Βαράγκης και Neoset, δύο από τα πιο βαριά ονόματα της ελληνικής αγοράς επίπλου κατά το παρελθόν, με διαφορετικές αφετηρίες, σαφώς διαφορετική ιστορική διαδρομή, παρόμοια περιπέτεια… διά χειρός κρίσης και ανταγωνισμού, με αποτέλεσμα την κατάρρευση, αλλά και διαφορετική κατάληξη.
Στη μεν Βαράγκης, μετά την πρόσφατη επικύρωση του σχεδίου εξυγίανσης, δίνεται μια δεύτερη ευκαιρία και μπορεί να ατενίζει το μέλλον με σχετική αισιοδοξία, έστω και αν πλέον η τύχη της βρίσκεται στα χέρια ανθρώπων εκτός της ιστορικής οικογένειας επιπλοποιών.
Για τη Neoset, όμως, οι τίτλοι τέλους έχουν πέσει οριστικά και αμετάκλητα, με συνέπεια οι όποιες εξελίξεις να αφορούν πλειστηριασμούς για τα ιμάτια της εταιρείας ή του ιδιοκτήτη της Κωνσταντίνου Αλεξανδράκη.
Η διαδρομή που ξεκίνησε το 1900
Η αφετηρία της συναρπαστικής διαδρομής της Βαράγκης βρίσκεται στο 1900, όταν ο Ναξιώτης απόφοιτος της Διπλαρείου Θεμιστοκλής Βαράγκης ανοίγει, μαζί με τον Δημήτριο Αθηναίο, ένα μικρό εργαστήρι επίπλων 60 τ.μ. επί των οδών Σόλωνος και Πινακωτών. Η φήμη του εξαπλώθηκε γρήγορα λόγω της ποιοτικής δουλειάς και εκτοξεύτηκε όταν το 1907 οι δύο συνέταιροι ανέλαβαν την επίπλωση των βασιλικών ανακτόρων του Τατοΐου. Το 1917 το εργαστήρι έδωσε τη θέση του στο πρώτο εργοστάσιο στον Βοτανικό και πέντε χρόνια μετά, το 1922, μεταφέρθηκε στην Ιερά Οδό. Εκτοτε και με παρούσα πλέον τη δεύτερη γενιά, τους Δημήτριο Βαράγκη και Νικόλαο Αθηναίο, οι οποίοι έχοντας σπουδάσει στο Παρίσι έφεραν τον ευρωπαϊκό αέρα και τις νέες τάσεις της εποχής, ξεκίνησε μια θεαματική πορεία. Ετσι, οι δημιουργίες της Βαράγκης άρχισαν να κοσμούν όλα τα μεγάλα σαλόνια της Αθήνας, καθώς και άλλα εμβληματικά κτίρια, όπως η Παλιά Βουλή, τα ξενοδοχεία «Μεγάλη Βρεταννία» και «King George», το διαχρονικό στέκι του «Zonar’s», το Μέγαρο Σταθάτου κ.ά.
Από το 1955 τα ηνία πέρασαν στα χέρια του εγγονού του ιδρυτή, Θεμιστοκλή Βαράγκη, που έθεσε και τις βάσεις για τη σύγχρονη εξέλιξη της εταιρείας: τη δημιουργία του νέου εργοστασίου στην Πεύκη, το οποίο στη συνέχεια καταστράφηκε από πυρκαγιά, την ίδρυση της Βαράγκης ΑΒΕΠΕ το 1969, αλλά και τα πρώτα βήματα εκτός συνόρων, με το άνοιγμα καταστήματος στο Παρίσι, ενώ το 1975 η εταιρεία ανέλαβε την επίπλωση και του Μεγάρου Μαξίμου.
Στα χέρια της τέταρτης γενιάς της οικογένειας μέσω του Δημήτρη Βαράγκη εγκαινιάστηκε το νέο εργοστάσιο στο Σχηματάρι, η εταιρεία συνέχισε να γράφει ένδοξες σελίδες εντός και εκτός συνόρων –διέθετε πλέον καταστήματα, εκτός από το Παρίσι, στο Λονδίνο και στο Μόναχο- και το 1998 εισήχθη στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Ολα αυτά μέχρι να έρθει η οικονομική κρίση.
Μια εικόνα για το πώς έφτασε αυτή η εταιρεία-συνώνυμο του ποιοτικού επίπλου ένα βήμα πριν από τον γκρεμό δίνει η εξέλιξη των πωλήσεων: το 2008 ο κύκλος εργασιών ανήλθε σε 12,4 εκατ. ευρώ, ενώ πέντε χρόνια αργότερα, το 2013, είχε καταρρεύσει στα 798.216 ευρώ, με τον κ. Βαράγκη να στρέφεται αφενός στις αγορές του εξωτερικού και αφετέρου σε τραπεζικό δανεισμό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη συμφωνία εξυγίανσης, η αγορά άλλαξε με την είσοδο των μεγάλων ξένων αλυσίδων που λάνσαραν έπιπλα μαζικού σχεδιασμού σε φθηνές τιμές. Ετσι, κατά τη διάρκεια της κρίσης έκλεισε περίπου το 30% των επιχειρήσεων επίπλου και η εγχώρια παραγωγή μειώθηκε κατά 69%.
Η στροφή προς τις αγορές της Μέσης Ανατολής έφερε μια προσωρινή ανάκαμψη, με τις πωλήσεις να διαμορφώνονται το 2017 στα 4,11 εκατ. ευρώ και το 2018 στα 3,85 εκατ. ευρώ. Το 2019, όμως, οι πωλήσεις σχεδόν εκμηδενίστηκαν καταγράφοντας μείωση κατά 90% και περιορίστηκαν στις 357.504 ευρώ, λόγω της έλλειψης ρευστότητας και της αδυναμίας εκτέλεσης μέρους των παραγγελιών. Το 2020 ο κύκλος εργασιών έφτασε στα 770.000 ευρώ, με τις υποχρεώσεις από τα δάνεια να χτυπούν κόκκινο.
Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι η Βαράγκης στην ιστορική της διαδρομή αποδείχθηκε «πολύ σκληρή για να πεθάνει», καθώς έμεινε όρθια ακόμη και στις πιο σκοτεινές περιόδους, με τους Παγκόσμιους Πολέμους και τον Εμφύλιο, τις εθνικές καταστροφές και τις κρίσεις στην αγορά, κάτι που επιβεβαιώνεται και τώρα.
Ο «λευκός ιππότης»
Σε όλη αυτή την καθοδική και αγωνιώδη για το μέλλον της πορεία εμφανίστηκαν διάφοροι επίδοξοι σωτήρες ως υποψήφιοι στρατηγικοί επενδυτές, κυρίως αραβικής προέλευσης. Τελικά, όμως, ο «λευκός ιππότης» βρέθηκε στο πρόσωπο του κ. Μάριου Κυριάκου, του ανθρώπου που είχε ταυτιστεί επί σειρά ετών με την παρουσία της KPMG στην Eλλάδα και την Kύπρο.
Eίναι εκείνος που βρίσκεται πίσω από την κυπριακή Vericon Professional Services Ltd, η οποία ελέγχει το σύνολο των μετοχών της συσταθείσας τον Ιούνιο του 2019 Varangis Furniture & Interiors A.E., δηλαδή τη διάδοχο της Βαράγκης. Το ίδιο ισχύει και για την ISO Ελλάς, που στο πλαίσιο της συμφωνίας εξυγίανσης θα εξαγοράσει ακίνητα της Βαράγκης, η οποία επίσης ελέγχεται από την οικογένεια Κυριάκου.
Σύμφωνα με τις τελευταίες εξελίξεις, περίπου πριν από έναν μήνα, στις 3 Μαΐου, εκλέχθηκε νέο διοικητικό συμβούλιο στη Varangis Furniture & Interiors, με πρόεδρο την Ασπασία Κυριάκου, διευθύνοντα σύμβουλο τον Ουράνιο (Ryan) Κυριάκου -θυγατέρα και γιο, αντίστοιχα, του κ. Κυριάκου- και μέλος τον κ. Βαράγκη, ο οποίος, όπως προβλέπει η συμφωνία εξυγίανσης, «δεν έχει καμία εξουσία εκπροσώπησης της αποκτώσας εταιρείας ή δικαιώματα υπογραφής», ωστόσο είναι εκείνος που συνδέει την ιστορία και το χθες της Βαράγκης με το νέο αυτό κεφάλαιο. Ο ίδιος, άλλωστε, πέραν της πολυετούς εμπειρίας του -ανέλαβε τα ηνία σε ηλικία 40 ετών-, πιστώνεται τη συνέχιση της παράδοσης της εταιρείας μέσα από το δικό του στίγμα, αλλά και την αποφασιστική επέκταση εκτός συνόρων που λειτούργησε σωτήρια τις δύσκολες ώρες, αλλά αποτελεί και το εφαλτήριο ώστε να εξακολουθήσει να υπάρχει και στο μέλλον.
Το σχέδιο εξυγίανσης
Τον περασμένο Φεβρουάριο το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών αποφάσισε να κάνει εν μέρει δεκτή τη συμφωνία εξυγίανσης που υποστηρίχθηκε απ’ όλες τις πλευρές, πλην αυτών του Δημοσίου και του ΕΦΚΑ.
Με βάση τη συμφωνία, που ήδη υπεγράφη στις 20 Μαΐου, στη Varangis Furniture & Interiors μεταβιβάζεται το 99% του ενεργητικού της Βαράγκης (η οποία στη συνέχεια θα οδηγηθεί σε λύση και εκκαθάριση), το σύνολο του προσωπικού με ενεργές συμβάσεις εργασίας, καθώς και οι υποχρεώσεις της τάξης του 21% των συνολικών υποχρεώσεων της εταιρείας. Σημειώνεται ότι οι οφειλές της Βαράγκης ανέρχονται σε 21,5 εκατ. ευρώ. Μεγάλο μέρος των υποχρεώσεων προς την Alpha Bank διαγράφηκε και οι υπόλοιπες προς το Δημόσιο και τους προμηθευτές ικανοποιούνται και ρυθμίζονται. Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Βαράγκης ανέλαβε να πωλήσει δύο προσωπικά του ακίνητα στον Πάρο και τη Μακρυνίτσα, ώστε το τίμημα να μεταβιβαστεί στην τράπεζα. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι το επιχειρηματικό σχέδιο της νέας εταιρείας δεν περιλαμβάνει τραπεζικό δανεισμό, καθώς οι ταμειακές ροές της επαρκούν για την κάλυψη των αναγκών της. Επίσης, σύμφωνα με την έκθεση του εμπειρογνώμονα που υπεβλήθη στο δικαστήριο, πιθανολογείται ότι διασφαλίζεται η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα, καθώς εμφανίζει λειτουργικά κέρδη και θετικές ταμειακές ροές από το πρώτο κιόλας έτος μετά την εξυγίανση.
H Neoset
Με πιο σύντομη ιστορία, η οποία φτάνει στα 40 χρόνια από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν ο κ. Αλεξανδράκης έβαλε τον θεμέλιο λίθο της λανσάροντας μια διαφορετική φιλοσοφία για την επίπλωση των ελληνικών νοικοκυριών, η Neoset κυριάρχησε στην αγορά πετυχαίνοντας ετήσιους τζίρους δεκάδων εκατομμυρίων, απέκτησε διεθνή παρουσία, αλλά στο τέλος οδηγήθηκε σε ένα ηχηρό και επώδυνο ναυάγιο.
Η Neoset ουσιαστικά εισήλθε δυναμικά στην εγχώρια αγορά φέρνοντας έναν άνεμο ανανέωσης και στην πορεία κατάφερε να εκφράσει την έννοια του μοντέρνου και συνάμα οικονομικού επίπλου, με το καταναλωτικό κοινό να αγκαλιάζει αυτή την καινούρια πρόταση που ξέφευγε από τις καθιερωμένες φόρμες.
Η εταιρεία με τον καιρό μεγάλωνε και από το 1984 προχώρησε σε εκσυγχρονισμό του εργοστασίου στο Βασιλικό Χαλκίδας και των εγκαταστάσεών της, διευρύνοντας παράλληλα το δίκτυό της. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 ξεπέρασε τα εθνικά σύνορα και ανοίχτηκε σε ξένες αγορές, αρχικά του πρώην ανατολικού μπλοκ και μάλιστα με εργοστάσια στη Ρωσία και τη Ρουμανία, ενώ αργότερα έφτασε μέσω τοπικών συνεργασιών μέχρι και στον Καναδά, στην Αιθιοπία και τον Ισημερινό.
Αυτή η μάλλον αλόγιστη επέκταση εκτός συνόρων ίσως αποτέλεσε και μία από τις αιτίες της μετέπειτα κατάρρευσης.
Παράλληλα, εντός συνόρων το δίκτυο καταστημάτων αυγάτιζε τόσο με εταιρικά σημεία πώλησης όσο κυρίως με το μοντέλο του franchising.
Η είσοδος της νέας χιλιετίας βρήκε την εταιρεία στο απόγειο της δόξας της, έχοντας καταστεί πρώτη και κυρίαρχη στην ελληνική αγορά με 100 καταστήματα, αλλά και με παρουσία σε αρκετές χώρες του εξωτερικού. Εκείνη την εποχή ξεκίνησε ένας κύκλος εξαγορών (Νέο Κατοικείν, Σκουρόπουλος κ.ά.) με αμφισβητούμενα τελικά οφέλη. Ετσι έφτασε να διαχειρίζεται τα εμπορικά σήματα Neoset, Neoset Kitchen, Νέο Κατοικείν, Σκουρόπουλος, Neowood, ενώ ανέλαβε και έργα στο πλαίσιο των Ολυμπιακών Αγώνων, όπως μεγάλο μέρος της επίπλωσης του Ολυμπιακού Χωριού.
Αυτή η άνοιξη, όμως, δεν κράτησε πολύ. Γιατί, αφενός, είχε έρθει η ώρα οι πολυεθνικές αλυσίδες να φέρουν τον δικό τους, θυελλώδη, όπως αποδείχθηκε, άνεμο ανανέωσης ανατρέποντας τα δεδομένα στην εγχώρια αγορά. Αφετέρου, η συρρίκνωση της πίτας για τον κλάδο, την ώρα που η Ελλάδα βάδιζε προς την οικονομική κρίση, καθώς και η απουσία στρατηγικού προσανατολισμού, αλλά και εσωτερικά προβλήματα σε επίπεδο διοίκησης οδήγησαν το οικοδόμημα του κ. Αλεξανδράκη σε ισχυρούς κλυδωνισμούς, με λουκέτα σε θυγατρικές και καταστήματα.
Με βάση τα τελευταία δημοσιευμένα οικονομικά στοιχεία για τη χρήση του 2011, ο κύκλος εργασιών της Neoset ανερχόταν σε 42 εκατ. ευρώ, με τις ζημίες να διαμορφώνονται σε 7,8 εκατ. ευρώ και τις υποχρεώσεις να έχουν εκτοξευτεί στα 53 εκατ. ευρώ.
Κάπως έτσι, τον Νοέμβριο του 2012, η εταιρεία έκανε αίτηση υπαγωγής στο άρθρο 99, ενώ τον Απρίλιο του 2013 ο κ. Αλεξανδράκης συνελήφθη για χρέη προς το ΙΚΑ που ξεπερνούσαν τα 500.000 ευρώ.
Μετά από δύο μήνες, τον Ιούνιο, η αίτηση υπαγωγής στο άρθρο 99 απορρίφθηκε, με την εταιρεία να μένει απροστάτευτη έναντι των πιστωτών της και τους 130 εργαζομένους να έχουν από νωρίτερα προχωρήσει σε επίσχεση εργασίας διεκδικώντας τα δεδουλευμένα τους.
Η πτώχευση και η νέα Neoset
Εναν χρόνο αργότερα, τον Μάρτιο του 2014, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών έκανε δεκτό το αίτημα των εργαζομένων του εργοστασίου στη Χαλκίδα και κήρυξε σε πτώχευση τη Neoset.
Στο μεταξύ, όμως, ήδη από τον Μάιο του 2013, μια νέα εταιρεία διαχειριζόταν τα σήματά της (Neoset, Neoset Kitchen, Νέο Κατοικείν) και έχτιζε ένα παράλληλο δίκτυο σημείων πώλησης. Η εταιρεία αυτή ήταν η Furniture New Line, η οποία φερόταν να στηρίζεται στην κυπριακή Hazarezo Limited.
Η υπόθεση αυτή ήταν η αιτία για να ξεκινήσει μια σκληρή δικαστική περιπέτεια, στο φόντο της οποίας τα «ασημικά», όπως το εργοστάσιο της Χαλκίδας και άλλα ακίνητα, βγήκαν στο σφυρί. Ταυτόχρονα υπήρξε και ποινική διάσταση, με τη δραστηριότητά της να κρίνεται παράνομη, ενώ το 2016 το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών αποφάσισε ότι τα 22 καταστήματα της νέας Neoset, που είχαν ανοίξει μέσω franchise από τη Furniture New Line, έπρεπε να βάλουν λουκέτο.
Ετσι, πριν από έξι χρόνια, το καλοκαίρι του 2016, τα ρολά έπεσαν οριστικά και γι’ αυτή την παράλληλη δραστηριότητα. Εκτοτε δεν υπήρξε καμία κίνηση που να δείχνει προς την κατεύθυνση της ανάστασης της εταιρείας που επί δεκαετίες μεσουράνησε στην αγορά. Εμειναν μόνο κάποιοι πλειστηριασμοί για να θυμίζουν το άδοξο τέλος της.
Το νέο σφυρί
Στο πλαίσιο αυτό, στις 29 Ιουνίου αναμένεται να παιχτεί ένα ακόμη επεισόδιο στο μακρύ σίριαλ της Neoset, καθώς έχει προγραμματιστεί να βγει για μία ακόμη φορά στο σφυρί, με τιμή πρώτης προσφοράς στα 3,75 εκατ. ευρώ, το μεγάλο ακίνητο του ιδιοκτήτη της Κωνσταντίνου Αλεξανδράκη επί της λεωφ. Κηφισίας, στη συμβολή της με την Κατεχάκη, στο ύψος του Νέου Ψυχικού. Το ακίνητο βρίσκεται εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως του Δήμου Αθηναίων και επί των οδών Κηφισίας, Κατεχάκη και Αδριανείου.
Διαβάστε ακόμη:
Το… 1999 των κρυπτονομισμάτων – Η κατάρρευση και οι μεγάλες απώλειες (πίνακες)
Ιουλία Τσέτη: Από το πατάρι του φαρμακείου στην Άρτα, επίτιμη Διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας