Στη γειτονική μας Ιταλία, ο δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας Ντιέγκο Ντέλα Βάλε, θεωρείται το συνώνυμο της “dolce vita”. Είναι ο εγγονός του τσαγκάρη που δημιούργησε μια αυτοκρατορία υποδημάτων, επεκτάθηκε σε όλο τον κόσμο, έγινε συνώνυμο της ελίτ και διαφέντευσε το ιταλικό χρηματιστήριο. Όλα τα ωραία όμως, κάποτε τελειώνουν. Αυτό φοβάται ο Ντέλα Βάλε και γι’ αυτό εσπευσμένα βγάζει την υποδηματοποιία που ίδρυσε, Tod’s από το Borsa, ώστε να της ξαναβάλει γερά θεμέλια και να την επιστρέψει στις παλιές της δόξες. Ό,τι ακριβώς θέλει να κάνει και με το ιστορικότερο μνημείο της Ιταλίας, το Κολοσσαίο.
Γεννημένος το 1953 στην πόλη Σαντ’ Ελπίντιο α Μάρε της Ιταλίας, ο Ντέλα Βάλε, κληρονόμησε την υποδηματοποιία που είχε ιδρύσει ο παππούς του -ως τσαγκάρης, βέβαια- το 1920. Το “μαγαζί” πήγαινε καλά, αλλά ο Ντέλα Βάλε, είχε μεγάλα σχέδια. Ήθελε να μπει στα “σαλόνια” και θα έβρισκε τον τρόπο να το κάνει. Στα 70s, όταν αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή της Φλωρεντίας, η υποδηματοποιία του παππού του, Φιλίπο, έστελνε no name παπούτσια που έφτιαχνε σε αμερικανικές εταιρείες όπως η Bergdorf Goodman και Saks Fifth Avenue, οι οποίες ήθελαν να υπερηφανεύονται ότι η ιταλική φινέτσα είναι στο DNA τους. “Γιατί να μην τα πουλάμε μόνοι μας;”, σκέφτηκε.
Σε ένα ταξίδι του στην Αμερική, παρατήρησε ότι ο κόσμος -σε αντίθεση με την Ευρώπη- φόραγε πιο casual παπούτσια, άνετα, σαν αυτά που οι Ευρωπαίοι χρησιμοποιούσαν για την οδήγηση. Σκέφτηκε λοιπόν να παράγει ένα “όμορφο, καλοφτιαγμένο παπούτσι που θα μπορούσε να φορεθεί σε ένα επαγγελματικό, κομψό, ή casual περιβάλλον”. Το ονόμασε “Gommino”, που στα ιταλικά σημαίνει “λαστιχένιο”, από τη λαστιχένια σόλα του παπουτσιού του.
Τώρα, έπρεπε να βρει ένα όνομα, το οποίο θα ήταν εύηχο σε όλο τον κόσμο. Αγόρασε έναν αμερικανικό τηλεφωνικό κατάλογο και διάλεξε το όνομα που του φάνηκε πιο “εύπεπτο”: “J.P. Tod’s”. Αργότερα, το 1999, θα αφαιρούσε τα αρχικά, ενοχλημένος που στην αμερικανική αγορά η μάρκα άρχιζε να γίνεται γνωστή ως “J.P.”. Το όνομα το είχε, τη μικρή βιομηχανία παπουτσιών και την τεχνογνωσία την είχε, όμως αυτό που δεν είχε η μάρκα, ήταν αναγνωρισιμότητα.
Ο Ντέλα Βάλε ήταν τυχερός. Ένας φίλος του από τoυς κύκλους της νομικής, ο Λούκα Κορντέρο ντι Μοντετζεμόλο, είχε γίνει πρόεδρος της Ferrari, της Fiat, της Confidustria και ήταν protege του πλουσιότερου, ισχυρότερου ανθρώπου της Ιταλίας και παγκοσμίως γνωστού Τζιάνι Ανιέλι. Αν θα μπορούσε κάπως να φτάσει στον Ανιέλι, θα τα κατάφερνε…
Παρακάλεσε τον ντι Μοντετζεμόλο απλά να δώσει ένα ζευγάρι Tod’s στον Ανιέλι, ως δώρο. Να τα δοκιμάσει και, ίσως του αρέσουν. Προς έκπληξή του, ο Ανιέλι δεν τα δοκίμασε απλά. Τα φόρεσε σε έναν αγώνα της Γιουβέντους -της οποίας ήταν ιδιοκτήτης- και ζήτησε και άλλα ζευγάρια, τα οποία φόρεσε και σε άλλους αγώνες και σε events της Fiat και της Ferrari -της οποίας επίσης ήταν ιδιοκτήτης. Αυτό ήταν. Μέσω της ευρύτατης τηλεοπτικής κάλυψης που είχε το πρόσωπο Ανιέλι, όλη η Ιταλία αρχικά και όλος ο πλανήτης στη συνέχεια, είδε τα παπούτσια του Ντέλα Βάλε. Και αφού ο Ανιέλι φόραγε Tod’s, θα φόραγε όλη η ελίτ και όσοι θα ήθελαν κάποτε να ανήκουν σε αυτή.
Η ανέλιξη της Tod’s σε ένα από τα next big things της παγκόσμιας luxury σκηνής ήταν ταχύτατη. Το ίδιο και η περιουσία του Ντέλα Βάλε, που διοικούσε την εταιρία μαζί με τα δύο αδέρφια του. Η εταιρία μπήκε στο Ιταλικό Χρηματιστήριο και, μέσα στην τελευταία δεκαετία, τριπλασίασε την αξία της. Η Tod’s, στο μεταξύ, αγόρασε και άλλες μάρκες, δραστηριοποιήθηκε σε κάθε γωνιά του πλανήτη, αλλά κράτησε το “Made in Italy”.
Ο Ντέλα Βάλε έγινε τόσο πλούσιος (net worth άνω των 2 δισεκατ. ευρώ) που ανακοίνωσε ότι θα αναλάβει τη χρηματοδότηση της αναστήλωσης του Κολοσσαίου, ύψους 30 εκατ. ευρώ. Αγόρασε την ιταλική ομάδα Fiorentina, τον ιταλικό οίκο μόδας Maison Schiaparelli, έγινε ένας από τους πιο γνωστούς και ισχυρούς επιχειρηματίες της Ιταλίας. Τόσο ισχυρός, που, εξαπέλυσε τόσο σκληρή επίθεση στον -τότε πρωθυπουργό- Σίλβιο Μπερλουσκόνι για την υπερφορολόγηση των μεγάλων επιχειρήσεων και την αποτυχία υποστήριξης των μικρότερων, που ο Μπερλουσκόνι απείλησε ότι θα τον μηνύσει, αν και δεν το έκανε ποτέ.
Μπήκε επίσης στα ΔΣ των πιο prestigious brands της Ιταλίας, της Ferrari, της Maserati και της Banca Nazionale del Lavoro, καθώς και στο ΔΣ της LVMH. Σε ό,τι αφορά το τελευταίο, με τον Μπερνάρ Αρνό, τον πλουσιότερο Ευρωπαίο πολίτη, συνδέεται με βαθιά φιλία από το 2000, όταν και ο Γάλλος αγόρασε το 10% της Tod’s. Αυτή ήταν dolce vita!
Η πτώση
Όμως, όλα τα ωραία πράγματα τελειώνουν. Οι καιροί αλλάζουν, οι τάσεις το ίδιο. Η Tod’s έπαψε να είναι τόσο “in” όσο ήταν κάποτε, καθώς δυσκολεύεται να ανταγωνιστεί τα ονόματα των μεγαλύτερων οίκων του κόσμου. Η δε πανδημία, κατάφερε τεράστιο πλήγμα σε ένα οικοδόμημα που μοιάζει έτοιμο να καταρρεύσει -όπως το Κολοσσαίο- αν δεν παρέμβει κάποιος. Ο Ντέλα Βάλε, ο οποίος είδε την τελευταία πενταετία να συρρικνώνεται από τα 1,8 δισεκατ. ευρώ στα 1,1, θεωρούσε πάντα ότι το Χρηματιστήριο δεν τον άφηνε να διοικήσει την εταιρεία που -ουσιαστικά- ο ίδιος δημιούργησε όπως αυτός ήθελε.
Σίγουρα, πάντως, κάτι δεν πήγαινε καλά. Η JPMorgan λέει ότι από την εισαγωγή της στην ιταλική χρηματαγορά, η Tod’s τριπλασίασε την αξία της, καθώς επεκτάθηκε και στην αχανή αγορά της Κίνας, όμως τα λειτουργικά κέρδη δεν μεγάλωσαν. Και επειδή οι αριθμοί λένε την αλήθεια, η JPM προβλέπει ότι φέτος η εταιρεία θα έχει κέρδη 52 εκατομμυρίων ευρώ. Λιγότερα από τα 56 εκατομμύρια που είχε το… 2001.
Γι’ αυτό το λόγο ο Ντέλα Βέλα πήρε μια ιστορική απόφαση: Θα κάνει buy out στις μετοχές των άλλων επενδυτών στο ποσό των 338 εκατ. ευρώ, βγάζοντας την Tod’s από το Χρηματιστήριο, σε μια προσπάθεια να αναβιώσει η παλιά της δόξα -και η περιουσία της οικογένειας Ντέλα Βάλε. Το σχέδιο προβλέπει ότι η οικογένεια θα μανατζάρει ξεχωριστά τις διαφορετικές μάρκες που κατέχει. Δηλαδή τη Fay, τη Hogan, καθώς και τη Roger Vivier, τα παπούτσια της οποίας, κόστους περίπου 800 ευρώ το ζευγάρι μετά το επιτυχημένο επαναλανσάρισμα, την έκανε το πετράδι του στέμματος.
Ο Ντιέγκο Ντέλα Βάλε, δήλωσε ότι η holding εταιρεία της οικογένειας θα προσφέρει 40 δολάρια για την αγορά κάθε μετοχής της Tod’s, ένα premium 20,4% από το κλείσιμο της περασμένης Τρίτης, αποτιμώντας την εταιρεία στα 1,32 δισεκατομμύρια ευρώ. Η τιμή προσφοράς είναι ίδια με αυτή της εισαγωγής της εταιρείας στο Μιλάνο, το 2000 και λιγότερο από ένα τρίτο από τα 145 ευρώ που είχε αγγίξει η μετοχή του Ομίλου το 2013.
Και το μέλλον
Το ερώτημα, τώρα, είναι ποιο είναι το σχέδιο του Ντέλα Βάλε και των αδερφών του, Αντρέα και Γκιζέλα για την αναβίωση της Tod’s, την επόμενη μέρα από το delisting από το Μιλάνο. Οι ίδιοι λένε ότι πλέον θα έχουν την ελευθερία να εξετάσουν διαφορετικές στρατηγικές για τα brands τους και να αποφασίσουν σε ποιες θα επικεντρώσουν επιπλέον επενδύσεις. Άλλωστε, στην Ιταλία συζητείται εδώ και καιρό το γεγονός ότι η οικογένεια Ντέλα Βάλε βρίσκεται σε απόγνωση βλέποντας τον όμιλο να διαπραγματεύεται με discount 50% και να έχει διαρκώς πτωτική πορεία στα… πάντα.
Υπάρχει όμως και ένα άλλο ενδεχόμενο: Ο Ντέλα Βάλε έκανε σαφές ότι ο γαλλικός γίγαντας των ειδών πολυτελείας LVMH θα διατηρήσει το μερίδιο 10% που κατέχει στον Όμιλο της Tod’s (η οικογένεια Ντέλα Βάλε κατέχει 64,5% της Tod’s), τονίζοντας ότι η 20ετής φιλία μεταξύ των ιδρυτών της εταιρείας, Μπερνάρ Αρνό και Ντιέγκο Ντέλα Βάλε, θα ενισχυθεί. Κάποιοι λένε ότι ο Ντέλα Βάλε, απογοητευμένος από την πορεία που έχουν πάρει τα πράγματα και φοβούμενος ότι η Ιταλία εισέρχεται σε βαθύτατη κρίση, “κλειδώνει” το ότι η LVMH θα είναι ο πρώτος υποψήφιος να αγοράσει την Tod’s στο μέλλον, αν τα σχέδια “αναστήλωσής” της αποτύχουν.
Τι θα καταφέρει ο δαιμόνιος Ιταλός επιχειρηματίας; “Ο δρόμος προς την ανάκαμψη θα είναι μακρύς, περίπλοκος και αβέβαιος”, λένε οι αναλυτές της Citi, σημειώνοντας ότι μόνο φέτος, η μετοχή της Tod’s έχασε 30% της αξίας της, αρκετά περισσότερο από το 11% του τομέα της.
Διαβάστε ακόμη:
Θεόδωρος Φέσσας: Πώς επιταχύνονται οι ρυθμοί των επενδύσεων για τoν όμιλο Quest (pics)
Η βενζίνη πέφτει αλλά ο δομικός πληθωρισμός μένει
Βόμβα ανείσπρακτων λογαριασμών €1 δισ. στα θεμέλια της αγοράς ηλεκτρισμού