλεκτικών αντικειμένων.
Το 2015, έγινε ο πρώτος άνθρωπος που ξόδεψε μισό δισεκατομμύριο δολάρια σε μια μόνο συναλλαγή που αφορά έργα τέχνης, καθώς αγόρασε το Interchange του ντε Κούνινγκ για 300 εκατομμύρια και το 17Α του Τζάκσον Πόλοκ για 200 εκατομμύρια. Διαθέτει επίσης τον πίνακα του Πολ Σεζάν “Κουρτίνα, βάζο και φρούτα” (αξίας άνω των 60 εκατ. δολαρίων) και άλλα αριστουργήματα. Η συλλογή του, η οποία αποτιμάται σε κάτι λιγότερο από 1 δισεκατ. δολάρια δεν κοσμεί τους τοίχους των ακινήτων του.
“Σχεδόν ολόκληρη η συλλογή μου έργων τέχνης βρίσκεται στο Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο. Βρίσκεται εκει, εδώ και χρόνια”, λέει ο ίδιος, εξηγώντας ότι “για εμένα, το γεγονός ότι ένα εκατομμύριο άνθρωποι το χρόνο θα έχουν την ευκαιρία να δουν κάποια από τα μεγαλύτερα έργα τέχνης του πολιτισμού μας, των οποίων έχω την τύχη να είμαι ιδιοκτήτης, μου δίνει τεράστια ευχαρίστηση”.
Ευχαρίστηση όμως του δίνει και το φιλανθρωπικό έργο. Το Forbes τον συμπεριέλαβε στη φετινή λίστα των πιο γενναιόδωρων Αμερικανών, καθώς έχει δωρίσει περίπου 1,56 δισεκατομμύρια δολάρια σε διάφορους φιλανθρωπικούς σκοπούς, από την καταπολέμηση της φτώχειας, στην μόρφωση των παιδιών και την ιατρική έρευνα. Όπως έκανε για παράδειγμα ο, διαζευγμένος και πατέρας 3 παιδιών δισεκατομμυριούχος, διαθέτοντας 5 εκατ. δολάρια ώστε να έχουν οι μαθητές του Μαϊάμι (περιοχής που είναι η έδρα του, καθώς μετακόμισε τις επιχειρήσεις του από το Σικάγο, παραπονούμενος για την εγκληματικότητα) δωρεάν πρόσβαση στο Ίντερνετ. Είναι δε συχνός χρηματοδότης των Ρεπουμπλικανών, καθώς αυτοπροσδιορίζεται ως “Ρεπουμπλικανός του Ρόναλντ Ρήγκαν”.
Διαβάστε ακόμη