Περίπου 50 εκατομμύρια πελάτες απομακρύνθηκαν από τα πολυτελή brands τα τελευταία δύο χρόνια, με τους φθηνότερους ανταγωνιστές και τις ιστοσελίδες που πουλούν μεταχειρισμένα είδη να τους καλωσορίζουν με ανοιχτές αγκάλες.
Όπως αναφέρει η συμβουλευτική εταιρεία Bain, η ζήτηση για πολυτελή προϊόντα αναμένεται να παραμείνει σταθερή το 2024. Ωστόσο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Bain, τα luxury brands έχουν χάσει πάνω από το 10% της πελατειακής τους βάσης από το 2022.
Αυτό αποτελεί την πρώτη φορά που μειώνεται ο αριθμός των πελατών στον κλάδο, κάτι που συμβαίνει επειδή τα τελευταία τριάντα χρόνια οι εταιρείες εστίασαν στην προσέλκυση πελατών από τη μεσαία τάξη για να ενισχύσουν τις πωλήσεις τους. Αυτή η διαδικασία «εκδημοκρατισμού» της πολυτέλειας συνέβαλε στο τριπλασιασμό του μεγέθους της συγκεκριμένης αγοράς.
Οι αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων από τα πολυτελή brands έχουν ανατρέψει αυτή τη μακροχρόνια τάση. Το κόστος του μέσου πολυτελούς προϊόντος έχει αυξηθεί δραματικά από την αρχή της πανδημίας.
Ο υψηλός πληθωρισμός, ο οποίος συρρικνώνει τα διαθέσιμα εισοδήματα, φυσικά δεν έχει βοηθήσει. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι ότι για εκατομμύρια καταναλωτές, δεν είναι εφικτό οικονομικά να αγοράσουν προϊόντα των πολυτελών brands πλέον.
Τα ακριβά brands δεν πουλούν μόνο σε λιγότερους ανθρώπους, αλλά και λιγότερα προϊόντα. Ο αριθμός των τεμαχίων που θα πουλήσει φέτος η βιομηχανία πολυτελών αγαθών αναμένεται να είναι 20% με 25% χαμηλότερος σε σχέση με το 2022, σύμφωνα με την Bain.
Αν εξαιρεθούν οι πιο προσιτές κατηγορίες προϊόντων, όπως τα καλλυντικά και τα γυαλιά ηλίου, που συνεχίζουν να έχουν υψηλή ζήτηση, οι πωλήσεις σε τσάντες και παπούτσια μπορεί να είναι μειωμένες έως και κατά ένα τρίτο.
Παραδοσιακά, τα designer brands αύξαναν τις τιμές τους με ρυθμό διπλάσιο του πληθωρισμού. Ωστόσο, κατά την κορύφωση της πανδημίας, η ζήτηση ήταν τόσο έντονη που τα brands κατάφεραν να αυξήσουν τις τιμές τους πολύ περισσότερο από το αντίστοιχο κόστος τους.
Για παράδειγμα, μια μεσαία τσάντα Lady Dior του οίκου Christian Dior που κόστιζε 3.900 ευρώ το 2020, έχει φτάσει σήμερα στα 5.900 ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 51%. Την ίδια περίοδο, το κόστος παραγωγής της τσάντας έχει αυξηθεί κατά 18%, από 330 ευρώ σε 388 ευρώ. Ως αποτέλεσμα, ο καταναλωτής πληρώνει σήμερα 15 φορές το κόστος παραγωγής για να την αποκτήσει, σε σχέση με 12 φορές το 2020.
Οι αυξήσεις στις τιμές έχουν ενισχύσει τα κέρδη των εταιρειών του κλάδου, αλλά έχουν κάνει τους καταναλωτές πιο επιλεκτικούς. Ενώ παραμένουν πρόθυμοι να αγοράσουν από brands που θεωρούν ότι είναι ποιοτικά, στρέφονται μακριά από τα υπόλοιπα.
Για τα luxury brands, η απώλεια των πελατών με χαμηλότερα εισοδήματα είναι το τίμημα που είναι διατεθειμένα να πληρώσουν προκειμένου να ενισχύσουν την εικόνα της αποκλειστικότητας.
Διαβάστε ακόμη
Αλλάζουν τα πάντα στην ασφαλιστική αγορά
Το ράλι του bitcoin θα φτάσει τα $225.000 μέχρι το τέλος του 2026, υποστηρίζει γνωστός αναλυτής
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα