Μέσα Ιουλίου του 1993. Το 30ο Ράλι Αιγαίου ξεκινά. Τα ιστιοπλοϊκά σκάφη αποπλέουν από γραμμή εκκίνησης του Φαλήρου για να διανύσουν 170 ναυτικά μίλια ως τη Κρήτη. Μια εβδομάδα αργότερα οι ιστιοδρομίες Ηράκλειο- Άγιος Νικόλαος, ολοκληρώνονται. Εκείνο το μεσημέρι του Σαββάτου 24 Ιουλίου οι συμμετέχοντες γεύονται την παραδοσιακή κρητική φιλοξενία σε γλέντι στη νησίδα Ντία, 7 ναυτικά μίλια. ανοιχτά του Ηρακλείου. Το καζάνι της ψαρόσουπας γεμάτο από ροφούς μοσχοβολά ενώ η τοπική ρακή ρέει άφθονη. Ακολουθεί το ίδιο βράδυ δεξίωση στο κατάστρωμα του 36μετρης ξύλινης θαλαμηγού «Αετός», ένα από τα ωραιότερα ιστιοφόρα του κόσμου ναυπηγημένο από φημισμένο καραβομαραγκούς σε ντόπιους ταρσανάδες, που ανήκει στην εφοπλιστική οικογένεια Λυκιαρδοπούλου.
Εκεί, ανάμεσα σε σκίπερ, πληρώματα, διοργανωτές, κριτές, παράγοντες και δημοσιογράφους μια ευγενική, όσο και διακριτική, φιγούρα με λεπτά χαρακτηριστικά, κοφτερό γαλάζιο βλέμμα και σταθερή περπατησιά, περνάει σχεδόν απαρατήρητη στο συνωστισμό. Όλοι γνωρίζουν τον «απρόσιτο», ολιγόλογο, σχεδόν λακωνικό και αθόρυβο 55χρονο ευπατρίδη του οποίου το σκάφος της ομάδας του «Ωκύαλος VII» με κυβερνήτη το Γιώργο Έρτσο έχει κερδίσει τον αγώνα. Δεν χρειάζεται συστάσεις στο χώρο της αγωνιστικής ιστιοπλοΐας. Είναι μια εμβληματική φυσιογνωμία, σεβαστή απ όλους, που απέχει από τα φώτα της δημοσιότητας.
Ως κοσμοπολίτης, διανοούμενος, ενθουσιώδης αναγνώστης βιβλίων και άριστος γνώστης της Ιστορίας, συλλέκτης και λάτρης των ελληνοκεντρικών έργων τέχνης καθώς και υποστηρικτής ενός ευρύτατου κοινωφελούς και πολιτιστικό έργου, θα μπορούσε να συγκεντρώνει πάνω του τα φλας μιας επουσιώδους δόξας και παροδικής φήμης
Ο Γιάννης Κωστόπουλος δεν ήταν άνθρωπος του κατάδηλου, λουσμένου στο φως των προβολέων, προσκηνίου. Σε λαμπερά γκαλά, σελεμπριτοσουαρέ, ελβετικά σαλέ και εμπορικές βερνισάζ η παρουσία του κρινόταν ως αδιανόητη. Αποδεδειγμένα δεν ήταν πουριτανός αλλά δεν θα διακινδύνευε να διασυρθεί η ευρέως αποδεκτή εγκυρότητα του ανάμεσα σε πάσης φύσεως ποζάτα σούργελα. Παρότι εκάστοτε πρωταγωνιστής στα οικονομικά δρώμενα της χώρας η φιλοσοφημένη στάση ζωής, οι θεμελιωμένες αρχές και αξίες του δεν του επέτρεπαν αποκάλυψη σε ότι θεωρούσε άσκοπες επιδείξεις. Παρά την προσήνεια και το χιούμορ του προς τους οικείους συνομιλητές συνεργάτες και φίλους του, στάθηκε συνεπής στη διαφύλαξη του κύρους και της αξιοπρέπειας του από κάθε περιττή έκθεση. ανέκαθεν αρκούσε η δεύτερη, πέραν της επαγγελματικής, δημόσια εικόνα του -και αυτή περιορισμένη σε κοινή θέα- ως δεινού ιστιοπλόου που γνωρίζει από χέρι το πηδάλιο, τα πανιά, τα σκαριά και τη τεχνική η να βρίσκει ισορροπία σε στροβιλιστικές φουρτούνες.
Είναι έξαλλου είναι ο χαμηλών τόνων άνθρωπος ο οποίος είχε δημιουργήσει το 1988 μια ιστορική ιστιοπλοϊκή ομάδα. Την βάφτισε «Ωκύαλος», που σημαίνει εκείνος που κινείται με ταχύτητα πάνω στο νερό. Ως «Ωκύαλος ναυς», άλλωστε, ο Όμηρος χαρακτηρίζει το πλεούμενο του πολυμήχανου του Οδυσσέα. Με το ίδιο όνομα τα σκάφη της ελληνικής ομάδας κατέκτησαν για τρία συνεχή χρόνια (1988, 1989 και 1990) το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα ανοικτής θαλάσσης. Τα δυο πρώτα στην κατηγορία Three-Quarter Ton και το τρίτο, στην αποκαλούμενη Formula 1 των θαλάσσιων αγώνων, την One Ton. Ο ίδιος ήταν παρών στην τελευταία απονομή. Φορώντας μπλε νιτσεράδα με φόντο το συννεφιασμένο σκηνικό της θάλασσας του νησιού Μάρστραντ στη Σουηδία σήκωσε το βαρύτιμο τρόπαιο. Ένα ξακουστό ασημένιο κύπελλο με εβένινη βάση που ζυγίζει 10 κιλά και θεωρείται κομψοτέχνημα του στιλ αρ νουβό. Έδειχνε περήφανος από αυτή τη διεθνή σημαντική διάκριση του παγκόσμιου πρωταθλητή.
Όσοι δεν τον γνώριζαν θα τον περνούσαν για ένα ψημένο στα κύματα και τους ανέμους ναυτικό που βάζει την ψυχή του με ότι θαλασσινό καταπιάνεται, χωρίς να αναμένει ανταμοιβή. Δεν θα έπεφταν και πολύ έξω στη περιγραφή, γιατί με το ίδιο δημιουργικό πάθος ξεχώριζε και στη στεριά αυτός ο, από τα γεννοφάσκια του, τραπεζίτης. Γόνος μιας οικογένειας τραπεζιτών, πολιτικών και φιλότεχνων με μακρόχρονη ιστορία, τρίτης γενιάς τραπεζίτης ο ίδιος, επικεφαλής και διευθύνων σύμβουλος της ιδιωτικής τράπεζας που το 1994, οκτώ μήνες μετά από εκείνο το Ράλι Αιγαίου, θα μετονομαζόταν σε Alpha Τράπεζα Πίστεως. Το τιμόνι της οποίας κράτησε γερά, υπό τις διάφορες κατά καιρούς μετωνυμίες της, με αντοχή, διορατικότητα και τόλμη επί 40 χρόνια. Αγναντεύοντας σταθερά με το καπετανίσιο του βλέμμα ανοιχτούς ορίζοντες
Ο Γιάννης Κωστόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1938. Ο πατέρας του Σπύρος, τέταρτος γιος του Μεσσήνιου Ιωάννη Φ. Κωστόπουλου συμμετείχε από πολύ νωρίς στις δραστηριότητες των οικογενειακών επιχειρήσεων και διετέλεσε διευθυντής της τράπεζας που ίδρυσε ο δικός του πατέρας. Η μητέρα του Ευρυδίκη, θυγατέρα του εμποροβιομηχάνου Δημητρίου Μαντζούνη από την Τρίπολη Αρκαδίας, ήταν ζωγράφος που ανέπτυξε πλούσια κοινωνική και φιλανθρωπική δράση. Ο γιός τους βαφτίστηκε με το όνομα του παππού του με νονά την Ελισάβετ, σύζυγο του πολιτικού και σύντομης διάρκειας πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κορυζή, ο οποίος εικάζεται ότι αυτοκτόνησε λίγες ημέρες πριν την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα.
Οι γονείς αμφότεροι φιλότεχνοι κληροδότησαν στα παιδιά τους την αγαπημένη τους καλλιτεχνική κλίση. Η μεγαλύτερη κόρη τους η Αναστασία- Αννη Κωστοπούλου γνωστή ζωγράφος και διακεκριμένη συλλέκτης υπήρξε αρχικά σύζυγος του «αθάνατου» της ΔΟΕ Νίκου Φιλάρετου και πολύ αργότερα συνδέθηκε με τον πρωτοποριακό ζωγράφο χαράκτη και γλύπτη Γιάννη Γαίτη ο ποιος υπήρξε σύντροφος της μέχρι το θάνατο του το 1984. Ο γιος τους Γιάννης διαφύλαξε την αγάπη τους για τα γράμματα και την τέχνη, ενώ εκτιμάται πως εκτός από το επιχειρηματικό δαιμόνιο των προγόνων του κληρονόμησε από τον πατέρα του το γούστο στο κομψό ντύσιμο με τις καλαίσθητες γραβάτες καθώς και την αδυναμία του στο κάπνισμα του πούρου.
Αναθρεμμένος σε ένα περιβάλλον αυστηρά σκληρής επιχειρηματικότητας και ρομαντικής πνευματικής καλλιέργειας που απόπνεαν τα λιγοστά μεν υπαρκτά δε, παλιά αστικά τζάκια, υιοθέτησε βιωματικά τα παραδοσιακά ήθη, τα «κλειστά» αφηγήματα και την ερμητική, σχεδόν, αποχή τους από τη δημόσια προβολή του ιδιωτικού τους βίου. Αποφάσισε να σπουδάσει ναυπηγός παρακινούμενος από την αγάπη του για τη θάλασσα, ίσως και ενθαρρυμένος από τη ρήση πώς όλα τα κύματα του κόσμου ξέρουν τις καρίνες των ελληνικών πλοίων. Αποφοίτησε από King’s College του Νιούκαστλ το οποίο ήταν συνδεδεμένο με πανεπιστήμιο του Ντάραμ της Αγγλίας. Με το πτυχίο στα χέρια δούλεψε ως δόκιμος μηχανικός σε δεξαμενόπλοιο ειδικού φορτίου. Ωστόσο η οικογενειακή τραπεζική επιχείρηση τον καλούσε επειγόντως να ασχοληθεί μαζί της. Εργάσθηκε σε τράπεζες των Η.Π.Α. αποκτώντας τη σχετική εμπειρία και επέστρεψε στην Ελλάδα το 1963. Ξεκίνησε να δουλεύει στην τράπεζα με αντικείμενο τις χορηγήσεις στο κεντρικό κατάστημα επί της οδού Σταδίου. Είχε μια παράδοση με ρίζες δεκαετιών, συναρθρωμένη με την σύγχρονη πολιτικοοικονομική ιστορία του τόπου, να διαχειριστεί.
Ο συνονόματος παππούς του Γιάννη Κωστόπουλου, ένας δραστήριος έμπορος υφασμάτων από τη Σπερχογεία Μεσσηνίας, το άλλοτε “Κουρτσαούσι” της Τουρκοκρατίας, ίδρυσε το 1879 μια εμπορική εταιρεία στην κοντινή Καλαμάτα. Το 1916, μεσούντος του Α Παγκοσμίου πολέμου το πιστωτικό τμήμα της εταιρείας αποσπάσθηκε από τον εμπορικό οίκο και αυτονομήθηκε το 1918 σε τράπεζα Καλαμών, δημιουργώντας μία από τις πρώτες ιδιωτικές τράπεζες της Ελλάδας. Το 1924 με τα εγκαίνια της Β’ Ελληνικής δημοκρατίας υπό τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου μεταφέρθηκε στην Αθήνα, μετονομάστηκε σε Τράπεζα Ελληνικής Εμπορικής Πίστης και οργάνωσε ένα περιφερειακό δίκτυο υποκαταστημάτων στη Πελοπόννησο. Στα δύσκολα χρόνια της οικονομικής ανασυγκρότησης που ακολούθησαν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η τράπεζα άντεξε στους κλυδωνισμούς χάρη στα ιδιόκτητα ακίνητα της, μετονομάστηκε το 1947 σε Τράπεζα Εμπορικής Πίστεως και προσανατολίστηκε πλέον στην ανάπτυξη ενός μικρού αλλά πανεθνικού δικτύου. υποκαταστημάτων. Τη δεκαετία του 60 στο τιμόνι της βρισκόταν πατέρας του, Σπύρος. Την ίδια ώρα ο αδελφός του Σταύρος και θείος του, ασχολιόταν με την πολιτική. Είχε πρωτοεκλεγεί βουλευτής Μεσσηνίας στο μεσοπόλεμο με τη βενιζελική παράταξη, διατελέσει υπουργός κυβερνήσεων του κόμματος των Φιλελευθέρων, ενώ εκείνα τα φεγγάρια των πρώιμων 60΄s μετά από έντεκα επιτυχημένες εκλογικές αναμετρήσεις ήταν υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης της Ένωσης Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου.
Μετά από σφοδρή αντιπαράθεση με τον Ανδρέα Παπανδρέου συντάχτηκε με τους εσωκομματικούς υπονομευτές που δρομολόγησαν τη πτώση του εκλεγμένου πρωθυπουργού, και κατόπιν ορκίσθηκε υπουργός Εθνικής Άμυνας. σε κυβέρνηση των «αποστατών ». Για τον παρατηρητικό 27χρονο τότε Γιάννη Κωστόπουλο η περίοδος εκείνης της έντονης πολιτικής ανωμαλίας και του κλίματος διχασμού υπήρξε ένας καλός οδηγός σύνεσης για το τι πρέπει ένας σώφρων επιχειρηματίας να αποφεύγει. Η μετέπειτα ισχυρή σφραγίδα της δράσης του αποτυπώθηκε πάνω στην ακλόνητη πεποίθηση του να υπηρετεί ρεαλιστικά το κοινό συμφέρον της ενότητας απέναντι τα φορτισμένα και διαλυτικά μικροκομματικά δαιμόνια. Ποτέ δεν συντονίστηκε με συγκυριακές πολιτικές επιδιώξεις, απωθημένα και διαιρέσεις, χρησιμοποίησε την ορθολογική του επάρκεια και τη νηφάλια εμπειρία του ώστε να αποφευχθούν επιζήμιες καθηλώσεις. Υπό αυτή την έννοια δεν υπήρξε ένα άκαπνος ελιτιστής που έπασχε από πολιτική θολούρα. Αντίθετα είχε επίγνωση της πραγματικής πολιτικής που οφείλει να αναζήτα βιώσιμες λύσεις σε κάθε πρόβλημα. Δικαιολογημένα τον αποκάλεσαν «Νέστορα» του εγχώριου τραπεζικού συστήματος. Τον ίδιο άνθρωπο που με αφοπλιστική ειλικρίνεια είχε παραδεχτεί ότι το τραπεζικό σύστημα στην Ελλάδα χωρά δυόμισι τράπεζες, αναστατώνοντας πριν τη κρίση τους αιθεροβάμονες κύκλους της αγοράς.
Άμεσος, εύστροφος και δυνατός παίκτης δεν του αποδόθηκε αναπάντεχα ο τίτλος του «πατριάρχη» του εγχώριου τραπεζικού τομέα. Ήταν ο μοναδικός Έλληνας τραπεζίτης ο οποίος είδε και βίωσε «από μέσα» την εποχή των μεγάλων κρίσιμων αλλαγών της ελληνικής οικονομίας αλλά και της επιχειρηματικής δράσης. Έζησε εκ του σύνεγγυς την εποχή των απόλυτων διοικητικών περιορισμών της δεκαετίας του ’60 και προετοίμασε μεθοδικά το μεγάλο άλμα προς τα μπρος όταν το τραπεζικό σύστημα θα έφτανε να δρα σε συνθήκες απελευθέρωσης. Λίγο πριν τη μεταπολίτευση, έχοντας ήδη δέκα χρόνια ενεργή παρουσία στη τράπεζα αναλαμβάνει, εν μέσω παγκόσμιας πετρελαϊκής κρίσης, διευθύνων σύμβουλος και γενικός διευθυντής της τράπεζας στη θέση του πατέρα του. Τα υψηλά διοικητικά καθήκοντα του συμπίπτουν με δομικές αλλαγές της φυσιογνωμία της τράπεζας. Η επωνυμία της αλλάζει πάλι και μετατρέπεται από Εμπορικής Πίστεως σε Τράπεζα Πίστεως, για να μην συγχέεται με την ήδη παρούσα στο χώρο Εμπορική τράπεζα.
Παράλληλα καθιερώνεται το νέο εταιρικό της σήμα που προέρχεται από την πίσω όψη του αργυρού στατήρα της Αίγινας, της πρώτης πόλης – κράτους που «έκοψε» νόμισμα στον Ελλαδικό χώρο τον 6ο αιώνα π.Χ. Ταυτόχρονα εγκαινιάζεται η λειτουργία κινητών τραπεζικών καταστημάτων, που εξυπηρετούν απομακρυσμένες περιοχές της χώρας. Τέλος ανατίθεται στον γνωστό σχεδιαστή Γιάννη Τσεκλένη η δημιουργία επίσημων ενδυμασιών των υπαλλήλων. Όλες οι πρωτοβουλίες πιστώνονται στο νέο διευθύνοντα σύμβουλο ο οποίος αρχίζει να υλοποιεί το όραμα του να χαρίσει ξεχωριστή εταιρική ταυτότητας στην τράπεζα. Ο ναυπηγός σχεδίαζε ένα αποτελεσματικό συστήματα προώθησης ενός στεριανού υπερωκεάνιου με όψη τραπεζικού σκαριού ικανού να αντέχει σε κρίσεις αλλά και να χαράζει το δρόμο της καινοτομίας.
Έκτοτε με ευφυείς και πρωτοπόρες κινήσεις, μια περίπου ανά δεκαετία σφράγισε τις βάσεις για τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, μετατρέποντας μία παλαιά οικογενειακή επιχείρηση σε έναν πολυμετοχικό όμιλο με ευρύ φάσμα καινοτόμων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Στα 70s αναδιάρθρωσε την τράπεζα εκ βάθρων και τη εδραίωσε εκμεταλλευόμενος την π παραλυτική αδράνεια των κρατικοποιημένων τραπεζών της Ιονικής και της Εμπορικής Τράπεζας συμφερόντων του καθηγητή Στρατή Ανδρεάδη από τη από την πρώτη μεταπολιτευτική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Στα 80s επί πρωθυπουργίας Ανδρέα Παπανδρέου, άνοιξε ολομέτωπη κόντρα με τη παντοκρατορίας των αρχισυνδικαλιστών της κραταιής τότε ΟΤΟΕ, οι οποίοι με εργαλείο τις πολυήμερες απεργίες και το κατέβασμα των ρολών των υποκαταστημάτων απέβλεπαν στην εκπαραθύρωση του από τη τράπεζα ς Πίστεως με απώτερο στόχο την ενδεχόμενη κρατικοποίηση του συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος Η αλήθεια είναι ότι στο τέλος της ημέρας οι τραπεζοϋπάλληλοι κέρδισαν μερικά ακόμη ψυχαγωγικά αξεσουάρ για να διακοσμήσουν τα τότε εισοδηματικά ρετιρέ τους ενώ ορισμένοι δυναμικοί συνδικαλιστές εξαργύρωσαν τις αγωνιστικές τους περγαμηνές με πολιτικές σταδιοδρομίες. Προσωρινά οφέλη που σταδιακά εξανεμίστηκαν. Επιχειρηματικά, όμως, το τέλος εκείνης της λυσσαλέας μάχης χαρακωμάτων αναγόρευσε το τραπεζίτη σε νικητή και τροπαιοφόρο, αν και του «κόλλησε» ανεξίτηλα τη στάμπα του σκληρού και άτεγκτου εργοδότη. Για το περιβάλλον του, πάντως η σθεναρή του αντίσταση πριόνισε τις συστηματικές εκδηλώσεις μιας χρόνιας και μασίφ παθογένειας στο τραπεζικό χώρο.
Ακολούθησαν δυο εντυπωσιακές ματ κινήσεις, επάξιες ενός μετρ της τραπεζικής σκακιέρας. Κατ’ αρχήν στα τέλη των 90s εξαγόρασε του 51% των μετοχών της Ιονικής Τράπεζας και τον επόμενο χρόνο την απορρόφησε η τότε Alpha Τράπεζα Πίστεως. Στη δεκαετία του 2000, συνέχισε το αναπτυξιακό βηματισμό της και ήταν από τις πρώτες ελληνικές τράπεζες που μετέφεραν τις υπηρεσίες τους στην ψηφιακή εποχή ενώ διεθνοποίησε τη παρουσία της με θυγατρικές στις αγορές Ρουμανίας, Αλβανίας και Κύπρου. Το επόμενο στρατηγικό βήμα ήρθε το φθινόπωρο του 2012, όταν εξαγόρασε από τη Γαλλική Crédit Agricole την Εμπορική τράπεζα-το όνομα της οποίας δεν «χώνεψε» ποτέ ο πατέρας του- και ένα χρόνο αργότερα μετά τη μεταβίβαση ολοκληρώθηκε και η νομική συγχώνευση των δύο τραπεζών. Τι άλλο πιο μεγαλεπήβολο θα μπορούσε να συνεισφέρει πλέον, στην τράπεζα στην οποία διατηρούσε ένα μικρό μονοψήφιο ποσοστό; Ζυμωμένος με όλες τις χρηματιστηριακές κρίσεις που έπληξαν τη Σοφοκλέους αλλά και τα διεθνή χρηματιστήρια επί μισό αιώνα και «γαλβανισμένος στο ίδιο διάστημα στη θέα της παρέλασης δεκάδων κυβερνήσεων που ήλθαν και παρήλθαν στη χώρα, είχε εκτελέσει στο ακέραιο το καθήκον του.
Προφανώς δεν ήταν με τη στενή έννοια αυτοδημιούργητος. Ήταν ωστόσο ένας χαρισματικός άνθρωπος που με τις καινοτόμες ιδέες του έχτισε μια μεγάλη και επιτυχημένη ιδιωτική τράπεζα. Οι έγκυροι τραπεζίτες που συνεργάστηκαν, συναναστραφήκαν ή απλώς σχετίστηκαν μαζί του έχουν πιο τεκμηριωμένη άποψη.
Για τον CEO της Alpha Βank Βασίλη Ψάλτη, ο Γ. Κωστόπουλος «υπήρξε o μεγαλύτερος τραπεζίτης της μεταπολίτευσης. Πρότυπο εμπνευσμένου ηγέτη και δάσκαλος ζωής για όλους εμάς που είχαμε την ευλογία να τον γνωρίσουμε και να συνεργασθούμε μαζί του, ο Γιάννης Κωστόπουλος αναμόρφωσε το τραπεζικό σύστημα της Ελλάδας. Στο πρόσωπό του συνυπήρχε η σύνεση αλλά και η επιχειρηματική τόλμη, ο ρεαλισμός και το όραμα, η ενόραση για το μέλλον του κλάδου αλλά και η βαθιά πατριωτική ευθύνη». Για τον Γιάννη Στουρνάρα, συμπύκνωνε στην προσωπικότητά του «όλη η ιστορία του σύγχρονου ελληνικού τραπεζικού συστήματος». Για τον Μιχάλη Σάλλα «οι πρωτοπόρες δραστηριότητες του εκσυγχρόνισαν το τραπεζικό σύστημα στη χώρα μας». Για τον Απόστολο Ταμβακάκη ήταν «με μία λέξη άρχοντα. Οι δεκαετίες του ΄80 και ΄90 του ανήκουν δικαιωματικά. Άνδρας πολυδιάστατος, ισορροπημένος με ενδιαφέροντα και εκτός τράπεζας, πάντα καλοντυμένος ακόμα και στις διακοπές του, με ωραίο και ευθυτενές παράστημα. Ακόμα και όταν διαφωνούσες ριζικά μαζί του, δεν μπορούσες μέσα σου να τον δεις αρνητικά, γιατί η εικόνα που είχες για τον άνθρωπο κυριαρχούσε έναντι οποιασδήποτε διαφωνίας».
Αν κάτι ναυάγησε στα όνειρά του ήταν η δημιουργία ενός τραπεζικού “εθνικού πρωταθλητή» με τη συγχώνευση Εθνικής Τράπεζας και της Alpha Bank. Εκείνο το καλοκαίρι του 2001 ο Γιάννης Κωστόπουλος είχε ταξιδέψει με ιστιοπλοϊκό ως το σπίτι του τότε διοικητού της Εθνικής τράπεζας Θεόδωρου Καρατζά, στο Κάστρο της Σίφνου για να κλείσει το φιλόδοξο ντιλ. Στα τέλη Νοεμβρίου της ίδια χρονιάς το ανακοίνωσαν αμφότεροι στην κατάμεστη κεντρική αίθουσα του Μεγάρου Μελά της Εθνικής. Η συμφωνία χάλασε όπως σε εκείνα τα αταίριαστα προξενιά στα οποία στυλώνουν τα πόδια οι συγγενείς επειδή δεν συνοδεύονται από πλουσιοπάροχες προίκες. Παρά τις έντιμες προσπάθειες που κατέβαλαν οι επικεφαλής των δύο πλευρών η αναμενόμενη επιτυχής έκβαση του εγχειρήματος κρεμάστηκε στις ελληνικές καλένδες. Τα μετέπειτα σενάρια που ξετυλίχθηκαν για ένωση των δυνάμεων της Alpha Bank για μια ακόμη φορά με την Εθνική τράπεζα και μία με τη Eurobank όπως γρήγορα άνοιξαν άλλο τόσο σύντομα ξανάκλεισαν ανολοκλήρωτα, πριν καν αναγνωσθούν.
Αφού συνέτριψε κάθε ρεκόρ μακροημέρευσης στη διοίκηση της τράπεζας, την Άνοιξη του 2014 παρέδωσε στα 76 του χρόνια επισήμως τη σκυτάλη στην επόμενη γενιά. Είχε καταγράψει με τη διαδρομή του ένα μοναδικό κεφάλαιο επιτυχίας στη σχεδόν 140χρονη ιστορία της τράπεζας. Η αποχώρησή του σηματοδότησε το τέλος μιας εποχής και το άνοιγμα μιας νέας. Διατήρησε το τίτλο του Επίτιμου προέδρου του Δ. Σ. που του απένειμε η τακτική γενική συνέλευση των μετόχων. Ωστόσο στο Διοικητικό συμβούλιο υπάρχει πλέον μόνο ένα μέλος της οικογένειας Κωστόπουλου, ο ανιψιός του Σπύρος Φιλάρετος, γιος της αδελφής του Αννης Κωστοπούλου, αφότου, πριν δυο χρόνια, παραιτήθηκε και ο Δημήτρης Μαντζούνης, πρώτος εξάδελφος του από τη μεριά της μητέρας του, Ευρυδίκης. Στα επόμενα χρόνια συνέχιζε δραστήριος να πηγαίνει καθημερινά στο γραφείο του, να διαβάζει ανελλιπώς εφημερίδες και να ενημερώνεται για τις εξελίξεις. Συχνά, επικοινωνούσε με επιχειρηματίες, υπουργούς, βουλευτές και τραπεζίτες, επισημαίνοντας τους παγίδες, δυνατότητες και ευκαιρίες με την ίδια ψυχραιμία του ανθρώπου που ποτέ δεν έπαιρνε αποφάσεις εν θερμώ. Η μεγάλη επιθυμία του, πάντως που εκδηλωνόταν με τη λαχτάρα,, όταν εγκαταλείψει την τραπεζική, να ταξιδέψει σ’ ολόκληρο τον κόσμο μ’ ένα καλό ιστιοφόρο, βαθμιαία είχε ατονήσει.
Τον τελευταίο καιρό είχε αποσυρθεί από τις δραστηριότητες αντιμετωπίζοντας με πολύ αξιοπρέπεια τα προβλήματα υγείας που η ηλικία του προκαλούσε.
Χαλάρωνε τις αργίες και σχόλες στο κομψό διαμέρισμα της Ηρώδου Αττικού με θεά τον Εθνικό κήπο, εκεί που παραδοσιακά διοργάνωνε επιλεγμένα χριστουγεννιάτικα καλέσματα, διαβάζοντας ιστορικά βιβλία και συμβουλευόμενος τη παλιά εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού που είχε στη βιβλιοθήκη του σπιτικού του γραφείου του από τα παιδικά του χρόνια. Μαζί με τον γιο του, τον 17χρονο σήμερα Φίλιππο φρόντιζε τα αδέσποτα σκυλιά τα οποία μάζεψε εγκαταλελειμμένα από τον δρόμο η ευαισθητοποιημένη σύντροφος του και μητέρα του παιδιού τους η ζωγράφος Ειρήνη Μολφέση. Η Ειρήνη πρώην πρόεδρος της Πανελλήνιας Φιλοζωικής Ομοσπονδίας που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Παρίσι εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα σε ηλικία 25 χρονών. Είναι κόρη του καταξιωμένου μεταπολεμικού ζωγράφου και γλύπτη, με δημιουργική καριέρα στο Παρίσι Ιάσονα Μολφέση που απεβίωσε το 2009 στο σπίτι του στο Παγκράτι. Ο πατέρας της στα στερνά του γνώρισε τον αβάσταχτο πόνο της απώλειας της άλλης κόρης του, αδελφής της Ειρήνης, της ποιήτριας και συγγραφέως Λευκής που σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα με μοτοσυκλέτα στη οποία συνεπέβαινε, το 2005 στη λεωφόρο Ποσειδώνος. Μητέρα τους ήταν η αντιστασιακή Καλλιόπη Σμπαρούνη, αδελφή της ιατρού Καλλισθένης γνωστότερης ως Καλής, της αγαπημένης συζύγου του Λεωνίδα Κύρκου.
Με τη σύντροφό του Ειρήνη ο Γιάννης Κωστόπουλος συνήθιζε παλιότερα τις μικρές ιστιοπλοϊκές αποδράσεις. Συνήθως κατέληγαν στις αγαπημένες τους Σπέτσες. Έδιναν τακτικά το παρών γιορτινά στρωμένα πασχαλινά τραπέζια στη νησιώτικη κατοικία του ζεύγους Μάκη και Ρούλας Μάτσα ενώ τα καλοκαίρια στην υπέροχη βεράντα του φιλόξενου Σπετσιώτικου σπιτιού τους, πάνω από μια ήρεμη βοτσαλωτή παραλία, συζητούσαν με τους καλεσμένους τους για τη τέχνη, το πολιτισμό, τις ποιοτικές παρεμβάσεις στην καθημερινότητα της χώρας. Η στοχαστική άποψη του τραπεζίτη για τα συγκεκριμένα θέματα είχε πάντοτε βαρύνουσα σημασία, όχι μόνο για τους ανά περίσταση συνδαιτυμόνες του. Είχε διατελέσει διόλου τυχαία αντιπρόεδρος του Μουσείου Μπενάκη, μέλος των διοικήσεων του Μουσείου Αθηνών και της Εθνικής Πινακοθήκης, καθώς και επίτιμο μέλος του Δ.Σ. στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης. Στη συλλογή του περιλαμβάνονταν έργα τέχνης ανεκτίμητης αξίας. Το πάθος του για τα εικαστικά είχε αποτυπωθεί στη δημιουργία της νομισματικής συλλογής της Alpha Bank, μίας από τις μεγαλύτερες αρχαίων ελληνικών νομισμάτων διεθνώς που περιλαμβάνει περισσότερα από 10.000 νομίσματα. Ως πρόεδρος της, άλλωστε, της τράπεζας είχε αποφασίσει για κάθε νέο κατάστημα της ανά την Ελλάδα να αγοράζεται και ένα νέο έργο τέχνης. Και βέβαια μέσω του κοινωφελές ίδρυμα Ιωάννου Φ. Κωστόπουλου που ιδρύθηκε το 1979, με την ευκαιρία του εορτασμού των εκατό χρόνων από την ίδρυση της τράπεζας, συνέχιζε επί 42 χρόνια να συνεισφέρει, ενισχύει και υποστηρίζει ηθικά και κυρίως υλικά, δράσεις υπέρ της έρευνας, της τέχνης, της πολιτιστικής κληρονομίας, της εκπαίδευσης, του περιβάλλοντος κ.λπ.
Με το ίδιο ιδιοσυγκρασιακά καλλιτεχνικό μοτίβο που συνέπαιρνε τον πατέρα της συμπορεύεται και η 37χρονη κόρη του Δάφνη Κωστοπούλου. Έχει κληρονόμησε από εκείνον τα γαλανά του μάτια, τη λατρεία για τη θάλασσα και το πάθος του για την τέχνη. Είναι δεινή ιστιοπλόος, και ως μέλος του πληρώματος στο σκάφος «Ωκύαλος» μαζί με τους τέσσερις ακόμη συναθλητές της έχουν κερδίσει πάμπολλα τρόπαια ανοιχτής θάλασσας, Κυρίως όμως ως πτυχιούχος του Parsons School of Design στο Παρίσι είναι ταλαντούχα και αναγνωρισμένη ζωγράφος, χαράκτης, σχεδιάστρια και κατασκευαστής κοσμημάτων. Είναι καρπός της σχέσης του τραπεζίτη με τη Μαίρη Μουζάκη, εκ των τεσσάρων θυγατέρων συγκληρονόμων του Ελευθέριου Μουζάκη των κλωστών Πεταλούδα που το όνομα του έχει καταγραφεί στην ιστορία της εγχώριας βιομηχανίας ως του “πατέρα της κλωστοϋφαντουργίας”. Το αξιοσημείωτο είναι ότι ο μεγαλοτραπεζίτης απέκτησε δυο παιδιά από σχέσεις εκτός γάμου. Αν και στο παρελθόν είχε έρθει σε γάμου κοινωνία στην εκκλησία με τη Ντόλλυ Σαρρή, θυγατέρα του ναυάρχου Σαρρή, επέλεξε μετέπειτα να αγνοήσει στερεότυπα, παραδοσιακούς καθωσπρεπισμούς και τυπικούς κομφορμισμούς σε ότι αφορούσε την δημιουργία οικογένειας.
Όσοι επιχειρούν να ανιχνεύσουν στα μύχια της προσωπικότητας του πιθανόν θα εκπλαγούν για το πώς ένας καθιερωμένος λειτουργός μιας σχεδόν κανονιστικής τελετουργικής όπως εκείνης των τραπεζών ήταν στην προσωπική του ζωή τόσο ανατρεπτικός. Στη πραγματικότητα ήταν παντού καταλυτικά αντισυμβατικός, χωρίς εξαρτήσεις, εγκλωβισμούς και περιοριστικές δεσμεύσεις. Ένας, μακριά από προκαταλήψεις ελευθερόφρων άνθρωπος, όχι κανένας ξιπασμένος νεόπλουτος, ο οποίος που μετέφερε στον επαγγελματικό του βίο τις δεξιότητες του στους ελιγμούς τις παρακάμψεις, τους συντονισμούς, στο προσανατολισμό και το διάβασμα της διεύθυνσης του άνεμου που διδάχτηκε πάνω στο 9μετρο, διαφορετικό κάθε φορά ιστιοπλοϊκό του σκάφος… Και που έμαθε νωρίς στην ανοιχτή θάλασσα πως όταν ο απαισιόδοξος παραπονιέται για τον άνεμο και ο αισιόδοξος περιμένει τον άνεμο ν’ αλλάξει, ο ρεαλιστής παίρνει την απόφαση να ρυθμίσει τα πανιά.
Διαβάστε ακόμη:
Ακίνητα: «Έρχεται» φορομπόνους έως 1.600 ευρώ – Ποιοι είναι οι δικαιούχοι
Πωλείται το πρώτο ξενοδοχείο της Αθήνας κάτω από την Ακρόπολη έναντι 18 εκατ. ευρώ
Ecofin: Αυτές είναι οι 13 μεταρρυθμίσεις του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης