Η πρόσφατη απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί ορόσημο για την Ιρλανδία, καθώς η χώρα πρόκειται να λάβει 13 δισεκατομμύρια ευρώ για απλήρωτους φόρους από την Apple, ένα ποσό που το Δουβλίνο προσπαθούσε επί σειρά ετών να αποφύγει.
Αν και αποτελεί μια θετική εξέλιξη για τα οικονομικά της χώρας, η Ιρλανδία βρίσκεται τώρα σε μια δύσκολη πολιτική θέση. Η κυβέρνηση καλείται να αποφασίσει, πώς θα διαχειριστεί αυτόν τον «απρόσμενο» οικονομικό πόρο, τη στιγμή που πλησιάζουν οι εθνικές εκλογές, οι οποίες πρέπει να διεξαχθούν το αργότερο μέχρι τον Μάρτιο του επόμενου έτους.
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έλαβε την τελική απόφαση, κρίνοντας, ότι η Apple οφείλει να καταβάλει στην Ιρλανδία δισεκατομμύρια ευρώ σε φόρους που δεν είχαν πληρωθεί. Αυτή η απόφαση χαιρετίστηκε από υπερασπιστές της φορολογικής δικαιοσύνης, καθώς και από την απερχόμενη Επίτροπο Ανταγωνισμού της ΕΕ, Μαργκρέτε Βεστάγκερ, η οποία χαρακτήρισε την απόφαση ως «μεγάλη νίκη» για τους Ευρωπαίους πολίτες.
Από την πλευρά της, η Apple δήλωσε ότι είναι απογοητευμένη με την απόφαση, ενώ η ιρλανδική κυβέρνηση υποστήριξε πως πρόκειται για «ένα θέμα που πλέον έχει μόνο ιστορική σημασία». Η ιρλανδική κυβέρνηση τόνισε, ότι η θέση της πάντα ήταν, πως δεν παρέχει προνομιακή φορολογική μεταχείριση σε καμία εταιρεία ή φορολογούμενο. Αντιθέτως, θα προχωρήσει τώρα στη διαδικασία μεταφοράς των χρημάτων από τον λογαριασμό δεσμευμένων κεφαλαίων στην Ιρλανδία.
Υπενθυμίζεται πως η συγκεκριμένη υπόθεση χρονολογείται από το 2016, όταν οι αρμόδιες αρχές ανταγωνισμού των Βρυξελλών έκριναν πως η κατασκευάστρια των iPhone, η οποία έχει επιλέξει από το 1980 για ευρωπαϊκή της έδρα την Ιρλανδία, επωφελήθηκε παράτυπα από τις φοροαπαλλαγές που της πρόσφερε η χώρα. Έτσι, η ευρωπαϊκή αρχή υπό την Μαργκρέτε Βεστάγκερ διέταξε την Ιρλανδία να απαιτήσει από τον τεχνολογικό κολοσσό την καταβολή 13 δισ. ευρώ συμπεριλαμβανομένων των τόκων στο πλαίσιο της μεγαλύτερης φορολογικής ετυμηγορίας που είχε καταγραφεί ποτέ στην ΕΕ.
Apple και Δουβλίνο (που δεν ήθελε επίσης να διαταραχθεί το ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς που παρείχε στις ξένες πολυεθνικές) κατέφυγαν στα δικαστήρια κατά της απόφασης των Βρυξελλών και πέτυχαν το 2020 την ακύρωση της εντολής. Η τότε δικαστική ετυμηγορία από γενικό δικαστήριο βασίστηκε στην άποψη πως οι ευρωπαϊκές αρχές ανταγωνισμού απέτυχαν να αποδείξουν πως η Apple διασφάλισε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα χάρη στις επίμαχες φοροαπαλλαγές. Η Κομισιόν, ωστόσο, δεν δέχτηκε την απόφαση και στράφηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο της ΕΕ (ECJ) διεκδικώντας την αποκατάσταση της αρχικής εντολής.
Σύμφωνα με τα όσα μεταδίδει το CNCB, o καθηγητής πολιτικής οικονομίας στο pανεπιστήμιο του Δουβλίνου, Έινταν Ρέγκαν, επεσήμανε ότι η κυβέρνηση της Ιρλανδίας είχε διαβεβαιώσει, τόσο τον λαό της, όσο και τη διεθνή κοινότητα ότι δεν επιθυμεί αυτό το ποσό των 13 δισεκατομμυρίων ευρώ. Όμως, σε ένα πολιτικό τοπίο που χαρακτηρίζεται από εγχώριες πιέσεις, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που η χώρα αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα υποδομών και στεγαστικής κρίσης, οι αρχές θα πρέπει να σκεφτούν πώς θα διαχειριστούν αυτά τα χρήματα πριν τις εκλογές.
Η Ιρλανδία, ως έδρα της Apple στην ΕΕ, έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά φορολογίας εταιρειών στην Ευρώπη. Η χώρα είχε αντιταχθεί στην απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 2016, υποστηρίζοντας ότι η αναγκαστική καταβολή των φόρων από την Apple θα έβλαπτε την ικανότητά της να προσελκύσει ξένες επενδύσεις. Ωστόσο, η απόφαση του δικαστηρίου επιβεβαίωσε ότι η Ιρλανδία είχε παράσχει «παράνομη κρατική ενίσχυση» στην Apple, την οποία οφείλει να ανακτήσει. Η απόφαση αυτή ήρθε σε μια περίοδο που η Ιρλανδία ήδη καταγράφει πλεόνασμα στον προϋπολογισμό της, σε μεγάλο βαθμό χάρη στην ισχυρή είσπραξη φόρων από εταιρείες.
Ο Ρόμπερτ Ντέβερ, εταίρος φορολογικού δικαίου στη διεθνή δικηγορική εταιρεία Pinsent Masons, δήλωσε ότι αυτή η εξέλιξη ενισχύει τη θέση της Ιρλανδίας, αλλά ταυτόχρονα υπονομεύει τη μακροχρόνια στάση της κυβέρνησης ότι δεν παρέχει προνομιακή φορολογική μεταχείριση. Η διαδικασία μεταφοράς των κεφαλαίων από τον λογαριασμό δεσμευμένων κεφαλαίων στην Ιρλανδία αναμένεται να διαρκέσει αρκετούς μήνες.
Τέλος, φορείς όπως το Δίκτυο Φορολογικής Δικαιοσύνης και η Oxfam υποστήριξαν ότι η απόφαση αναδεικνύει την ανάγκη για παγκόσμια φορολογική μεταρρύθμιση. Πιο συγκεκριμένα, ο Αλεξ Κόμπαμ, διευθύνων σύμβουλος του δικτύου ορολογικής Δικαιοσύνης, δήλωσε πως η απόφαση αυτή καταδεικνύει την αποτυχία των διεθνών φορολογικών κανόνων να προστατεύσουν το δικαίωμα των χωρών να φορολογούν τη δραστηριότητα που λαμβάνει χώρα στην επικράτειά τους και αντίστοιχα, η Σιάρα Πουτατούρο από την Oxfam κάλεσε την ΕΕ να κλείσει όλα τα κενά που επιτρέπουν στις πολυεθνικές να αποφεύγουν τη φορολογία.
Διαβάστε ακόμη
Τώρα Golden Visa και με επενδύσεις σε startups
Unilever Hellas: Τιμολόγηση μέσω Ολλανδίας, μέρισμα 10 εκατ. στη μητρική και εργαζόμενοι …στην έξοδο
Κλιματική αλλαγή: Η αύξηση στη χρήση κλιματιστικού θα «εκτοξεύσει» τις κοινωνικές ανισότητες
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα