Να διπλασιάσει το επιχειρηματικό αποτύπωμα της Pepsico Hellas στην ελληνική αγορά έχει θέσει ως στόχο η διοικητική ομάδα της ελληνικής θυγατρικής υπό την διευθύνουσα σύμβουλο κα Ίνγκα Ντέγκελ. Ο φιλόδοξος στόχος, όπως είπε η ίδια κατά τη διάρκεια εκδήλωσης χθες, μπορεί να επιτευχθεί με «κλειδί» κυρίως το HORECA, όπου σήμερα η Pepsi και τα υπόλοιπα brands της εταιρείας έχουν ελάχιστο χώρο.
«Αν βγείτε έξω και πάτε σε εστιατόρια, δεν ξέρω πόσες φορές θα βρείτε την Pepsi στο μενού. Πιθανότατα δεν σας ενδιαφέρει όσο εμένα, αλλά το να βρείτε την Pepsi στο εστιατόριο είναι ένα κυνήγι θησαυρού», σημείωσε μεταξύ άλλων, επισημαίνοντας αρκετές φορές στην τοποθέτηση της την κυριαρχία της Coca Cola στο συγκεκριμένο κανάλι. «Υπάρχει μια μεγάλη ευκαιρία για εμάς να αναπτυχθούμε εκτός του περιβάλλοντος των σούπερ μάρκετ, όπου προφανώς έχουμε χώρο. Και για να το κάνουμε αυτό χρειαζόμαστε ένα συνολικό χαρτοφυλάκιο προϊόντων», πρόσθεσε τονίζοντας παράλληλα πως η εταιρεία έχει μπει σε μια νέα διαδικασία αναδιάρθρωσης προκειμένου να προετοιμαστεί για την «επόμενη μέρα», όπως είπε.
Ένα βήμα στην κατεύθυνση αυτής της «εξέλιξης», όπως χαρακτήρισε η κα Ντένγκελ αυτή τη διαδικασία, αποτελεί και η απόφαση να επιστρέψει η παραγωγή των αναψυκτικών – πλην του Lipton – στην Ελλάδα μέσα από τρίτους παραγωγούς. Κάτι που είχε γνωστοποιήσει εξάλλου η κα Ντένγκελ σε συνέντευξη της στο b.s. και το newmoney την περασμένη άνοιξη.
Η στροφή αυτή διευκολύνθηκε από μια νέα συνεργασία με τη NU Aqua, την εταιρεία που εξαγόρασε το κλειστό εργοστάσιο της Pepsico στο Λουτράκι και πλέον παράγει το νερό Eonio, το οποίο διανέμει αποκλειστικά η Pepsico. Η ίδια εταιρεία θα ξεκινήσει να παράγει από τον προσεχή Δεκέμβριο και τις συσκευασίες PET αναψυκτικών. Παράλληλα η ΕΨΑ παράγει τα κουτάκια αλουμινίου της ΗΒΗ.
Από τον Δεκέμβριο, η εταιρεία προβλέπει ότι περίπου το 60% του χαρτοφυλακίου των αναψυκτικών της θα παράγεται στην Ελλάδα. «Όλα όσα πουλάμε στην Ελλάδα, εκτός από το Lipton, θα παράγονται τοπικά», σημείωσε η Dengel. Η απόφαση για επαναπατρισμό της παραγωγής στην Ελλάδα αναμένεται να μετριάσει ορισμένες από αυτές τις πιέσεις που δέχεται η εταιρεία σε επίπεδο κόστους. «Εκτιμούμε ότι η εξοικονόμηση κόστους μεταφοράς από την επιστροφή της παραγωγής στην Ελλάδα θα ανέλθει σε 2,9 εκατ. δολάρια ετησίως», ανέφερε ο οικονομικός διευθυντής της εταιρείας κ. Θανάσης Καρακάσης, επισημαίνοντας το οικονομικό σκεπτικό πίσω από την κίνηση.
Υπενθυμίζεται ότι τα τελευταία χρόνια, η PepsiCo είχε μεταφέρει την παραγωγή αναψυκτικών της στη Ρουμανία. «Όταν πήραμε αυτή την απόφαση, οι συνθήκες της αγοράς ήταν διαφορετικές», σημείωσε η κα Ντένγκελ. Το χαμηλότερο κόστος μεταφοράς και παραγωγής δικαιολογούσε αυτή τη στρατηγική. Ωστόσο, από τότε το τοπίο έχει αλλάξει δραματικά. Το ξέσπασμα του COVID-19, ακολουθούμενο από την έξαρση του πληθωρισμού και τις συνεχιζόμενες συγκρούσεις στην Ουκρανία και το Ισραήλ, έχουν καταστήσει την ευρωπαϊκή αγορά πολύ λιγότερο σταθερή από ό,τι ήταν κάποτε. «Ακόμη και όταν είστε πρόθυμοι να πληρώσετε υψηλότερο κόστος μεταφοράς, η εύρεση διαθέσιμων οδηγών έχει καταστεί σχεδόν αδύνατη», πρόσθεσε. Ως εκ τούτου η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου ήταν επιβεβλημένη.
Για την τρέχουσα χρήση η εταιρεία αναμένει να διατηρήσει διψήφιους ρυθμούς ανάπτυξης.
Πέρυσι ο ενοποιημένος κύκλος εργασιών της PepsiCo Hellas ξεπέρασε τα 238,289 εκατ. ευρώ (+18,45% έναντι του 2022) και καθαρά αποτελέσματα προ φόρων 2,624 εκατ. ευρώ από 5,739 εκατ. ευρώ που ήταν στη χρήση του 2022 λόγω και του εσόδου των 6,093 εκατ. ευρώ από την πώληση του εργοστασίου στο Λουτράκι.
Ωστόσο, αυτός ο φιλόδοξος στόχος θα απαιτήσει κάτι περισσότερο από απλή αύξηση των πωλήσεων. Με τη διοίκηση της εταιρείας να μην αποκλείει το ενδεχόμενο μελλοντικών εξαγορών στον τομέα των σνακ.
Αναφορικά με τις τιμές των προϊόντων ο οικονομικός διευθυντής της εταιρείας κ. Θανάσης Καρακάσης σημείωσε πως η εταιρεία φέτος δεν προχώρησε σε ανατιμήσεις ενώ για την επόμενη χρονιά δήλωσε: «δεν είμαι έτοιμος να πω τι θα κάνουμε το 2025 τώρα καταρτίζουμε το πλάνο μας. Δεν είναι προτεραιότητα μας ή εύκολη λύση για εμάς». Εσπευσε να διευκρινίσει πάντως πως «δεν καθορίζουμε εμείς την τιμή στο ράφι. Είναι ευθύνη των λιανεμπόρων. Προσπαθούμε με προωθητικές ενέργειες να προστατεύσουμε τον καταναλωτή».
Ο ίδιος σημείωσε πως τα τελευταία χρόνια, η μέση ετήσια αύξηση του κόστους για την αγορά πατάτας ήταν 13%, ενώ οι τιμές του πετρελαίου αυξήθηκαν 20%, των φιαλών PET 18% και της ζάχαρης 28%. Εν τω μεταξύ, το κόστος μεταφοράς έχει αυξηθεί κατά 25%.
Διαβάστε ακόμη:
Ενέργεια: Σήμα για χαμηλότερες τιμές ρεύματος τον Οκτώβριο
ΥΠΕΝ: Πώς «κουρεύεται» μεγάλο αιολικό project στη Ροδόπη
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα