Η επόμενη ημέρα της ελληνικής ακτοπλοΐας είναι δυσοίωνη. Πολλοί λένε πολλά όμως η άποψη των ίδιων των εταιρειών έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Άποψη η οποία αποτυπώνεται σε έρευνα της εταιρείας οικονομικών συμβούλων με εξειδίκευση στη ναυτιλία, της XRTC όπου καταγράφονται οι απαντήσεις των στελεχών των εταιρειών του κλάδου για το πως αντιμετωπίζουν την κατάσταση. Στο ερωτηματολόγιο ανταποκρίθηκαν εταιρείες οι οποίες διαχειρίζονται 78 πλοία που αντιπροσωπεύουν το 80% της ακτοπλοϊκής αγοράς.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας πριν την έναρξη των περιοριστικών μέτρων το 47% του στόλου ήταν σε πλήρη δραστηριοποίηση καθώς κατά τη χειμερινή περίοδο η οποία χαρακτηρίζεται από χαμηλή ζήτηση, ένα στα δύο πλοία μπαίνουν είτε σε ακινησία είτε σε ετήσια συντήρηση.
Η ανακοίνωση των περιοριστικών μέτρων των μετακινήσεων είχε ως αποτέλεσμα το 25% του συνολικού στόλου να αποδρομολογηθεί με την προσφερόμενη χωρητικότητα να περιορίζεται από το 47% στο 30%. Επί της ουσίας σήμερα ένα στα πέντε πλοία εκτελούν δρομολόγια στις Ελληνικές θάλασσες εκπληρώνοντας το βασικό έργο της ακτοπλοΐας που είναι η ένωση της νησιωτικής με την ηπειρωτική Ελλάδα.
Χαρακτηριστικό της αμεσότητας στην εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων είναι το γεγονός ότι οι ακτοπλοϊκές εταιρίες συνεχίζουν την εργασία τους με τους υπαλλήλους τους να εργάζονται εναλλάξ από την οικία (85%) και τα γραφεία (15%).
Αναφορικά με τις προβλέψεις για τους καλοκαιρινούς μήνες, όπου διαχρονικά η ζήτηση εμφανίζει τις υψηλότερες τιμές και στηρίζει σε βασικό βαθμό τη ρευστότητα των εταιρειών, το πιθανότερο σενάριο είναι να δραστηριοποιηθεί το 50% του συνολικού στόλου σε αντίθεση με το 94% που προγραμμάτιζαν.
Οι απόψεις των συμμετεχόντων όσον αφορά τους κινδύνους που αντιμετωπίζει ο κλάδος στο σύνολό του εστιάζουν στη διαθεσιμότητα των κεφαλαίων και στην πτώση της τουριστικής κίνησης με τους υπόλοιπους να ακολουθούν.
Αναφορικά με τους άμεσους κινδύνους στους οποίους εστιάζουν οι ίδιες οι εταιρείες και καλούνται άμεσα να αντιμετωπίσουν, προτεραιότητα δίνουν σε θέματα ρευστότητας τραπεζική και πιστωτική στήριξη και ανθρώπινου δυναμικού καθώς η υποχρεωτική ακινησία έχει οδηγήσει σε κινήσεις αναγκαστικής διαθεσιμότητας.
Όσον αφορά τις προσδοκίες αναφορικά με τα μέτρα στήριξης από την Πολιτεία, οι ερωτώμενοι συγκλίνουν ότι οι βασικές προτεραιότητες θα πρέπει να εστιάζουν στη στήριξη της ρευστότητας των εταιρειών με μέτρα άμεσης εμπρόθεσμης στήριξης και με τη χρήση διάφορων χρηματοδοτικών εργαλείων καθώς και μέσω της επέκτασης του προγράμματος δημοσίων υπηρεσιών. Ο χαρακτήρας της ακτοπλοϊκής υπηρεσίας δεδομένου ότι συμβάλλει στην κοινωνική συνοχή θα δικαιολογούσε μια επέκταση των δημοσίων κονδυλίων προς αυτή την κατεύθυνση.
Όπως προκύπτει από τις απαντήσεις των εταιρειών, αναμένεται να δρομολογηθεί μόνο το 40% έως 50% του στόλου το καλοκαίρι, φυσικά με μειωμένη ζήτηση, και υπό την προϋπόθεση της σταδιακής άρσης των μέτρων κατά της πανδημίας.
“Η κατάσταση είναι πολύ πιο αποθαρρυντική για τα ταχύπλοα πλοία που πιθανόν δεν θα βγουν από τα λιμάνια. Το ενδεχόμενο να παραταθούν τα μέτρα συνεπάγεται τη συνέχιση της δρομολόγησης των πλοίων που εξυπηρετούν αυτή τη στιγμή τα νησιά, δηλαδή του 30% του ακτοπλοϊκού στόλου και αποτελεί το χειρότερο σενάριο για την αγορά αφού ο κίνδυνος της κατάρρευσης της αγοράς θα αποτελεί βεβαιότητα” επισημαίνει ο ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της XRTC,Γιώργος Ξηραδάκης:
“Ο οικονομικός αντίκτυπος στους ισολογισμούς των ακτοπλοϊκών εταιρειών από τη δραματική μείωση του μεταφορικού τους έργου είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθεί στην παρούσα φάση. Η μείωση των εξόδων των πλοίων χρήζει περαιτέρω κινήσεων όπως τον περιορισμό στις απολύτως απαραίτητες κατά τον νόμο, επανδρώσεις των πλοίων” συνεχίζει:
“Σύμφωνα με τη ΣΕΕΝ, το 2020 η απώλεια εσόδων των ακτοπλοϊκών εταιρειών που εξυπηρετούν τα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη και τα νησιά Ιονίου θα ξεπεράσει τα 290.000.000 ευρώ , δηλαδή αναμένεται μείωση 45,12%.
Οι παραπάνω εκτιμήσεις είναι βασισμένες σε μια πτώση των εσόδων τους καλοκαιρινούς μήνες κατά 50% από τους επιβάτες και 40% από τα φορτηγά. Σε περίπτωση όμως μεγαλύτερης πτώσης του τουρισμού, κάτι που είναι πιθανό εξαιτίας των εξελίξεων της πανδημίας, τα αποτελέσματα θα είναι καταστροφικά και για τους δύο κλάδους”.