Στα ρωσικά μπακάλικα της Καλλιθέας η μύηση ξεκινάει με τις vintage συσκευασίες και τα γράμματα του κυριλλικού αλφαβήτου. Κι ακολουθούν οι πολύχρωμες μπάμπουσκες, η τραχιά γλώσσα με το παχύ «σίγμα» και το «ζήτα» να διαδέχονται ακατάπαυστα το ένα το άλλο, οι μυρωδιές (με κυρίαρχο το σκόρδο), τα βουνά από αλλαντικά και οι στρατιές από βότκες.
Στη δεκαετία του ’90, όταν διαλύθηκε η Ε.Σ.Σ.Δ., χιλιάδες πολίτες της με ποντιακή καταγωγή παλιννόστησαν στην Ελλάδα από πρώην σοβιετικές δημοκρατίες σαν τη Ρωσία, τη Γεωργία, το Κιργιζστάν, το Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν.
Πολλοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν στην Καλλιθέα, συνοικία που υπήρξε ήδη από το 1915 τόπος υποδοχής τέτοιων απίστευτα ταλαιπωρημένων συμπατριωτών, όπως και προσφύγων από τη Μικρά Ασία λίγο αργότερα.
Τούτη τη φορά έφτιαξαν εστιατόρια και street food στέκια με ρωσική ή/και ποντιακή κουζίνα, αλλά και μαγαζιά τα οποία πούλαγαν τα τρόφιμα και τα φαγητά που αγαπούσαν στην παλιά τους πατρίδα.
Αρχικά, η πελατεία ήταν κυρίως οι υπόλοιποι Έλληνες ποντιακής καταγωγής και οι μετανάστες από τη Ρωσία και τις άλλες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες.
Στην πορεία, όμως, αρκετοί γηγενείς πέρασαν κι εκείνοι το κατώφλι των εστιατορίων και γνωρίστηκαν με τον γαστρονομικό «εξωτισμό» της ανατολικής Ευρώπης και βόρειας Ασίας.
Διαβάστε τη συνέχεια του κειμένου στο travel.gr