Οι τιμές πώλησης ενός βασικού αγαθού για την καθημερινή διατροφή εκατομμυρίων οικογενειών στην Ελλάδα όπως το ελαιόλαδο παραμένει στα ύψη εδώ και πολύ καιρό, αλλά δυστυχώς αυτό δεν είναι το χειρότερο, διότι κανείς δεν μπορεί, αυτή τη στιγμή, να προβλέψει τη διάρκεια και το μέγεθος του προβλήματος.
Πόσο μάλλον όταν διαπιστώνεται ότι οι συσκευασίες των 100 ml του τυποποιημένου προϊόντος κερδίζουν έδαφος, ενώ οι παραδοσιακοί… τενεκέδες με το χύμα λάδι των 17 λίτρων αντιμετωπίζονται πλέον ως είδος πολυτελείας.
Η κρίση του ελαιόλαδου εξακολουθεί να αποτελεί κεντρικό θέμα στα ρεπορτάζ των μεγαλύτερων διεθνών ΜΜΕ, όπως ο βρετανικός Independent, που έκανε εκτενή αναφορά στην Ελλάδα σε πρόσφατη έρευνά του σχετικά με την παραγωγή και την τιμή του, όμως οι απαντήσεις στα κρίσιμα ερωτήματα της εποχής μόνο αισιόδοξες και ευοίωνες δεν φαίνονται.
Σύμφωνα με τον βρετανικό τύπο το ελαιόλαδο απέκτησε ένα νέο προσωνύμιο το οποίο αντικατοπτρίζει το υπέρογκο κόστος του, «υγρός χρυσός» δηλαδή, με την πρόβλεψη ότι η κατάσταση πρόκειται να επιδεινωθεί.
Εκτιμάται επίσης ότι οι καταναλωτές στο Ηνωμένο Βασίλειο θα αναγκασθούν σύντομα να πληρώνουν, σύμφωνα πάντα με τη συγκεκριμένη πηγή, πάνω από 16 λίρες για ένα μπουκάλι 2 λίτρων εξαιρετικά παρθένου ελαιόλαδου, του πιο υγιεινού, λιγότερο επεξεργασμένου και ακριβότερου.
Άλλη σχετική έρευνα έδειξε τον Απρίλιο ότι η μέση τιμή ενός λίτρου ελαιόλαδου own label στα μεγάλα σούπερ μάρκετ της χώρας αυξήθηκε κατά 42% σε σύγκριση με αυτή που ίσχυε πριν από έναν χρόνο, στις 7,38 λίρες.
Σε αυτό το σημείο, η παρένθεση είναι ότι στην Ελλάδα οι πελάτες μιας αλυσίδας σούπερ μάρκετ, βρίσκουν το τυποποιημένο λάδι στα ράφια έως και αρκετά ακριβότερο, σε σχέση με την τιμή των 16 λιρών για τα 2 λίτρα για την οποία εκφράζεται το «παράπονο», χωρίς να ανταποκρίνεται πάντα το περιεχόμενο της κάθε συσκευασίας σε όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά…
Η πρώτη εξήγηση που δίνεται για τους λόγους που ο κλάδος έχει περιέλθει σε τόσο δεινή θέση, είναι ότι σε αντίθεση με τις άλλες αυξήσεις τιμών σε είδη ή προϊόντα καθημερινής κατανάλωσης τα οποία πωλούνται στα σούπερ μάρκετ, η κρίση του ελαιολάδου δεν μπορεί να αποδοθεί απλώς στον πληθωρισμό.
Σύμφωνα με τους Βρετανούς, που στο παρελθόν έχουν αφιερώσει άρθρα-ύμνους στο φημισμένο σε παγκόσμια κλίμακα και περιζήτητο σε πολλές χώρες εξαγωγής του ελληνικό ελαιόλαδο, οι παραγωγοί δίνουν «μάχη» σε μείζονα ζητήματα προσφοράς και ζήτησης.
Στα στοιχεία που παρατίθενται, αποκαλύπτεται ότι το Διεθνές Συμβούλιο Ελαιολάδου εκτιμά πώς η φετινή παραγωγή θα διαμορφωθεί ελιών θα διαμορφωθεί μόλις σε 2,3 εκατομμύρια τόνους, ελαφρώς χαμηλότερη από την περσινή απόδοση των 2,5 εκατομμυρίων τόνων και σημαντικά χαμηλότερη από τους 3,4 εκατομμύρια τόνους που παράχθηκαν το 2022, αποδίδοντας σε μεγάλη βαθμό την κάθετη αυτή μείωση στην κλιματική αλλαγή.
Στις αιτιάσεις του αρνητικού αυτού φαινομένου συμπεριλαμβάνονται οι συνεχόμενες χρονιές υψηλών θερμοκρασιών και ξηρασίας στην Ισπανία, μια χώρα όπου παράγεται το 40% των ελιών στον κόσμο, λόγω των οποίων περιορίστηκαν σημαντικά η ποσότητα και η ποιότητα της συγκομιδής.
Ειδικοί δήλωσαν μάλιστα στο πλαίσιο της έρευνας ότι οι ασυνήθιστα θερμές περίοδοι του χειμώνα αποδείχθηκαν ιδιαίτερα επιζήμιες για τα ελαιόδεντρα, το ίδιο και οι ανοιξιάτικοι καύσωνες, όπως αυτός που βίωσε η Ισπανία τον περασμένο Μάιο και αν ο καιρός δεν αλλάξει, οι τιμές του ελαιολάδου θα συνεχίσουν να αυξάνονται.
Σε συνάρτηση με την ισπανική κρίση του ελαιόλαδου, επισημαίνεται και ο ρόλος της ελληνικής παραγωγής.
Πέρσι, οι ελιές από την Ελλάδα και την Τουρκία χρησιμοποιήθηκαν για να καλύψουν το έλλειμμα, αλλά τώρα τα δέντρα τους πρέπει να ανακάμψουν από αυτή την… υπεραπόδοση και μοιραία οι ειδικοί περιμένουν ότι η συγκομιδή/παραγωγή στη χώρα μας θα μειωθεί έως και κατά 60% το 2024 (σ.σ. εκτίμηση η οποία δεν μπορεί να υιοθετηθεί βεβαίως, απλά επειδή αναφέρεται), με ότι αυτό θα σημαίνει για τις τιμές του τελικού προϊόντος στα ράφια των καταστημάτων του οργανωμένου λιανεμπορίου τροφίμων –και τα άλλα σημεία πώλησης- για τα νοικοκυριά (ή και για τις επιχειρήσεις εστίασης και άλλες οι οποίες το προμηθεύονται για να παρασκευάσουν τα δικά τους προϊόντα προς κατανάλωση).
Στην Ιταλία δε, έχει προστεθεί άλλος ένας «πονοκέφαλος» για τους ελαιοπαραγωγούς, πέρα από τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, καθώς σε περιοχές που χαρακτηρίζονται ως η «καρδιά» της παραγωγής της πολλά δέντρα την τελευταία δεκαετία έχουν καταστραφεί από ένα βακτήριο, η δράση του οποίου, μέχρι στιγμής, δεν φαίνεται να έχει αντιμετωπισθεί.
Ελαιο-κλοπές σε Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα
Οι πιο ακραίες, ίσως, συνέπειες της λεγόμενης κρίσης του ελαιόλαδου, σε συνδυασμό με τις δυσοίωνες προοπτικές του κλάδου της παραγωγής και εμπορίας ενός τόσο βασικού αγαθού για την καθημερινή διατροφή του ανθρώπου, είναι η δημιουργία μιας περίεργης κατάστασης η οποία ενισχύει ακόμα και την εγκληματικότητα στην Ευρώπη.
Τα μπουκάλια με το συσκευασμένο ελαιόλαδο, όπως σημειώνει ο διεθνής τύπος, είναι σήμερα ένα από τα πιο δημοφιλή αντικείμενα που κλέβουν οι Ισπανοί από καταστήματα.
Και δεν γίνεται λόγος μόνο για τους οικονομικά ταλαιπωρημένους πελάτες που οδηγούνται σε έναν «κλεφτοπόλεμο» με τους υπευθύνους για τη λειττουργία των καταστημάτων, αλλά και για οργανωμένες συμμορίες, οι οποίες κλέβουν το λάδι ακόμα και από ελαιοτριβεία και προσπαθούν να το πουλήσουν, αραιωμένο ή νοθευμένο στη μαύρη αγορά.
Έρευνα ισπανικής εταιρείας η οποία ειδικεύεται σε θέματα ασφαλείας εξήγαγε το συμπέρασμα ότι τα μπουκάλια του ελαιόλαδου ήταν το αντικείμενο με τις περισσότερες κλοπές στα σούπερ μάρκετ, σε 8 από 17 περιοχές της χώρας.
Αντίστοιχα, στην Ελλάδα και την Ιταλία, καταγράφονται φερόμενες καταγγελίες ότι οι κλέφτες βάζουν στο μάτι ολόκληρους ελαιώνες, φτάνοντας να πριονίζουν κλαδιά γεμάτα με ελιές από τα δέντρα, με μια ιδιότυπη «μέθοδο συγκομιδής», σε βάρος της περιουσίας των πραγματικών ιδιοκτητών τους. Παράγοντας του κλάδου στην γειτονική χώρα παρομοίασε την όλη κατάσταση με ένα σκηνικό που θυμίζει «άγρια δύση».
Οι… εναλλακτικές λύσεις
Το θετικό είναι ότι δεν λείπουν οι προβλέψεις για τη βελτίωση των θερμοκρασιών σε χώρες όπως η Ισπανία για το καλοκαίρι, με τον βροχερό καιρό που προηγήθηκε να κρίνεται… ενθαρρυντικός για την παραγωγή ελαιόλαδου. Χωρίς αυτό από μόνο του να είναι αρκετό για να μπει «φρένο» στην αύξηση των τιμών πώλησης ενός από τα πολυτιμότερα αγαθά της γης, ούτε φυσικά και στην ίδια την κλιματική αλλαγή.
Άλλες μελέτες ανέφεραν ότι στις αρχές του 2024 όλες οι χώρες της Ε.Ε. κατέγραψαν αύξηση του ετήσιου πληθωρισμού του ελαιόλαδου, με την υψηλότερη στην Πορτογαλία (+69% σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του 2023) και μετά σε την Ελλάδα (+67%), την Ισπανία (+63%).
Η Eurostat εντόπισε τις μικρότερες αυξήσεις τιμών σε Ρουμανία (+13%), Ιρλανδία (+16%) και Ολλανδία (+18%).
Στο άρθρο προτείνεται πάντως και η χρήση εναλλακτικών μορφών βρώσιμου ελαίου που δεν παράγεται από… ελιές, όπως φυτικό λάδι, ηλιέλαιο, κραμβέλαιο, σησαμέλαιο, τα οποία πωλούνται σε πιο προσικές τιμές για τον μέσο καταναλωτή. Όχι φυσικά ότι πιο αισιόδοξο…
Διαβάστε ακόμη:
Κώστας Καραφωτάκης – Τάκης Πέρκιζας: Το σχέδιο για τη νέα εποχή της ΕΨΑ
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ