© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Ρίγη στην κυβέρνηση αλλά και στην αγορά προκάλεσε η νέα αναταραχή που επικρατεί στις διεθνείς αγορές ενέργειας. Και αυτό καθώς οι εξελίξεις που πυροδοτούν οι επιθέσεις με drones κατά εγκαταστάσεων της Aramco, της κρατικής εταιρείας υδρογονανθράκων της Σαουδικής Αραβίας (και κάποτε μετόχου της ελληνικής Motor Oil), και το blame game με το Ιράν έρχονται τη στιγμή που η ελληνική οικονομία επιχειρεί να αποκτήσει μια νέα δυναμική. Επίσης, καταδεικνύουν πόσο ευάλωτη παραμένει η χώρα μας σε εξωγενείς παράγοντες.
Γ ι’ αυτό εξάλλου, και παρά τις καθησυχαστικές δηλώσεις των τελευταίων ημερών, υπήρξε μεγάλη κινητοποίηση των αρμόδιων αρχών προκειμένου να μην εκδηλωθεί κύμα αισχροκέρδειας στις τιμές λιανικής των καυσίμων, ενώ μαζί με το ενδεχόμενο έκτακτων μέτρων για πρώτη φορά αναφέρθηκε από την πλευρά της κυβέρνησης ακόμα και η πιθανότητα μείωσης των ειδικών φόρων κατανάλωσης.
Το θέμα όμως αποκτά πιο ευρεία διάσταση, καθώς μαζί με τις τιμές του πετρελαίου φαίνεται να επηρεάζονται και αυτές του φυσικού αερίου αλλά και του ηλεκτρισμού. Γι’ αυτό και το ζήτημα για την ελληνική βιομηχανία, που τα τελευταία χρόνια προσπαθεί να ανακάμψει, είναι περισσότερο πολύπλοκο.
«Εάν η αναταραχή αυτή αποδειχθεί πρόσκαιρη, δεν νομίζω ότι θα υπάρξουν προβλήματα αφού οι συμφωνίες και οι τιμές που κλειδώνουμε πηγαίνουν σε βάθος τριών και έξι μηνών. Γι’ αυτό και παραμένουμε σήμερα ψύχραιμοι», λέει ο κ. Αντώνης Κοντολέων, πρόεδρος της Ενωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ) που εκπροσωπεί τις ελληνικές βιομηχανίες, για τις οποίες το κόστος ενέργειας αποτελεί σημαντικό ποσοστό του κόστους παραγωγής. «Ωστόσο», σπεύδει να συμπληρώσει ο ίδιος, «εάν η αναταραχή αυτή έχει διάρκεια και οι τιμές παγιωθούν σε υψηλά επίπεδα, τότε θα υπάρξουν σημαντικά προβλήματα, με πιθανότητα η ελληνική βιομηχανία να επιστρέψει σε ύφεση». Οπως εξηγεί ο κ. Κοντολέων, από τη στιγμή που η Ελλάδα έχει τις πιο ακριβές τιμές ενέργειας στην Ευρώπη και δεν έχουν γίνει ουσιαστικά βήματα για τη μείωσή τους, η πίεση θα είναι μεγαλύτερη στο επίπεδο της παραγωγής. Στην περίπτωση δε που επαληθευτούν και τα σενάρια πυροδότησης μιας παγκόσμιας ύφεσης από τις υψηλές τιμές ενέργειας, τότε θα υπάρξει πρόβλημα και στο επίπεδο των πωλήσεων. «Ηδη η ευρωπαϊκή οικονομία φλερτάρει με την ύφεση, και αυτό δεν αφήνει ανεπηρέαστους τους ελληνικούς ομίλους που σήμερα εξάγουν μεγάλο κομμάτι της παραγωγής τους σε ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως στη Γερμανία», αναφέρει. Πέρα όμως από τα σενάρια, όπως εξηγεί ο ίδιος, το υψηλό ενεργειακό κόστος στη χώρα είναι μια πραγματικότητα που πρέπει επιτέλους να αντιμετωπιστεί. Στο πλαίσιο αυτό, σημειώνει ότι η ΕΒΙΚΕΝ έχει ανταλλάξει επιστολές με την κυβέρνηση με προτάσεις για το ζήτημα του ενεργειακού κόστους και της απελευθέρωσης της αγοράς. Μεγαλύτερη είναι η ανησυχία στην αλυσίδα λιανικής – χονδρεμπορικής, όπου η οποιαδήποτε αλλαγή προς τα πάνω στις τιμές των καυσίμων επιβαρύνει άμεσα το ταμείο των επιχειρήσεων.
Οι κινήσεις
Μπροστά στις τελευταίες εξελίξεις η κυβέρνηση έσπευσε να ενεργοποιήσει μηχανισμούς ώστε πρώτα απ’ όλα να αποτραπεί ένα νέο κύμα κερδοσκοπίας, όπου συνηθίζεται να αυξάνονται πάντα οι τιμές στη λιανική παρά το γεγονός ότι χρειάζονται μήνες ώστε οι ανατιμήσεις από τις διεθνείς αγορές να περάσουν τελικά στην ελληνική. Απ’ ό,τι φάνηκε, ύστερα από σύσκεψη στα μέσα της εβδομάδας το υπουργείο Ενέργειας κατάφερε να πείσει τους παράγοντες της αγοράς καυσίμων να μην υπάρξουν βίαιες κινήσεις, με αποτέλεσμα η μέση τιμή της αμόλυβδης τελικά να μην αυξηθεί πάνω από 2 σεντς το λίτρο.
Την ίδια ώρα η κυβέρνηση μέσω του υπουργού Ανάπτυξης Αδωνη Γεωργιάδη μίλησε για πρώτη φορά δημοσίως για το ενδεχόμενο μείωσης του ειδικού φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα, ένα πάγιο αίτημα όλων των φορέων της αγοράς. Παράλληλα, άφησε να εννοηθεί ότι υπέρχει πιθανότητα για έκτακτα μέτρα -εφόσον χρειαστούν- ενίσχυσης των δικαιούχων του επιδόματος θέρμανσης.
Για την κυβέρνηση είναι κρίσιμης σημασίας να μην εκτροχιαστούν οι τιμές για δύο βασικούς λόγους. Ο πιο σοβαρός φυσικά είναι να αποτραπεί το ενδεχόμενο μιας νέας μεγάλης πίεσης στην οικονομία την ώρα που πάει να μπει σε τροχιά μεγαλύτερης ανάπτυξης. Ο δεύτερος είναι να αποφευχθεί η δημιουργία μιας συνθήκης όπου ο αντίκτυπος των ευνοϊκών κυβερνητικών μέτρων που προωθούνται για τις επιχειρήσεις και τους πολίτες, όπως η μείωση των φόρων, θα πνιγεί σε ένα νέο κύμα ανατιμήσεων. Και αυτό καθώς μια τέτοια εξέλιξη θα επηρεάσει όλη την κλίμακα της οικονομίας αφαιρώντας λεφτά από τα ταμεία των επιχειρήσεων αλλά και από τις τσέπες των ιδιωτών.
Ο σχεδιασμός του ΥΠΟΙΚ
Ενδεχόμενη διαμόρφωση των διεθνών τιμών του πετρελαίου στα επίπεδα των 70 δολαρίων το βαρέλι και πάνω αναμένεται επίσης να επηρεάσει αρνητικά τον σχεδιασμό του υπουργείου Οικονομικών. Είναι ενδεικτικό ότι το Πρόγραμμα Σταθερότητας που είχε στείλει η προηγούμενη κυβέρνηση στις Βρυξέλλες τον Απρίλιο ήταν ευθυγραμμισμένο με τις εκτιμήσεις των Ευρωπαίων ως προς την τάση των διεθνών τιμών του πετρελαίου και έτσι ο σχεδιασμός του 2020 είχε χτιστεί πάνω στην παραδοχή ότι η μέση τιμή του brent δεν θα ξεπεράσει τα 65 δολάρια. Σημειωτέον ότι υπολογισμοί των αρμόδιων υπηρεσιών καταλήγουν πως για κάθε 10 δολάρια που αυξάνεται η τιμή του πετρελαίου το ΑΕΠ ψαλιδίζεται κατά 0,3 μονάδες.