Όταν ο Jan Koum και ο Brian Acton, οι δύο ιδρυτές του WhatsΑpp, έκαναν την έξοδο τους από το Facebook σε διάστημα μερικών μηνών, άφησαν πάνω από 1,3 δισεκατομμύρια στο τραπέζι. Οι δύο άνδρες θα μπορούσαν να συλλέξουν το τεράστιο ποσό αν έμεναν στο Facebook για μερικούς ακόμη μήνες, μα φαίνεται πως ήθελαν τόσο πολύ να φύγουν εδώ και τώρα. Μα καλά, πως μπορεί να χάλασε τόσο σύντομα η σχέση τους με την εταιρεία που αγόρασε το startup τους, κάνοντας τους δισεκατομμυριούχους, θα ρωτούσε κανείς; Ε, λοιπόν, με μια ματιά στην ιστορία και τα πιστεύω τους, η απάντηση είναι προφανής.
Ο Jan Koum μεγάλωσε στην κομμουνιστική Ουκρανία, σε μία πόλη λίγο έξω από το Κίεβο. Το 1992, όταν ήταν 16, εκείνος και η μητέρα του πέρασαν στην άλλη μεριά του Ατλαντικού και εγκαταστάθηκαν στο Mountain View, στην Καλιφόρνια, σε ένα μικρό σπίτι, λαμβάνοντας βοήθεια από ένα κυβερνητικό πρόγραμμα. Ο πατέρας του σχεδίαζε να κάνει το ταξίδι λίγο αργότερα, μα δεν τα κατάφερε και τελικά πέθανε, πέντε χρόνια αργότερα. Μα ακόμη και όταν μητέρα και γιος ήταν στα ξένα, δίσταζαν να κάνουν τηλέφωνα προς την πατρίδα τους, γιατί εκείνη την εποχή οι τηλεφωνικές γραμμές ήταν συχνά παγιδευμένες και η οικογένεια Koum δεν ένιωθε ασφαλής. Στις ΗΠΑ, ο έφηβος Jan σφουγγάριζε στο τοπικό σουπερμάρκετ, ενώ η μητέρα του έκανε baby sitting, για να τα βγάλουν πέρα.
Στον ελεύθερο χρόνο του, ο νεαρός Ουκρανός άρχισε να περνά αρκετές ώρες στον υπολογιστή του. Έγινε, μάλιστα και ικανότατος hacker, αλλά τελικά άφησε την παρανομία, αφότου έγινε δεκτός στο πανεπιστήμιο του San Jose. Ούτε εκεί θα έμενε καιρό. Παράλληλα δούλευε, αρχικά στην Ernest & Young, για την οποία πήγε να εξετάσει την ασφάλεια στους υπολογιστές της, νεοσύστατης ακόμη, Yahoo. Εκεί γνώρισε τον υπάλληλο νούμερο 44 του μελλοντικού τεχνολογικού γίγαντα, κάποιον Brian Acton, με τον οποίο τα βρήκανε από την πρώτη στιγμή. Μεγαλωμένος στην Ανατολική Ευρώπη, ο Koum ήταν ιδιαίτερα ευθύς, όπως τύχαινε να είναι και ο Acton. Σύντομα, όντας ακόμη φοιτητής, ο Koum έπιασε και εκείνος δουλειά στην Yahoo. Μία μέρα, όταν είχε μάθημα, οι servers του νέου εργοδότη του έπεσαν και ο νεαρός έσπευσε να βοηθήσει. Η έξοδος του από την τάξη ήταν συμβολική, γιατί ποτέ δεν ξαναγύρισε.
Στην Yahoo, Koum και Actom έγιναν φίλοι. Το 2000, όταν η μητέρα του πρώτου έφυγε και εκείνη, από καρκίνο, ο κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος Actom του συμπαραστάθηκε. Τους έδεσε η αγάπη τους για το φρίσμπι και στα μέσα της δεκαετίας του 2000, η απέχθεια για την δουλειά τους. Δούλευαν στο κομμάτι των διαφημίσεων της Yahoo, μα κατέληξαν να θεωρούν τα διαφημιστικά άσχημα, κακόγουστα και επιβλαβή για την εικόνα της ιστοσελίδας και την εμπειρία του χρήστη. Έτσι, υπέβαλαν την παραίτηση τους και βάλθηκαν να φτιάξουν το δικό τους startup.
Ο καθένας είχε την δική του ιδέα, μα ήταν το εγχείρημα του Koum που θα τους έκανε δισεκατομμυριούχους. Κοιτώντας την ατζέντα του, ο Ουκρανός φαντάστηκε μία εφαρμογή που συνδέει αριθμούς τηλεφώνων και δίνει την δυνατότητα στους χρήστες της να ενημερώνουν τις επαφές τους κατά πόσο είναι διαθέσιμοι για κλήση ή όχι. Αρχικά, το WhatsApp, όπως ονόμασε την εφαρμογή, φαινόταν σαν μία αποτυχία, μα έπειτα, η Apple σύστησε στο κοινό της τα push notifications, εκείνες τις ειδοποιήσεις που εμφανίζονται στην κορυφή της οθόνης κάθε smartphone, πλέον. Αυτή η νέα ιδιότητα, έκανε την παρέα των ανδρών, δηλαδή τα ελάχιστα άτομα που είχαν εγκαταστήσει το WhatsApp, να το χρησιμοποιούν για να στέλνουν μηνύματα ο ένας στον άλλον. Εντελώς τυχαία, ο Koum είχε χτυπήσει φλέβα χρυσού, γιατί πριν 12 χρόνια δεν υπήρχαν όλες αυτές οι εφαρμογές για διαδικτυακή ανταλλαγή μηνυμάτων. Όπως αποδείχθηκε, ήταν μία τέλια εναλλακτική για τα SMS και τα αναξιόπιστα MMS. Η ιδέα ήταν παραπάνω από καλή και ξαφνικά, το WhatsApp είχε δεκάδες χιλιάδες χρήστες. Βλέποντας αυτή την ανάπτυξη, ο Acton έπεισε μερικούς φίλους του από την Yahoo να συμβάλουν 250 χιλιάδες δολάρια και έτσι, πήρε και εκείνος τον τίτλο του ιδρυτή.
Οι στόχοι των δύο ανδρών ήταν απλοί. Δεν είχαν σκοπό να βάλουν διαφημίσεις στο τεχνολογικό παιδί τους, ούτε και να συλλέξουν δεδομένα. Για αυτό και το WhatsApp, από τότε και ακόμη και σήμερα, λειτουργεί με αποκρυπτογράφηση από άκρο σε άκρο (E2EE), εξασφαλίζοντας πως κανείς άλλος δεν μπορεί να διαβάσει την αλληλογραφία δύο χρηστών, πέρα από τους ίδιους. O Acton και ο Koum δεν ήταν θεόσταλτοι αλτρουιστές που δεν ήθελαν να βγάλουν ούτε μία δεκάρα, μα προτεραιότητα τους ήταν η ποιότητα του προϊόντος και όχι το κέρδος. Έτσι, ήταν επιφυλακτικοί και πρόσεχαν να μην επεκταθούν υπερβολικά γρήγορα. Όταν έβλεπαν πως η εφαρμογή έφερνε πολλά νέα άτομα, την έκαναν να κοστίζει 1 δολάριο, για να μειώσουν την ροή των νέων χρηστών. Αρνούνταν, επίσης, πεισματικά, να δεχτούν χρηματοδότηση από επενδυτικές φίρμες. Ένας συνεργάτης της Sequoia Capital τους κυνηγούσε πολύ καιρό, μέχρι να τους πείσει να δεχτούν μία επένδυση οκτώ εκατομμυρίων. Δύο χρόνια αργότερα, το 2013, το WhatsApp είχε φτάσει τους 200 εκατομμύρια χρήστες και τότε ήρθε η ώρα για έναν ακόμη, μυστικό, επενδυτικό γύρο. Η Sequia έβαλε άλλα 50 εκατομμύρια, φέρνοντας την αξία του startup στο 1,5 δισεκατομμύριο και επιτρέποντας στον Acton να νοικιάσει νέα γραφεία για την εταιρεία, που εκείνο το καλοκαίρι διπλασίασε το εργατικό δυναμικό της.
Το 2014, μετά από πέντε χρόνια συνεχόμενης, αλλά παράλληλα ελεγχόμενης, ανάπτυξης, είχε έρθει η μεγάλη ώρα. Ο Mark Zuckerberg ήθελε να αγοράσει το WhatsApp και ήταν έτοιμος να πληρώσει 22 δισεκατομμύρια. Ακόμη και σήμερα, η δεύτερη μεγαλύτερη αγορά του Facebook κόστισε 20 δισεκατομμύρια λιγότερο. Πριν υπογράψουν, όμως, ο Koum και ο Acton απαίτησαν από τον Zuckerberg να τους υποσχεθεί πως δεν θα προσπαθήσει να βάλει διαφημίσεις στο WhatsApp. Ο ισχυρός άνδρας του Facebook απάντησε καταφατικά και οι δύο άνδρες συνέχισαν να δουλεύουν στην εταιρεία που ίδρυσαν. Το 2016 ήταν μία σημαντική χρονιά και για τις δύο μεριές. Από τη μία, το WhatsApp ξεπέρασε τους ένα δισεκατομμύριο χρήστες, ενώ από την άλλη, το Facebook είπε στους επενδυτές του πως θα σταματήσει τις διαφημίσεις στην αρχική του σελίδα. Ο Zuckerberg χρειαζόταν μία νέα πηγή χρημάτων και το βλέμμα του έπεσε στην πιο ακριβή αγορά του, της οποίας τα κέρδη δεν αντιστοιχούσαν με το μέγεθος της. Εκείνη τη χρονιά, το WhatsApp ανακοίνωσε πως θα αρχίσει να μοιράζεται τους αριθμούς τηλεφώνων, μαζί με πολλά άλλα δεδομένα εκτός από τα περιεχόμενα των μηνυμάτων του, με το Facebook. Ήταν μία ήττα για τους δύο ιδρυτές του, όπως και για τους υπέρμαχους της ιδιωτικότητας στο διαδίκτυο.
Λίγους μήνες αργότερα, το WhatsApp μετακίνησε τα γραφεία του από την αρχική τοποθεσία τους, λίγο πιο δίπλα, στα κεντρικά της μητρικής τους εταιρείας. Όμως οι περίπου 200 υπάλληλοι της εφαρμογής ανταλλαγής μηνυμάτων παρέμεναν διαχωρισμένοι από αυτούς του Facebook. Στους τελευταίους, δεν άρεσε ότι τα γραφεία στην πτέρυγα του WhatsApp, που μεταφέρθηκαν από την προηγούμενη τοποθεσία, ήταν μεγαλύτερα από τα δικά τους. Κάποιοι υπάλληλοι του Facebook άρχισαν, επίσης, να περιγελούν τους νέους συναδέλφους τους, οι οποίοι συχνά παραπονιόντουσαν για τον θόρυβο στις εγκαταστάσεις. Τέτοιες μικρές διαφωνίες φαντάζουν ασήμαντες, αλλά δεν ήταν. Η συνύπαρξη του Facebook και του WhatsApp, από το χαμηλότερο επίπεδο μέχρι την κορυφή, ήταν κάθε άλλο παρά αρμονική. Πρώτος, λοιπόν, έφυγε ο Acton, τον Σεπτέμβριο του 2017, συνιστώντας, μάλιστα, στους ακόλουθους του στο Twitter, τον Μάρτιο της επόμενης χρονιάς, να διαγράψουν το Facebook. Ένα μήνα μετά από εκείνο το τιτίβισμα, ο Jan Koum άφησε και εκείνος την εφαρμογή που έχτισε από το μηδέν. Από τότε, φαίνεται πως ο ουκρανός δισεκατομμυριούχος απλώς απολαμβάνει την ζωή του στις ΗΠΑ, με net worth που ξεπερνά τα δέκα δισεκατομμύρια, όταν πριν από δύο δεκαετίες τρεφόταν με κουπόνια σίτισης. Ο Acton, όμως, έχει παραμείνει δραστήριος, όντας η κινητήρια δύναμη πίσω από το Signal, μία εφαρμογή που προσπαθεί να εκπληρώσει την αρχική αποστολή του WhatsApp, για μία πραγματικά ασφαλής εφαρμογή μηνυμάτων και τίποτα παραπάνω.
Στα αγγλικά, λένε «hindsight is 20/20», που σημαίνει πως όταν κοιτάς το παρελθόν από απόσταση, η όραση σου φαντάζει τέλεια και τα πάντα φαίνονται προφανή. Όμως, τελικά, ο γάμος του Facebook και του WhatsApp ίσως να φαινόταν καταδικασμένος από την αρχή. Το Facebook βγάζει το 97% των εσόδων του από τις διαφημίσεις και τη συλλογή δεδομένων και τα υψηλόβαθμα στελέχη του ξεκάθαρα δεν πιστεύουν πως έχουν κάποιο καθήκον να προστατεύουν τα δεδομένα των χρηστών τους. Από την άλλη, το WhatsApp δημιουργήθηκε από δύο άνδρες που παράτησαν την δουλειά τους στην Yahoo γιατί είχαν σιχαθεί τις διαφημίσεις. Ο Mark Zuckerberg υπέπεσε σε κατακριτέες πράξεις, ώστε να μεγιστοποιήσει τα κέρδη του, ενώ ο Jan Koum και ο Brian Acton σκόπιμα αρνήθηκαν τις εξωτερικές επενδύσεις. Ήταν μία σύγκρουση δύο κόσμων, της οποία, όμως, το αποτέλεσμα μπορεί να μην είναι και τόσο κακό. Σήμερα, ο Koum και ο Acton έχουν την οικονομική ελευθερία να κάνουν οτιδήποτε θέλουν, ενώ το Facebook έχει τα δεδομένα των δύο δισεκατομμυρίων χρηστών του WhatsApp.
Διαβάστε περισσότερα
Η Trastor πλειοδότης 7όροφου κτιρίου γραφείων της Τράπεζας Πειραιώς αξίας 17,1 εκατ. ευρώ
Κόκκινος συναγερμός στην Tesla: Εξερράγη Model 3 παρκαρισμένο σε γκαράζ