«Η καλή παρέα και η ελαφριά κουβέντα! Αυτό είναι το μυστικό για το καλό ούζο. Ο συγχωρεμένος παππούς μας έλεγε ότι “ο καλύτερος μεζές για το ούζο είναι η σαχλαμάρα” – και είχε δίκιο. Δεν είναι ένα απλό ποτό να το πιεις. Είναι πολλά περισσότερα».
Ο κ. Γιάννης Βαρβαγιάννης είναι ένα από τα μέλη της έκτης γενιάς πλέον της οικογένειας Βαρβαγιάννη που από το 1860 στο Πλωμάρι της Λέσβου παράγουν το ποτό που έμελλε να γίνει συνώνυμο με τον τόπο, το ούζο. Μάλιστα, με 164 χρόνια στην πλάτη της, η ποτοποιία Βαρβαγιάννη δεν είναι μόνο η παλαιότερη εν λειτουργία ποτοποιία στο νησί, αλλά και μία από τις δυο-τρεις αρχαιότερες σε όλη την Ελλάδα. Από μόνο του κατόρθωμα, εάν σκεφτεί κανείς ότι όχι μόνο επιβίωσε από τις τεράστιες αλλαγές που υπήρξαν στην ευρύτερη περιοχή τους δύο προηγούμενους αιώνες, αλλά διατήρησε και την οικογένεια ενωμένη φθάνοντας πλέον σήμερα στην έκτη γενιά…
Μία έκτη γενιά ορεξάτη και εξωστρεφή που επενδύει στο μέλλον κάνοντας το άλμα ώστε το ούζο Βαρβαγιάννη που κάποτε απολάμβαναν ο Οθωμανός Σουλτάνος (σημ.: η Λέσβος απελευθερώθηκε το 1912) και ο Γέρος της Δημοκρατίας Γεώργιος Παπανδρέου, ιδιόχειρα σημειώματα παραγγελιών του οποίου από την εποχή που είχε διατελέσει νομάρχης Λέσβου φυλάσσονται στο μουσείο της ποτοποιίας στο Πλωμάρι, να συνεχίσει την πορεία του. Ηδη επιχειρούν να συστήσουν ξανά τα προϊόντα τους στο κοινό τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων, επενδύοντας παράλληλα σε ένα δεύτερο εργοστάσιο στο νησί που θα τους βοηθήσει στα σχέδια επέκτασής τους.
Πρώτα απ’ όλα, όμως, οι συστάσεις για τους μη λάτρεις και γνώστες της ιστορίας του ούζου στη χώρα… «Οι πρώτες επίσημες εγγραφές που έχουμε για την επιχείρηση είναι από το 1860, αν και εκτιμούμε ότι είχε ξεκινήσει ακόμα πιο νωρίς», λέει στο «business stories» ο κ. Γιάννης Βαρβαγιάννης, ο οποίος με τον συνονόματό του εξάδελφο (του Εμμανουήλ) και τη θεία τους Βάγια έχουν σήμερα τη διαχείριση της οικογενειακής επιχείρησης. «Οι πρώτες σφραγίδες τότε ήταν στα αραβικά, στο οθωμανικό αλφάβητο», συμπληρώνει, και συνεχίζει: «Οι πρόγονοί μας ήταν από τις Κυκλάδες, δεν ξέρουμε ακριβώς από πού· ή από την Ανδρο ή από τη Νάξο. Εφυγαν από εκεί και πήγαν στην Οδησσό, όπου έμαθαν τις αποστάξεις. Αργότερα και χωρίς να ξέρουμε τον ακριβή λόγο πήγαν στο Πλωμάρι», εξιστορεί ο κ. Βαρβαγιάννης. Η αρχή έγινε από τον Ευστάθιο Βαρβαγιάννη, τον ιδρυτή της οικογενειακής επιχείρησης. Ηδη μεσόκοπος όταν έφυγε με την οικογένειά του από την Οδησσό, ήταν αυτός που μαζί με τον γιο του Ιωάννη έβαλαν τα θεμέλια ώστε τελικά να στεριώσει η οικογένεια στη Λέσβο. Μαζί του έφερε και την τέχνη της απόσταξης, αλλά και τον πρώτο αποστακτήρα, αγορασμένο στην Κωνσταντινούπολη, ως θεμέλιο λίθο της νέας του επιχείρησης. Ακολούθησαν αρκετοί πειραματισμοί με τα αποστάγματα. «Είχαν μάθει την τέχνη της βότκας στην Οδησσό, δεν ήξεραν από τα στέμφυλα. Η τέχνη της βότκας και του τζιν μοιάζει με αυτή του ούζου. Παίρνουμε έτοιμο οινόπνευμα γεωργικής προέλευσης, τα ξαναποστάζουμε και το αρωματίζουμε με τα βότανα, το γλυκάνισο. Το αποτέλεσμα είναι το μοντέρνο ούζο. Οι πρόγονοί μας είδαν το γλυκάνισο στην περιοχή της Βορείου στο νησί και πειραματίστηκαν με αυτό τον τρόπο, φθάνοντας σε μία συνταγή αναλλοίωτη στο χρόνο», λέει ο κ. Βαρβαγιάννης.
Το 1873 ο Ευστάθιος Βαρβαγιάννης πεθαίνει και τα ηνία της μικρής ακόμα επιχείρησης αναλαμβάνει ο γιος του Ιωάννης σε ηλικία 46 ετών. Εκείνος απέκτησε πέντε παιδιά: την Αδαμαντία, τη Σουλτάνα, τον Ευστάθιο, την Αικατερίνη και τον Νικόλαο.
Ο Ιωάννης Βαρβαγιάννης βοήθησε την επιχείρηση να αναπτυχθεί σε μια περίοδο αρκετά ευνοϊκή για την οικονομία του Πλωμαρίου. Εκμεταλλεύτηκε την πολύ ζωηρή εμπορική δραστηριότητα του λιμανιού του χωριού και κατάφερε να διανείμει το ούζο της οικογένειας πέρα από τα σύνορα της Λέσβου για πρώτη φορά. Επέκτεινε το πρώτο αποστακτήριο της οικογένειας, το οποίο εξόπλισε με έναν επιπλέον χάλκινο άμβυκα που σώζεται μέχρι σήμερα. Πέθανε το 1906, σε ηλικία 79 ετών.
Οι τρεις κόρες του Ιωάννη είχαν προικιστεί σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής και ο μικρότερος γιος Νικόλαος είχε μεταναστεύσει στην Αμερική. Ετσι, την επιχείρηση αναλαμβάνει ο πρώτος του γιος, ο Ευστάθιος Βαρβαγιάννης, σε ηλικία 27 ετών.
Στον διορατικό Ευστάθιο Βαρβαγιάννη οφείλει η εταιρεία τις πρώτες της εξαγωγές -σε βαρέλια τότε- σε Βηρυτό και Αλεξάνδρεια, ενώ για πρώτη φορά εμφιαλώνεται το κλασικό πλέον Ούζο Βαρβαγιάννη, με την ίδια συνταγή και τη χαρακτηριστική μπλε ετικέτα από τότε μέχρι σήμερα.
Ο Ευστάθιος οδήγησε την ποτοποιία στη νέα εποχή όντας δραστήριος μέχρι τα 67 του χρόνια, αν και στη δύση της καριέρας και της ζωής του ήρθε αντιμέτωπος με τον Πόλεμο και τις δυσκολίες του. Εκείνα τα χρόνια η ποτοποιία υπολειτουργούσε.
Με την Απελευθέρωση, το 1946, ανέλαβε ο μοναχογιός του Ευστάθιου, Ιωάννης Βαρβαγιάννης, ο οποίος ξαναζωντάνεψε την επιχείρηση. Παραγωγικά, εγκατέστησε νέο μηχανολογικό εξοπλισμό, ημιαυτόματο σύστημα εμφιάλωσης και δημιούργησε δύο νέα αποστάγματα, το «Ούζο Εύζων» και το «Ούζο Αφροδίτη».
Αλλά και εμπορικά είχε πολλές επιτυχίες με την επανεκκίνηση των εξαγωγών και την αποστολή των προϊόντων σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Αυστραλία, η Νότιος Αφρική και αργότερα στην Ευρώπη.
Αργότερα, και πλαισιωμένος από τα παιδιά του Ιωάννη, Μανώλη και Βάγια, θα φτιάξουν στις αρχές του ’80 το σημερινό εργοστάσιο. «Σε αυτό έγινε η πρώτη κάθετη μονάδα παραγωγής με σύγχρονα μηχανήματα, με σύγχρονους αποστακτήρες και σύγχρονη εμφιάλωση. Είναι η περίοδος όπου πλέον γίνεται το πρώτο μεγάλο άνοιγμα της επιχείρησης, τόσο παραγωγικά όσο και εμπορικά», λέει ο κ. Βαρβαγιάννης.
Η αλλαγή
Ο Ιωάννης Βαρβαγιάννης έμεινε στο τιμόνι της επιχείρησης για 41 ολόκληρα χρόνια, μέχρι τον θάνατό του το 1987. Για 127 χρόνια και τέσσερις γενιές η Ποτοποιία Βαρβαγιάννη διοικήθηκε από ένα πρόσωπο κάθε φορά. Αυτό θα αλλάξει το 1987 για πρώτη φορά στην ιστορία της καθώς απέκτησε συνιδιοκτήτες τα τρία παιδιά του Ιωάννη: Στάθη, Μανώλη και Βάγια. Οι τρεις τους πέτυχαν πολλά. Αύξησαν τις δυνατότητες παραγωγής, δημιούργησαν το «Ούζο Βαρβαγιάννη Πράσινο» το 1997 και πέτυχαν διείσδυση σε νέες εξαγωγικές αγορές. Αλλά το πιο σημαντικό τους επίτευγμα ήταν η δημιουργία κουλτούρας σύνθεσης και συνύπαρξης η οποία αξιοποιεί τα ταλέντα και τις δημιουργικές ανησυχίες όλων των μελών της οικογένειας.
Και κάπως έτσι φτάνουμε σήμερα, όπου επτά μέλη της 6ης γενιάς, ο Γιάννης, ο Αντρέας, η Φωτεινή, η Μαρία, ο Γιάννης, η Ειρήνη και ο Γιάννης, αποτελούν τους συνεχιστές μιας από τις πιο παλιές οικογενειακές επιχειρήσεις στη χώρα.
«Ενα μεγάλο βήμα που κάναμε και σηματοδοτεί τη νέα εποχή ήταν το rebranding. Το ξεκινήσαμε πέρυσι και ήδη φέτος βλέπουμε τα θετικά αποτελέσματα στις πωλήσεις. Θέλαμε η εικόνα της εταιρείας να είναι πιο φιλική στα μάτια του καταναλωτή, οπότε αυτό το συνδέσαμε με τη νέα εικόνα της, των παραδοσιακών προϊόντων της, αλλά και την προώθηση της κληρονομιάς μας μέσα από τη νέα ψηφιακή μας πλατφόρμα», εξηγεί ο Γιάννης Βαρβαγιάννης. «Από εκεί και έπειτα στόχος μας είναι να μεγαλώσει η εταιρεία, προφανώς εντός συνόρων, αλλά και εκτός, καθώς στοχεύουμε πλέον αρκετά και στις διεθνείς αγορές όπου ήδη έχουμε παρουσία σε 25 χώρες, αλλά θέλουμε να κάνουμε πιο συστηματικά βήματα μέσα από συμμετοχές σε διεθνείς εκθέσεις και να επεκτείνουμε τη δραστηριότητά μας. Γι’ αυτό εξάλλου και επενδύουμε τώρα σε ένα δεύτερο εργοστάσιο, καθώς και σε εκτάσεις γλυκάνισου στη Λέσβο, προκειμένου να επεκτείνουμε τις δυνατότητές μας», προσθέτει.
Η νέα επένδυση, όπως εξηγεί, έχει προϋπολογισμό 1,5 εκατ. ευρώ και έχει ενταχθεί ήδη σε καθεστώς του αναπτυξιακού νόμου και αναμένεται να αποτελέσει ορόσημο για το μέλλον της ποτοποιίας που το 2023 τζίραρε 5 εκατ. ευρώ και φέτος αναπτύσσεται με ρυθμό 15%. Ο ίδιος πάντως ξεκαθαρίζει ότι δεν πρόκειται η εταιρεία να επεκταθεί σε άλλα αλκοολούχα ποτά ή να αλλάξει τις τέσσερις συνταγές που σήμερα αφορούν τα τέσσερα γνωστά προϊόντα της: το «μπλε» Ούζο Βαρβαγιάννη (από την ετικέτα), που είναι κατά βάση το παραδοσιακό προϊόν που παράγεται αδιάλειπτα από το 1860, το «κόκκινο» ούζο (η Αφροδίτη) και το «μαύρο» (Εύζωνας) που δημιουργήθηκαν τη δεκαετία του ’60, και τέλος το «πράσινο» ούζο που δημιουργήθηκε περίπου στα μέσα του ’90 ως μία πρόταση με χαμηλότερο βαθμό αλκοόλ. «Η τροποποίηση της συνταγής είναι κάτι αδιαπραγμάτευτο. Φτάσαμε εδώ που φτάσαμε έπειτα από 164 χρόνια γιατί είχαμε ως γνώμονα πάντα τη συνταγή μας, χωρίς οποιαδήποτε έκπτωση στην ποιότητα. Δεν αλλάξαμε τον τρόπο που φτιάχνουμε ούζο με βάση οικονομικούς όρους. Οπότε η ποιότητα και η συνέπεια ήταν αυτά που μας κράτησαν ως εταιρεία ακόμα και στις πιο δύσκολες εποχές για τη χώρα, για την ελληνική οικονομία. Αυτός εξάλλου είναι και ένας βασικός λόγος να επενδύσουμε στη δεύτερη μονάδα, να μπορέσουμε να αντεπεξέλθουμε στις νέες ανάγκες χωρίς να διαταράξουμε τη συνταγή και τη μέθοδο παραγωγής που μας έχει φέρει ως εδώ», υπογραμμίζει ο κ. Βαρβαγιάννης.
Πάντως ο ίδιος αναγνωρίζει ότι το εξωτερικό ίσως είναι ένα πεδίο πιο εύκολο – κυρίως λόγω των μεγάλων περιθωρίων που υπάρχουν. Ηδη το Ούζο Βαρβαγιάννη έχει σημαντική πελατεία στα τουρκικά παράλια. «Νομίζω ότι τους θυμίζει το δικό τους παλιό ρακί, ίσως επειδή κρατήσαμε τον παραδοσιακό τρόπο που φτιάχνουμε το ούζο», λέει ο κ. Βαρβαγιάννης. «Εχουμε πελάτες όμως και σε άλλες 24 χώρες, που θέλουμε να τους αυξήσουμε», προσθέτει.
Στην ελληνική αγορά, όπως εξηγεί, η πρόκληση είναι να ξεφύγει το ούζο ως προϊόν από το στενό πλαίσιο του καλοκαιριού. «Ναι, είναι ένα ποτό που το παίρνεις π.χ. στην παραλία με τα θαλασσινά κ.λπ., αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Ο μεγάλος στόχος είναι να το αναβαθμίσουμε στα μάτια του καταναλωτή και να ξεφύγει από την εποχικότητα. Να συνδυαστεί με διάφορα φαγητά και στιγμές», σημειώνει. Απορρίπτει δε τον χαρακτηρισμό «τουριστικό προϊόν». «Το Ούζο Βαρβαγιάννη σίγουρα δεν είναι τέτοιο. Το να έρθουν περισσότεροι ξένοι τουρίστες στη χώρα δεν θα κάνει τη διαφορά για εμάς, υπάρχουν πιο εμπορικές ετικέτες. Εμείς επενδύουμε περισσότερο στον Ελληνα τουρίστα και σε κάποιους άλλους από χώρες που έχουν κάποια κουλτούρα στο ούζο, όπως π.χ. το Ισραήλ ή η Γερμανία. Και έπειτα η μεγαλύτερη κατανάλωση που έχουμε γίνεται στα μεγάλα αστικά κέντρα: Αθήνα και Θεσσαλονίκη».
Το στοίχημα της ελληνικής αγοράς πάντως έχει αρκετές δυσκολίες, αφού έχουν επικρατήσει σοβαρές στρεβλώσεις, όπως λέει ο κ. Βαρβαγιάννης. «Δυστυχώς υπάρχει έντονος ανταγωνισμός που σε μεγάλο βαθμό είναι αθέμιτος. Σκεφτείτε ότι κάθε χρόνο διακινούνται στη χώρα περίπου 25 εκατομμύρια λίτρα χύμα τσίπουρο με τρόπο λαθραίο, την ώρα που κάθε νόμιμη επιχείρηση έχει να αντιμετωπίσει έναν τεράστιο Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης και ένα αυστηρό σύστημα. Τα μισά χρήματα από την πώληση ενός μπουκαλιού ούζου σήμερα θα πρέπει να αποδοθούν στο κράτος ως τα τέλη Αυγούστου. Εμείς βέβαια θα πληρωθούμε από τον πελάτη μας σε κάνα εξάμηνο. Οπότε ακόμα κι αυτό θέτει εμπόδια στην ανάπτυξή σου. Για να διευρύνεις τη δραστηριότητά σου πρέπει να έχεις και τα απαραίτητα κεφάλαια. Γι’ αυτό λοιπόν κι εμείς θα επιχειρήσουμε βήμα-βήμα να επεκταθούμε», τονίζει.
Κλείνοντας, δεν μπορεί να λείπει μία αναφορά στο μουσείο που έχει φτιάξει η οικογένεια στο Πλωμάρι και το οποίο είναι επισκέψιμο. «Είναι το πρώτο μουσείο ούζου που έγινε στην Ελλάδα, το 1996. Εκτίθενται κειμήλια και διάφορα αντικείμενα της οικογένειας από το 1858 έως το 1980, τα οποία είναι μέρος της ιστορίας της επιχείρησης. Από το γραφείο του παππού, μηχανήματα, τους παλιούς άμβυκες που ήταν με τη φωτιά. Και όλο αυτό το στήσαμε σε ένα μέρος του κτιρίου που λειτουργεί το εργοστάσιο. Και η αλήθεια είναι ότι δεχόμαστε πολλούς επισκέπτες, αφού η εταιρεία είναι συνδεμένη με το ούζο Πλωμαρίου και τον ίδιο τον τόπο», καταλήγει ο κ. Βαρβαγιάννης.
Διαβάστε ακόμη
Πλειστηριασμοί: «Θρίλερ» με τον εμβληματικό «Μύλο» της Θεσσαλονίκης (pics)
Έρχεται το νέο TAXIS με ψηφιακό προφίλ και ανάλυση «συμπεριφοράς» φορολογούμενων
Ηλεκτρονικά τιμολόγια: Τι αλλάζει από το 2025
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ