Το 1920 ήταν μία ιδιαίτερη χρονιά για την Ελλάδα. Ηταν η χρονιά όπου η χώρα με τη Συνθήκη των Σεβρών αύξανε τα σύνορά της κυνηγώντας την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας.
Σ την οδό Θηβών 36, στην Κοκκινιά, ο Γιάννης Κουνέλης είχε μόλις δημιουργήσει μία βιοτεχνία, ένα μικρό εργοστάσιο όπου κατασκεύαζε κυρίως μεταλλικά κουτιά για το μπαρούτι.
Η καταγωγή του ήταν από τα «νέα εδάφη», και συγκεκριμένα την πόλη των Σερρών, την οποία στις αρχές του περασμένου αιώνα, όταν ακόμα ήταν υπό τουρκική κατοχή, έλαβε τη μεγάλη απόφαση να την εγκαταλείψει και να κατέβει στον Πειραιά. Οι σπουδές στη σχολή μηχανικών και αργότερα η στενή συνεργασία του με τον Ευάγγελο Μυτιληναίο, παππού του γνωστού επιχειρηματία, στο δικό του επιχειρηματικό εγχείρημα θα του έδιναν γρήγορα τα εφόδια για να χαράξει τη δική του διαδρομή στο επιχειρείν. Μία διαδρομή που μπλέχτηκε με την ιστορική πορεία της χώρας, επηρεάστηκε από τα ορόσημα κάθε εποχής και έφτασε να συνεχίζει ακόμα και σήμερα, μέσω όμως ενός άλλου Γιάννη Κουνέλη, του εγγονού!
Επί των ημερών του τελευταίου, από τα μέσα της δεκαετίας του ‘70 μέχρι σήμερα, η οικογενειακή επιχείρηση όχι μόνο θα καταφέρει να αποκτήσει ένα αναγνωρίσιμο brand προτάσσοντας τον τίτλο Domus, αλλά θα καταστεί ηγέτιδα δύναμη στην κατασκευή κλειδαριών, και σήμερα μία σημαντική εξαγωγική δύναμη σε μια αγορά που συνήθως κυριαρχείται από τις ιταλικές ή τις κινέζικες εταιρείες. Και μπορεί από την εποχή του παππού ως τα χρόνια του εγγονού να έχουν συμβεί τεκτονικές αλλαγές τόσο στη χώρα όσο και στην ίδια την οικογενειακή επιχείρηση (με κυριότερη τη στροφή που θα κάνουν το ‘50 ο πατέρας του Θεόδουλος και ο θείος του Βασίλης στην κατασκευή εξαρτημάτων για κουφώματα, συμπεριλαμβανομένων κλειδαριών), ωστόσο κάτι θα παραμείνει σταθερό. Η Κοκκινιά.
Από τη «γλωσσού» ως τον κορωνοϊό
«Ηταν συνειδητή απόφαση όταν ήρθε η ώρα να επενδύσουμε σε ένα νέο και μεγαλύτερο εργοστάσιο να επιλέξουμε την Κοκκινιά. Παραμένουμε στον ίδιο δρόμο, απλά μεταφερθήκαμε λίγο πιο πάνω», λέει στο «business stories» ο κ. Κουνέλης σε μία συζήτηση εφ’ όλης της ύλης. Ο ίδιος σήμερα θεωρείται από τους σοβαρούς επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στον ευρύτερο χώρο των κατασκευαστικών υλικών, έχοντας καταφέρει να καταστήσει την Domus όχι μόνο πρωταγωνίστρια στην αγορά, αλλά και πρωτοπόρα εταιρεία με πατέντες στο πέρασμα του χρόνου που έχουν επηρεάσει σημαντικά τις κατασκευές, από την περιβόητη «γλωσσού» που κάνει και διεθνή καριέρα ως την «τρίαινα».
Η κουβέντα μας δεν θα μπορούσε να μην ξεκινήσει από τις επιπλοκές που έχει προκαλέσει η πανδημία του κορωνοϊού.
Ο ίδιος εμφανίζεται από τη μία ανακουφισμένος καθώς το πλήγμα στην εταιρεία δεν ήταν μεγάλο στο κρίσιμο δίμηνο του lockdown, δεν παύει όμως να ανησυχεί για το μέλλον. «Ευτυχώς είχαμε πολλές παραγγελίες από το εξωτερικό οι οποίες δεν ακυρώθηκαν. Οπότε μετά το πρώτο σοκ και το στοπ που επιβάλαμε στην παραγωγή, οργανωθήκαμε ώστε να αρχίσουμε να προωθούμε τις εξαγωγές μας ικανοποιώντας τις παραγγελίες που είχαμε. Τον πρώτο μήνα με αργούς ρυθμούς, τον Απρίλιο φτάσαμε σε ένα 80% και από τον Μάιο και έπειτα δουλεύουμε φουλ», εξηγεί, και συνεχίζει: «Η αγορά στην Ελλάδα πάλι “έκατσε” και μέσα στους δύο μήνες της καραντίνας άντε να κάναμε τζίρο μίας εβδομάδας! Παρ’ όλα αυτά στο πρώτο πεντάμηνο οι απώλειες από πέρυσι ήταν 9% συνολικά, ενώ σε σχέση με τους στόχους που είχαμε θέσει ήμασταν στο -16%. Ωστόσο είμαι αισιόδοξος. Από τον Μάιο και έπειτα υπήρξε μια εκτίναξη στις πωλήσεις. Ο κόσμος προφανώς είχε τη λαχτάρα να επισκευάσει τα σπίτια του, οι επαγγελματίες από την πλευρά τους να τελειώσουν γρήγορα τις δουλειές τους και έτσι διαμορφώθηκε μία τάση που ευτυχώς ήρθε να μας βοηθήσει να καλύψουμε το κενό», προσθέτει. Επομένως η ελληνική αγορά και κυρίως το κομμάτι των ιδιωτών το τελευταίο δίμηνο έχει ξαναζεσταθεί, δημιουργώντας και ελπίδες για το σύνολο της χρονιάς. «Το τουριστικό κομμάτι, ξενοδοχεία, εστιατόρια κ.ο.κ., παραμένει παγωμένο. Επίσης, αυτό που είναι ανησυχητικό είναι ότι σε αυτό το διάστημα παρατηρούμε να περιορίζεται η δυναμική των εξαγωγών. Και αυτό το βλέπουμε σε όλες τις χώρες που εξάγουμε, από τον αραβικό κόσμο ως τις βόρειες χώρες όπου έχουμε καλή παρουσία. Ελπίζω σιγά-σιγά τα πράγματα να ισορροπήσουν», τονίζει.
Παρ’ όλα αυτά, σε καμία περίπτωση για τον ίδιο δεν είναι χαμένη χρονιά το 2020. «Οι ομάδες των πωλήσεων που έχουμε είναι αισιόδοξες. Ελλείψεις υλικών -δόξα τω Θεώ- δεν έχουμε, αφού φροντίσαμε εγκαίρως για όλα αυτά. Eπειτα μειώσαμε όσο μπορούσαμε τα λειτουργικά μας έξοδα, με κεντρική στόχευση πάντα να διατηρήσουμε το προσωπικό μας ακέραιο. Κάποιες επενδύσεις που θέλαμε να κάνουμε τις μεταθέσαμε για λίγο αργότερα. Αν δεν έχουμε κάποια καταστροφική νέα εξέλιξη στο κομμάτι της πανδημίας, τότε η χρονιά θα σωθεί», λέει.
Την ίδια ώρα, αναγνωρίζει ότι ο κορωνοϊός ίσως αποτελέσει και game changer για την ίδια την αγορά σε ό,τι αφορά τα προϊόντα με μεγάλη ζήτηση. «Ξεκινάει τώρα αυτό που χαρακτηρίζω ως “αντιμικροβιακή εποχή Domus”. Προ διετίας περίπου είχαμε κυκλοφορήσει ένα πόμολο κουφώματος με ειδική επίστρωση που εξουδετερώνει το 99,9% των μικροβίων. Hταν κάτι που αναπτύξαμε με ειδικές ομάδες και κάνοντας άπειρα τεστ με σοβαρές εταιρείες χρωμάτων. Εχει πιστοποιηθεί δε από δύο ανεξάρτητα εργαστήρια της Μ. Βρετανίας. Πλέον αυτό σκεφτόμαστε να το επεκτείνουμε σε όλα τα προϊόντα μας», σημειώνει.
Για τον κ. Κουνέλη οι μεγάλες προκλήσεις δεν είναι κάτι άγνωστο. Μέσα στον ορυμαγδό της περασμένη δεκαετίας, που στην κυριολεξία σάρωσε τις κατασκευές, κατάφερε να κρατήσει όρθια την εταιρεία, προχωρώντας άμεσα στον μετασχηματισμό της και επικεντρώνοντας τις προσπάθειές του εκτός συνόρων. «Πλέον είμαστε ενεργοί σε 30 χώρες. Από τα περίπου 10 εκατ. ευρώ πωλήσεων που κάναμε πέρυσι, το 56% ήρθε από το εξωτερικό και το 44% από την Ελλάδα», λέει ο κ. Κουνέλης, και συνεχίζει: «Οι εξαγωγές μάς πρόσφεραν σημαντική βοήθεια. Βέβαια ο τζίρος ακόμα υπολείπεται των επιπέδων προ της κρίσης, αν και πιστεύω ότι μπορούμε να τον φτάσουμε. Και τότε η πλειονότητα των πωλήσεών μας γινόταν στο εσωτερικό. Οι εξαγωγές αναλογούσαν περίπου στο 20%-25% του τζίρου μας».
Οπως εξηγεί, για την εταιρεία και την αγορά η χειρότερη χρονιά ήταν το 2014. «Εκτοτε ακολουθούμε μία διαρκή αναπτυξιακή πορεία. Σήμερα η ελληνική αγορά έχει ανακάμψει περίπου κατά 50% από εκείνα τα επίπεδα. Δεν νομίζω ότι θα φτάσει τα προ κρίσης επίπεδα, αλλά θα έχει έναν πιο ομαλό ρυθμό ανάπτυξης», εκτιμά.
Βέβαια οι εξαγωγές δεν ήταν κάτι νέο για την Domus. «Από το 1971 περίπου, όταν πρωτομπήκα στην επιχείρηση, κάνουμε εξαγωγές. Οι πρώτες χώρες ήταν ο Λίβανος και η Λιβύη. Ακολούθησαν τα Βαλκάνια και σήμερα έχουμε φτάσει να είμαστε ενεργοί σε 30 χώρες», λέει ο κ. Κουνέλης. Μάλιστα προ μηνών η Ελληνική Ακαδημία Μάρκετινγκ είχε βραβεύσει την Domus με το χρυσό βραβείο εξαγωγών για μικρομεσαία εταιρεία.
Το αραβικό όνειρο
«Πάντα όμως το δυνατό μας σημείο ήταν ο αραβικός κόσμος, όπου πλέον έχουμε καθιερωθεί», σημειώνει ο κ. Κουνέλης. «Παιδευτήκαμε πολλά χρόνια, χρηματοδοτούσαμε ουσιαστικά εξαγωγές πουλώντας κάτω του κόστους για να καταφέρουμε να διεισδύσουμε. Πλέον, όμως, έχουμε κάνει όνομα για τα ποιοτικά μας προϊόντα και έτσι μπορούμε να έχουμε καλύτερη τιμολογιακή πολιτική ενισχύοντας την κερδοφορία μας».
Δεν κρύβει μάλιστα ότι οι εξαγωγές αποτελούν τον βασικό άξονα του στρατηγικού σχεδίου της εταιρείας. «Χωρίς να ξεχάσουμε την Ελλάδα, θέλουμε να δυναμώσουμε τις εξαγωγές μας, να παλέψουμε κόντρα στους διεθνείς ανταγωνιστές. Εδώ θα μετακινηθούμε σε δυσκολότερα προϊόντα αφήνοντας χώρο στα κινέζικα και τα “βιοτεχνικά”. Ούτως ή άλλως από τα απλά προϊόντα δεν μπορείς να κερδίσεις. Χρειάζεσαι πιο… σοφιστικέ», λέει.
Ο ανταγωνισμός και τα «μαύρα» προϊόντα
Οπως εξηγεί ο κ. Κουνέλης, το 95% των εξαγωγών σήμερα αφορά κλειδαριές και πόμολα για κουφώματα αλουμινίου. «Τα ξύλινα τα αφήσαμε εδώ και μία εικοσαετία περίπου. Ο ανταγωνισμός εκεί ήταν μεγάλος», σημειώνει.
Σήμερα οι μεγαλύτεροι ανταγωνιστές για εκείνον είναι γερμανικές και ιταλικές εταιρείες. «Μετά είναι τα κινέζικα προϊόντα σε… διάφορες μορφές, αφού πολλές φορές βαφτίζονται ιταλικά. Δυστυχώς αυτά τροφοδοτούν και μια τεράστια για τα ελληνικά δεδομένα μαύρη αγορά», λέει. «Υπάρχουν πολλοί χονδρέμποροι που τα βγάζουν στην αγορά χωρίς κανένα παραστατικό. Και φυσικά κάτι τέτοιο δεν μπορείς να το ανταγωνιστείς. Δυστυχώς μέσα στην οικονομική κρίση δουλεύουν με μαύρα και πολλοί επαγγελματίες, οπότε έχει δημιουργηθεί σήμερα ένας τεράστιος κύκλος. Υπολογίζω ότι για κάθε τέσσερα προϊόντα που κυκλοφορούν στην αγορά το ένα είναι “μαύρο”», σημειώνει.
Η κρίση όμως είχε ως αποτέλεσμα και κάτι άλλο που πλήττει την αλυσίδα της παραγωγής. «Λείπουν πλέον κομμάτια της. Τμήματα του κλάδου μας έχουν πλέον κλείσει, με αποτέλεσμα να μην μπορείς να βρεις προμηθευτή στην Ελλάδα. Οπότε κι εμείς που παράγουμε στην Ελλάδα τα προϊόντα μας πρέπει να προμηθευτούμε συγκεκριμένα εξαρτήματα από το εξωτερικό ώστε να προβούμε στη μεταποίηση. Γι’ αυτό είναι καίριας σημασίας, εάν μιλάμε για στήριξη της βιομηχανίας, να αναγεννηθούν τμήματα που σήμερα λείπουν. Εάν απασχολούμε σήμερα 100 άτομα στο εργοστάσιό μας, άλλοι τόσοι απασχολούνται στα εργοστάσια των προμηθευτών μας για εμάς». Για τον κ. Κουνέλη η χώρα μας διαθέτει ανθρώπους με ταλέντο που θα μπορούσαν να σταθούν με την κατάλληλη βοήθεια στον διεθνή ανταγωνισμό. Εξάλλου η ίδια η Domus πριν από αρκετές δεκαετίες προσπαθούσε ουσιαστικά να φέρει τεχνογνωσία από το εξωτερικό για να αναπτύξει προϊόντα για την ελληνική αγορά, κατάφερε όμως να αντιστρέψει αυτή την πορεία μέσω της δικής της καινοτομίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η κλειδαριά με το όνομα «γλωσσού», την οποία δημιούργησε στα μέσα της δεκαετίας του ‘80 και έκτοτε -με τις απαραίτητες αναβαθμίσεις- αποτελεί τη ναυαρχίδα των πωλήσεών της εντός και εκτός συνόρων.
«Ηταν μια δική μας πατέντα, με την οποία καταφέραμε να διπλασιάσουμε τον χώρο της κλειδαριάς στις μικρές πόρτες. Ηταν κάτι το πρωτοποριακό διεθνώς και εξελίχθηκε σε μία γκάμα 15 διαφορετικών κλειδαριών». Οπως λέει ο κ. Κουνέλης, σήμερα η Domus έχει περίπου 30 πατέντες, όλες φτιαγμένες στο σχεδιαστήριο και το μηχανουργείο της εταιρείας στην οδό Θηβών. «Κάποιες απ’ αυτές πατάνε σε προηγούμενες εφευρέσεις, όμως τουλάχιστον δέκα είναι από την αρχή ως το τέλος δικές μας», λέει. Η Domus προ μηνών εντάχθηκε στην Πρωτοβουλία ΕΛΛΑ-ΔΙΚΑ ΜΑΣ, ένα κλαμπ εταιρειών που έχει πιστοποιηθεί ότι η παραγωγή, η έδρα και η ιδιοκτησία τους είναι στην Ελλάδα. «Αυτό που νιώθω είναι ότι υπάρχουν πολλές αξιόλογες παραγωγικές εταιρείες που θέλουν να είναι σύγχρονες. Το πρόβλημα όμως είναι το μέγεθος της χώρας και της ελληνικής αγοράς. Και δεν υπάρχει εταιρεία που να μην ήταν δυνατή στην τοπική αγορά πριν ξεκινήσει να γίνεται διεθνής. Να έχει δηλαδή καλές βάσεις.
Το ΕΛΛΑ-ΔΙΚΑ ΜΑΣ αποτελεί ένα μέσο για να αναδειχθούν αυτές οι δυνάμεις. Το να στηρίξουμε τις σωστές ελληνικές εταιρείες ώστε αργότερα να κάνουν το άλμα είναι εθνικό θέμα. Μέσω του ΕΛΛΑ-ΔΙΚΑ ΜΑΣ μπορούμε να πείσουμε το κοινό για τη σοβαρότητα αυτών των εταιρειών, που στο τέλος επιστρέφουν αυτή τη στήριξη ενισχύοντας από πολλές πλευρές την ελληνική οικονομία», λέει.
Ο ίδιος είχε τελειώσει την Ανωτάτη Βιομηχανική στον Πειραιά (το νυν Πανεπιστήμιο Πειραιώς) πριν ενταχθεί στην οικογενειακή επιχείρηση. «Βέβαια, από μικρό παιδί θυμάμαι τον εαυτό μου εδώ μέσα. Ο πατέρας μου δεν με πίεσε να ασχοληθώ, όμως το αγάπησα. Το ίδιο κάνω και με τα παιδιά μου. Θέλω να ασχοληθούν με κάτι που θα το αγαπάνε. Και επειδή δεν μου αρέσει η οικογενειοκρατία αλλά η αξιοκρατία, έχω τη βαθιά βεβαιότητα ότι τα ικανά στελέχη μας αποτελούν και το μέλλον της εταιρείας», σημειώνει.