© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Ηταν πριν από δώδεκα χρόνια όταν ο Ισκαντάρ Σάφα έκανε την εμφάνισή του στην Ελλάδα. Το όχημα ήταν η Abu Dhabi Mar, καθώς η εταιρεία που είχε ιδρύσει τη δεκαετία του ’90 μαζί με τον μικρότερο αδελφό του, Ακράμ, η Privinvest, συμμετείχε με 30% στο επενδυτικό σχήμα της βασιλικής οικογένειας του Aμπού Nτάμπι. Η συγκεκριμένη σχέση αποδείχθηκε πολύτιμη σε αρκετές περιστάσεις, αποτελώντας το κλειδί για να ανοίξει τον βηματισμό του και στη χώρα μας. Και αυτό γιατί εμφανίστηκε ουσιαστικά σαν από μηχανής θεός σε μια συγκυρία έντονων προβλημάτων και αδιεξόδων για την εγχώρια ναυπηγική βιομηχανία, κυρίως για τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά.
Παράλληλα, κατά την πρώτη αυτή φάση της εδώ παρουσίας του, με το ίδιο «κλειδί» άνοιξε και την πόρτα της MIG, όπου -επί εποχής ακόμη του αείμνηστου Ανδρέα Βγενόπουλου- ανέλαβε αντιπρόεδρος τον Δεκέμβριο του 2011.
Οσο αθόρυβη, όμως, ήταν η θητεία του στη MIG, που ολοκληρώθηκε μετά από πέντε χρόνια, τόσο… θορυβώδης αποδείχθηκε η δράση του από τότε που ανέλαβε να «διασώσει» τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά. Τα οποία όχι μόνο δεν διέσωσε, αλλά από το 2016 έχουν αποτελέσει τη βάση προκειμένου να διεκδικήσει από το Δημόσιο εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ.
Ακόμη και τώρα που διαφαίνεται στον ορίζοντα η μόνη ρεαλιστική προοπτική ανάταξης των μεγαλύτερων ναυπηγείων της χώρας αλλά και της Νοτιοανατολικής Μεσογείου μέσω της απόκτησής τους από τον όμιλο του ισχυρού εφοπλιστή Γιώργου Προκοπίου, ο μυστηριώδης κ. Σάφα τα… θέλει πίσω, μαζί με υπέρογκες αποζημιώσεις. Το αν αυτό θα εξελιχθεί σε μια εν δυνάμει τορπίλη για το βιώσιμο μέλλον των Ελληνικών Ναυπηγείων (ΕΝΑΕ) μένει να φανεί το επόμενο διάστημα. Το σίγουρο όμως είναι ότι η είσοδός του στο παιχνίδι και οι ατυχείς χειρισμοί από ελληνικής πλευράς που ακολούθησαν επί των προηγούμενων κυβερνήσεων έφεραν μια δαμόκλειο σπάθη να επικρέμαται πάνω από τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά και την Ελλάδα να βρίσκεται αντιμέτωπη με εξαιρετικά δαπανηρά σενάρια.
Πώς μπήκε στο παιχνίδι των ΕΝΑΕ
«Προτιμώ τα μεγάλα projects. Μου αρέσουν τα μεγάλα πράγματα. Μου αρέσει η πρόκληση», έχει δηλώσει στο παρελθόν ο Γαλλολιβανέζος πολυπράγμων όσο και αμφιλεγόμενος businessman. Και η αλήθεια είναι ότι στη μακρά επιχειρηματική του διαδρομή το επιβεβαίωσε με το παραπάνω. Ανάμεσα στα μεγάλα projects που ταυτόχρονα συνιστούσαν και πρόκληση ήταν η είσοδός του στο σκηνικό των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά, σε μια εποχή που αυτά βρίσκονταν με την πλάτη στον τοίχο.
Εχοντας περάσει σε γερμανικά χέρια ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, πρώτα σε αυτά των HDW/Ferrostaal και στη συνέχεια της TyssenKrupp, φορτωμένα από το 2008 με το ευρωπαϊκό πρόστιμο ύψους 230 εκατ. ευρώ για παράνομες κρατικές ενισχύσεις και με το πρόγραμμα των νέων υποβρυχίων Τype 214 να βρίσκεται στον αέρα, η εμφάνιση των Privinvest και Abu Dhabi Mar, με μπροστάρη τον έμπειρο στον κλάδο κ. Σάφα, φάνηκε να δίνει μια διέξοδο. Εκείνος, άλλωστε, διέθετε την ψήφο εμπιστοσύνης του Βερολίνου καθώς, πάντα με την προμετωπίδα της Abu Dhabi Mar, κατάφερε να εξαγοράσει τη φημισμένη Blohm+Voss, κατασκευάστρια πλοίων επιφανείας του γερμανικού Nαυτικού, και στη συνέχεια το 25% της HDW. Τότε είδε τη μεγάλη ευκαιρία να μπει για τα καλά στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, βάζοντας στην ελληνική κυβέρνηση δύο όρους: να παραλάβει το υποβρύχιο 214 «Παπανικολής» μετά τη γνωστή εμπλοκή επειδή «έγερνε», ώστε να αποκατασταθεί το κύρος της HDW, και κυρίως να «κλειδώσει» για τα ENAE νέες παραγγελίες ύψους 1 δισ. ευρώ.
Το 1 ευρώ και η «προίκα»
Κάπως έτσι, στις 27 Οκτωβρίου του 2010 έπεσαν οι υπογραφές για την εξαγορά του 75,1% των μετοχών της ThyssenKrupp (με το υπόλοιπο 24,9% να διατηρεί η ίδια) έναντι του συμβολικού τιμήματος του 1 ευρώ και με πολλές υποσχέσεις για γερή «προίκα» εξοπλιστικών προγραμμάτων του Πολεμικού Ναυτικού. Λίγους μήνες αργότερα, άλλωστε, το Δημόσιο και η Ε.Ε. ήρθαν σε μια συμφωνία για το πρόστιμο -που στο μεταξύ είχε υπερδιπλασιαστεί-, μέρος της οποίας ήταν και η μη ανάληψη εμπορικών δραστηριοτήτων από τα ΕΝΑΕ για τα επόμενα 15 χρόνια. Η Eλλάδα αφενός παρέλαβε το υποβρύχιο «Παπανικολής», και πολύ καλά έκανε καθώς, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, αποτελεί το ισχυρότερο και αποτελεσματικότερο συμβατικό υποβρύχιο στον κόσμο. Αφετέρου, όμως, τα συμβόλαια που ανέμενε ο κ. Σάφα δεν ήταν όσα θα ήθελε, πέραν των δύο νέων υποβρυχίων τύπου 214.
Τότε αποφάσισε να ξεκινήσει τη «ναυμαχία» του κατά της χώρας μας, με την Privinvest, ως ιδιοκτήτρια των Ναυπηγείων, να προσφεύγει στη διεθνή διαιτησία διεκδικώντας αποζημιώσεις 1 δισ. ευρώ για αθέτηση των όρων της συμφωνίας με το ελληνικό κράτος. Tο Δημόσιο απάντησε με αντίστοιχη προσφυγή, ενώ επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ το υπουργείο Οικονομίας, βασισμένο στην απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (του 2008) σχετικά με τις παράνομες επιδοτήσεις του παρελθόντος στα ENAE, του ζήτησε 523 εκατ. ευρώ κατηγορώντας εκείνον για αθέτηση όρων.
Στον επόμενο γύρο, όταν η τότε κυβέρνηση δημοσιοποίησε τα σχέδιά της για τοποθέτηση ειδικού εκκαθαριστή, σπάσιμο των Ναυπηγείων σε στρατιωτικό και εμπορικό κομμάτι και διενέργεια διεθνούς διαγωνισμού, ο κ. Σάφα υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στο Διαιτητικό Δικαστήριο του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (International Chamber of Commerce – ICC).
Το ICC την έκανε δεκτή, απαγορεύοντας ρητά -και με απειλή προστίμων- στο Δημόσιο να προχωρήσει σε οποιαδήποτε νομική κίνηση στα ελληνικά δικαστήρια προτού εκδοθεί η απόφαση για την κύρια υπόθεση. Τελικά τοποθετήθηκε ειδικός εκκαθαριστής που προχώρησε σε εκποίηση δευτερευόντων περιουσιακών στοιχείων του Σκαραμαγκά, ενώ παράλληλα προωθήθηκαν νομοθετικές διατάξεις για την τακτοποίηση διάφορων πολεοδομικών θεμάτων και ζητημάτων χρήσεων γης και αιγιαλού που ήταν απαραίτητες για την προσέλκυση του όποιου επενδυτικού ενδιαφέροντος σε μελλοντικό διαγωνισμό. Αυτός ο πρώτος διαγωνισμός για το στρατιωτικό τμήμα των ΕΝΑΕ έγινε στα τέλη του 2020, κατατέθηκε μόνο μία προσφορά από τον όμιλο Πριόβολου, ύψους 15,1 εκατ. ευρώ, και κατέληξε άγονος.
Ο μονόδρομος για τη σωτηρία και το νέο χτύπημα
Ακολούθησε πρόσφατα η δεύτερη διαγωνιστική διαδικασία στην οποία επικράτησε ο όμιλος του κ. Προκοπίου, ο οποίος διαθέτει, εκτός από τα κεφάλαια, και το σχέδιο για να αναστήσει τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά με επενδύσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ. Πριν από λίγες ημέρες, όμως, όταν έδειξε να ξεπερνιέται η εμπλοκή λόγω της προσφυγής του Δήμου Χαϊδαρίου στο ΣτΕ, ήρθε ένα ακόμη χτύπημα από τον κ. Σάφα για να υπενθυμίσει ότι εξακολουθεί να είναι «παρών» στην υπόθεση και ότι ζητάει τα… πάντα.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με δημοσίευμα της γαλλικής εφημερίδας «La Tribune», ο κ. Σάφα υποστηρίζει ότι έστειλε επιστολή στην ελληνική κυβέρνηση απαιτώντας την επιστροφή των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά στο καθεστώς όπου βρίσκονταν πριν από την «απαλλοτρίωση», όπως λέει, το 2017, δηλαδή στα χέρια του. Παράλληλα, αξιώνει την πληρωμή του προγράμματος υποβρυχίων τύπου 214 για το Πολεμικό Ναυτικό, και ειδικότερα αποζημίωση ύψους 210 εκατ. ευρώ πλέον τόκων 6% που τρέχουν από το 2014, την επανενεργοποίηση της σύμβασης κατασκευής δύο υποβρυχίων τύπου 214 που προβλέπονται από τον νόμο του 2010 και τον εκσυγχρονισμό δύο υποβρυχίων τύπου 209, καθώς και των φρεγατών MEKO. Εκτός απ’ όλα αυτά, η εφημερίδα «προαναγγέλλει» και νέες αποζημιώσεις που θα επιβάλει το Διεθνές Κέντρο Επίλυσης Επενδυτικών Διαφορών (ICSID) της Παγκόσμιας Τράπεζας… Διόλου τυχαία, το δημοσίευμα αναφέρεται σε πιθανό εκτροχιασμό του χρονοδιαγράμματος και του κόστους των προγραμμάτων για τα νέα σκάφη του Πολεμικού Ναυτικού που διεκδικούνται από ξένους ισχυρούς ομίλους, εκτός του κύκλου συμφερόντων της Γερμανίας και του κ. Σάφα.
Σε εκκρεμότητα η υπόθεση στο ICSID
Βέβαια, παρά τις προσδοκίες του ίδιου, αλλά και τις προβλέψεις της γαλλικής εφημερίδας, η υπόθεση της αντιπαράθεσης του κ. Σάφα και του αδελφού του Ακράμ κατά της Ελλάδας (Iskandar Safa and Akram Safa Vs Hellenic Republic – ICSID Case No. ARB/16/20) στο ICSID βρίσκεται ακόμη σε εκκρεμότητα. Ωστόσο, η μέχρι τώρα πορεία της, πράγματι, προϊδεάζει για αρνητική κατάληξη.
Η αφετηρία ήταν τον Ιούλιο του 2016, όταν οι αδελφοί Σάφα προσέφυγαν κατά της Ελλάδας. Τον Απρίλιο του 2019 υπέβαλαν στο δικαστήριο νέα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία, παρά τις ενστάσεις των εκπροσώπων του Ελληνικού Δημοσίου, έγιναν δεκτά. Στις 24 Ιουλίου του 2020 το διεθνές διαιτητικό όργανο εξέδωσε μια απόφαση σχετικά με τη δικαιοδοσία του να εκδικάσει την υπόθεση και τον καταμερισμό των ευθυνών, βασισμένη εν πολλοίς σε εκείνη του ICC το 2017 που καταδίκαζε την Ελλάδα να καταβάλει στον κ. Σάφα 240 εκατ. ευρώ ως αποζημίωση. Υπενθυμίζεται ότι η προσπάθεια του Δημοσίου να ακυρώσει στο Εφετείο τη διαιτητική απόφαση έπεσε στο κενό, δυσκολεύοντας ακόμη περισσότερο την κατάσταση.
Εκτοτε στο ICSID διεξάγεται μια μάχη υπομνημάτων και αντίκρουσης των επιχειρημάτων μεταξύ των δύο πλευρών, ενώ με βάση την τελευταία επίσημη πληροφόρηση στις 9 Μαΐου οι αδελφοί Σάφα υπέβαλαν νέα αποδεικτικά στοιχεία, αιτούμενοι από το δικαστήριο να τα κάνει δεκτά. Στις 16 Μαΐου οι εκπρόσωποι του Ελληνικού Δημοσίου κατέθεσαν τις δικές τους παρατηρήσεις επί αυτών και την επομένη το δικαστήριο αποφάσισε για το αίτημα των εναγόντων, χωρίς να έχει γίνει γνωστό το περιεχόμενο της απόφασης.
Εν αναμονή της τελικής κρίσης του ICSID τους επόμενους μήνες, εκφράζεται αρμοδίως η πεποίθηση ότι ο όποιος «λογαριασμός» θα είναι οικονομικός και θα στρέφεται κατά του Δημοσίου χωρίς να επηρεάζει την πορεία των ΕΝΑΕ προς την επόμενη μέρα υπό τον κ. Προκοπίου. Ακόμη κι έτσι, το όλο θέμα δεν παύει να είναι ένα ακόμη μαύρο σύννεφο πάνω από το παρόν και το μέλλον των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά. Τα οποία, σημειωτέον, ο κ. Σάφα εξακολουθεί να περιλαμβάνει στις θυγατρικές του ομίλου Privinvest, προβάλλοντάς τα ως «τα μεγαλύτερα ναυπηγεία στην Ανατολική Μεσόγειο, με περισσότερα από 50 χρόνια εμπειρίας και παγκόσμια φήμη για τις παραδόσεις των πιο προηγμένων συμβατικών υποβρυχίων στον κόσμο».
Οι διασυνδέσεις με τα κέντρα εξουσίας
Ο Ισκαντάρ Σάφα ή Σάντυ, όπως τον αποκαλούν οι φίλοι του, γεννήθηκε το 1955 στο μικρό λιμάνι Τζουνίγιε, στα βόρεια της Βηρυτού, και από μικρή ηλικία ήταν εξοικειωμένος με τα σαλόνια της εξουσίας. Γιος του διευθυντή του γραφείου του τέως προέδρου Μπεσάρα ελ-Χούρι, πήρε το πτυχίο του πολιτικού μηχανικού από το Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Βηρυτού και το 1982 πήγε στη Γαλλία, για να σπουδάσει στη Σχολή Επιχειρήσεων Insead στο Φοντενεμπλό. Μετά άρχισε να ασχολείται με τα εξοπλιστικά προγράμματα. Πρώτος μεγάλος σταθμός στην καριέρα του ήταν η συνεργασία του με τον όμιλο Thomson, όπου ανέλαβε την προώθηση των εξαγωγών του στη Mέση Aνατολή.
Το 1986 έγινε πρόεδρος της Triacorp International και στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ίδρυσε την Privinvest με στόχο τη δημιουργία ενός μεγάλου ναυπηγικού ομίλου που θα χτίζει και θα επισκευάζει τόσο πολεμικά και εμπορικά σκάφη όσο και mega yachts.
Λίγο αργότερα εξαγόρασε τα ναυπηγεία CMN (Constructions Mécaniques de Normandie) στο Χερβούργο, για να ακολουθήσουν στη συνέχεια τα ιστορικά German Naval Yards Kiel, τα ναυπηγεία Lindenau, επίσης στο Κίελο, και φυσικά ο συνασπισμός με την Abu Dhabi Mar. Από τον Μάιο του 2020 τα German Naval Yards Kiel συνήψαν συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας με τον ναυπηγικό όμιλο Lürssen.
Ο κ. Σάφα δεν περιορίζεται μόνο στις θαλάσσιες δραστηριότητες, όπου διαπρέπει ιδιαίτερα στον τομέα κατασκευής mega yachts μέσω της θυγατρικής Nobiskrug, αλλά έχει επεκταθεί και στις χερσαίες. Ετσι, λοιπόν, είναι πρόεδρος του ομίλου FIMAS που ελέγχει το λατομείο μαρμάρου Marbres de France στη Νότια Γαλλία. Μετά την καταστροφική πυρκαγιά στην Παναγία των Παρισίων προσέφερε μάλιστα μεγάλες ποσότητες μαρμάρου για την ανοικοδόμησή της. Επίσης, διαθέτει πλούσια επενδυτική δραστηριότητα στο real estate, ενώ από το 2019 αποφάσισε να εμπλακεί και στον χώρο των media, αρχικά για ένα μικρό διάστημα μέσω της περιφερειακής εφημερίδας «Nice-Matin», της εβδομαδιαίας έκδοσης «Valeurs Actuelles», και στη συνέχεια αποκτώντας ποσοστό 39% στον ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό της Νίκαιας, Azur TV.
Οι κατηγορίες για σκάνδαλα
Ολα αυτά τα χρόνια ο κ. Σάφα έχει αναπτύξει στενές σχέσεις με πολιτικά πρόσωπα και έχει προσβάσεις σε ισχυρά κέντρα εξουσίας στη Γερμανία, στη Γαλλία και σε άλλες χώρες, με την Privinvest να κερδίζει πολλά και ακριβά συμβόλαια. Ο χώρος των στρατιωτικών εξοπλισμών βέβαια μόνο αγγελικά πλασμένος δεν είναι…
Ωστόσο, ο κ. Σάφα αποτελεί ένα αινιγματικό πρόσωπο, με αρκετά σημεία της πορείας του να καλύπτονται από αχλή μυστηρίου και με ορισμένες ιστορίες να θέτουν ερωτήματα για το πώς έχτισε την αυτοκρατορία του. Ιστορίες από την εποχή που ήταν διαχειριστής ευαίσθητων στρατιωτικών εγκαταστάσεων στη Σαουδική Αραβία ή αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν φέρεται να μεσολάβησε για την -έναντι λύτρων- απελευθέρωση μιας ομάδας Γάλλων διπλωματών και δημοσιογράφων που απήχθησαν στον Λίβανο και κρατούνταν όμηροι από την τρομοκρατική οργάνωση Xεζμπολάχ. Πολλά χρόνια αργότερα, το 2001, για αυτή την υπόθεση εκδόθηκε σε βάρος του ένταλμα στη Γαλλία και ξεκίνησε δικαστική διερεύνηση για τον ρόλο του, ωστόσο τίποτα μεμπτό δεν αποδείχθηκε.
Παράλληλα, δεν είναι λίγες οι φορές που φέρεται να μεσολάβησε για την πώληση γαλλικών αμυντικών συστημάτων σε αραβικές χώρες, με τις ηγεσίες των οποίων διατηρούσε πάντα ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίας. Κάτι, όμως, που δεν τον εμπόδισε να αναλάβει δουλειές και για λογαριασμό του Ισραήλ.
Το όνομά του ενεπλάκη στο παρελθόν και σε μια άλλη υπόθεση, όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’90 πολιτικοί παράγοντες της Γαλλίας επιχείρησαν να στείλουν οπλικά συστήματα αξίας 790 εκατ. δολαρίων στον τότε πρόεδρο της Ανγκόλα Ζοσέ Εντουάρντο ντος Σάντος, ο οποίος πολεμούσε τους αντάρτες. Ούτε όμως σε αυτή την περίπτωση τεκμηριώθηκε κάτι σε βάρος του.
Η περίπτωση της Μοζαμβίκης
Η πιο ηχηρή περίπτωση ωστόσο είναι αυτή της Μοζαμβίκης, όπου φέρεται να πρωταγωνίστησε σε ένα σκάνδαλο 2 δισ. δολαρίων. Συγκεκριμένα, την περίοδο 2013-14 η κυβέρνηση της Μοζαμβίκης υπέγραψε με την Privinvest συμφωνίες ύψους 2 δισ. δολαρίων για την κατασκευή ναυπηγείων και στόλου αλιευτικών σκαφών, καθώς και την ανάπτυξη ενός συστήματος προστασίας των ακτών. Κατά τις κατηγορίες, κανένα από αυτά δεν λειτούργησε, όπως προέβλεπε η συμφωνία.
Για να προχωρήσει αυτό το μεγάλο project δόθηκαν δάνεια περί τα 2 δισ. δολάρια από την Credit Suisse και τη ρωσική τράπεζα VTB Capital, τα οποία η επόμενη κυβέρνηση της χώρας αρνήθηκε να ξεπληρώσει, υποστηρίζοντας ότι η Privinvest είχε δώσει μεγάλες μίζες σε πολιτικά πρόσωπα.
Αυτό το «κρυφό χρέος», όπως ονομάστηκε, έπληξε σοβαρά τη φήμη της Μοζαμβίκης στις χρηματοπιστωτικές αγορές αναγκάζοντας το ΔΝΤ να αποσύρει τη χρηματοδότηση, κάτι που αναπόφευκτα οδήγησε στην κατάρρευση του νομίσματος της χώρας.
Η Μοζαμβίκη μήνυσε την Privinvest, τον ίδιο τον κ. Σάφα, αλλά και την Credit Suisse στο Ανώτατο Δικαστήριο του Λονδίνου, ενώ η πλευρά Σάφα προσέφυγε στη γνωστή μέθοδο των διαιτησιών κινώντας ξεχωριστές διαδικασίες διαιτησίας εναντίον τριών κρατικών εταιρειών της αφρικανικής χώρας και διεκδικώντας αποζημίωση για παραβίαση της σύμβασης. Από πέρυσι και μέχρι τώρα η υπόθεση εξελίσσεται στις δικαστικές αίθουσες, όπου έχουν εκδοθεί αντιφατικές αποφάσεις. Το μεν Ανώτατο Δικαστήριο της Βρετανίας απέρριψε τα επιχειρήματα της Privinvest, ωστόσο λίγο αργότερα άλλο δικαστήριο επικύρωσε την έφεσή της κατά της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Αυτό έδωσε την ευκαιρία στην εταιρεία του κ. Σάφα να δηλώσει δικαιωμένη, να απορρίψει ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς της Μοζαμβίκης, αλλά και να υποστηρίξει ότι οποιεσδήποτε πληρωμές πραγματοποίησε ήταν νόμιμες βάσει του νόμου της χώρας.
Σίγουρα η υπόθεση έχει συνέχεια, καθώς ο φάκελος έχει ανοίξει και στα ελβετικά δικαστήρια. Το μόνο βέβαιο, όμως, είναι ότι έως τώρα ο Γαλλολιβανέζος επιχειρηματίας παραμένει «ανέγγιχτος» παρά τις όσες ριψοκίνδυνες διαδρομές του.
Διαβάστε ακόμη:
ΕΝΦΙΑ: Η πληρωμή, οι ρυθμίσεις και ο «αέρας» της ΑΑΔΕ με τους συμψηφισμούς
Το ντιλ του 1 δισ. και τα 5 επιχειρηματικά ραντεβού των Αράβων στην Αθήνα
Νταβός: Κόμβος τεχνολογίας η Ελλάδα – Οι συζητήσεις με Google και Meta (Facebook)