© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
O πιτσιρικάς που καθόταν στη βάρκα κοίταζε με διαπεραστικό βλέμμα το νησί που ξεπρόβαλε μπροστά του, τον τόπο όπου θα ζούσε τα επόμενα χρόνια.
Ηταν μόλις 4 ετών ο Γιάννης Κονταράτος όταν τα παιδικά του μάτια αντίκρισαν τη Μύκονο του 1935, ένα φτωχικό μέρος που θα γινόταν σταδιακά η δεύτερη πατρίδα του. Αυτή που τον τραβούσε πάντα πίσω κι ας έφευγε – πότε για να δουλέψει στην Αθήνα σκαστός από τους γονείς του, πότε για να μπαρκάρει αναζητώντας μια καλύτερη τύχη, πότε για να πάει στην Αμερική. Εγινε μάγειρας σε πλοίο και γύρισε σχεδόν όλο τον κόσμο, όμως η διαδρομή της ζωής του κατέληγε πάντα στη Μύκονο.
Ταυτίστηκε με αυτό τον ξερόβραχο. Εκεί γνώρισε τη γυναίκα της ζωής του, την οποία δεν του την έδωσαν όταν πήγε να τη ζητήσει από τους γονείς της επειδή δεν είχε υπηρετήσει τη θητεία του.
Το τεράστιο «Flora» απέναντι από το αεροδρόμιο της Μυκόνου θεωρείται η επιτομή του delicatessen, αφού κάποιος μπορεί να βρει εκεί σχεδόν τα πάντα. Από μαύρη και λευκή τρούφα και χαβιάρι από την Κασπία Θάλασσα μέχρι ένα από τα 1.000 παγκοσμίως συλλεκτικά μπουκάλια της διάσημης βότκας Beluga. Και όλα αυτά, υπό τους ήχους των summer hits που παίζει ο DJ
Εκεί έστησε την πρώτη του δουλειά, στη Χώρα, εκεί εμπνεύστηκε το «Flora» όταν δεν υπήρχε καν σούπερ μάρκετ στο νησί και προχώρησε με σταθερά βήματα μπροστά. Τόσο ώστε το τεράστιο «Flora» απέναντι από το αεροδρόμιο να θεωρείται η επιτομή του delicatessen -στην Ελλάδα παίζει σίγουρα χωρίς αντίπαλο-, αφού κάποιος μπορεί να βρει εκεί σχεδόν τα πάντα. Αρκεί να έχει όρεξη και φυσικά άφθονα χρήματα για να ξοδέψει αν επιθυμεί μαύρη τρούφα από τη Γαλλία, λευκή από την Αλμπα, Petrus του 1996, Chateau Lafite Rothschild του 2000, Chateauneuf du Pape της οικογένειας Perrin ή μια συλλεκτική σαμπάνια Perrier-Jouet.
Ολα αυτά υπάρχουν μέσα σε έναν εκπληκτικά σχεδιασμένο χώρο, όπου DJ παίζει μουσική και ενίοτε νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε ένα όμορφο κλαμπ όπου μπορείς και να ψωνίσεις.
Πολλές φορές τα τελευταία χρόνια ο Γιάννης Κονταράτος πήγαινε και καθόταν χαμογελαστός στο μαγαζί που άλλαξε τα δεδομένα, επαναπροσδιορίζοντας την έννοια του σούπερ μάρκετ. Η γυναίκα του, δε, ήταν καθημερινά παρούσα.
Η φυγή του πριν από λίγες ημέρες, λίγο πριν μπει στην ένατη δεκαετία της μυθιστορηματικής ζωής του, γέμισε θλίψη τους δικούς του ανθρώπους και τους Μυκονιάτες που τον έζησαν. Αυτούς που τον είδαν να έρχεται και να φεύγει, πριν ριζώσει οριστικά μαζί με τη Φλώρα της καρδιάς του στο Νησί των Ανέμων.
Η Αθήνα και ο Παπανδρέου
Στις αρχές της δεκαετίας του ’40 ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος φτάνει στην Ελλάδα και η οικογένεια Κονταράτου από το 1942 δοκιμάζεται σκληρά. Ο Γιάννης έχει άλλα εννιά αδέρφια και η πείνα αναγκάζει τους γονείς τους να πουλήσουν ό,τι έχουν και δεν έχουν προκειμένου να επιβιώσουν.
«Μια μέρα, σαν ήμουν στον γιαλό, εκεί στου Κονταρίνη το καφενείο μπροστά, είδα να βγάζει η θάλασσα μισό λεμόνι στυμμένο, κοινώς λεμονόκουπα. Την πήρα στο χέρι μου και άρχιζα να την καθαρίζω όταν μου φώναξε μια κυρία από το μπαλκόνι της: “Μικρέ, έλα δω”.
Πήγα κοντά και μου είπε: “Πέταξέ το αυτό γιατί είναι λερωμένο. Εχω καθαρό να σου δώσω να φας”. Μου πέταξε δύο κομματάκια λεμόνι στυμμένο και έφαγα».
Το περιστατικό εντάχθηκε στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Γιάννη Κονταράτου «Πορεία ζωής», μέσα στο οποίο ο ευφυής επιχειρηματίας περιέλαβε τις πιο σημαντικές στιγμές της διαδρομής του.
Το πόσο ταλαντούχος έμπορος ήταν φάνηκε όταν τελείωσε το Δημοτικό στη Σίφνο και θα επέστρεφε στη Μύκονο με το καΐκι ενός φίλου του πατέρα του. Ο τελευταίος ήταν στρατιωτικός υπάλληλος του Βασιλικού Ναυτικού, στην υπηρεσία Φάρων & Φανών, και αυτός που μεσολάβησε για να πάρει ο γιος του εμπόρευμα, δηλαδή πιάτα, λεκάνες και άλλα κεραμικά είδη.
Ο μικρός Γιάννης συνεννοείται με έναν Μυκονιάτη ώστε να χρησιμοποιήσει τον χώρο του σαν αποθήκη και αρχίζει να πουλάει σε γνωστούς και φίλους την πραμάτεια του.
Μετά από λίγες ημέρες διαπιστώνει ότι το εμπόρευμα στην αποθήκη τελειώνει πολύ γρήγορα, αφού ο ιδιοκτήτης της φρόντισε να την αδειάσει προς όφελός του.
Είναι η πρώτη επιχειρηματική δυσκολία που τον χτυπάει, όμως ο πολυπράγμων μικρός δεν το βάζει κάτω, και καταφέρνει πουλώντας 20 μικρά γουρουνάκια να βγάλει τα σπασμένα και κάποιο μικρό κέρδος.
Παρότι μόλις 14 χρόνων, αποφασίζει να φύγει κρυφά από το σπίτι και να αναζητήσει την τύχη του στην Αθήνα, γι’ αυτό και μια μέρα έφυγε με ένα καράβι για τον Πειραιά έχοντας πάνω του μόνο 20 δραχμές.
Τα επόμενα χρόνια θα κάνει διάφορες δουλειές, ξεκινώντας από τον Αργουδέλη με τον φημισμένο χαλβά του, όπου ζήτησε δουλειά από τον υπεύθυνο.
Ο τελευταίος, που κατάλαβε ότι ο μικρός το είχε σκάσει, ενημέρωσε τον πατέρα του, ο οποίος έδωσε την έγκρισή του για να μείνει ο γιος του στην Αθήνα. Μετά από ενάμιση χρόνο ο Κονταράτος πιάνει δουλειά στην ταβέρνα ενός θείου του στο Κουκάκι και έπειτα σε μια άλλη, πριν πάει σερβιτόρος σε ένα κοσμικό κέντρο της Βουλιαγμένης.
Είναι ο καλύτερος σερβιτόρος και όταν ένα βράδυ σερβίρει τον Γεώργιο Παπανδρέου, αυτός ζητάει να τον γνωρίσει και έκτοτε θέλει να τον σερβίρει μόνο ο Γιάννης! Ενα βράδυ που έχει ξαπλώσει ξεθεωμένος, ο μετρ τον ξυπνάει και του λέει ότι πρέπει να σερβίρει τον Παπανδρέου που έχει έρθει για φαγητό. Οταν ο Κονταράτος πάει στο τραπέζι του, ο «Γέρος της Δημοκρατίας» του λέει: «Γιαννάκη, για να γίνεις μεγάλος δεν πρέπει να κοιμάσαι πολύ».
Από επιχειρηματίας, μάγειρας!
Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Γιάννης Κονταράτος πέρασε από μεγάλα κοσμικά κέντρα και σέρβιρε τον στρατηγό Θεόδωρο Πάγκαλο, τον Σπύρο Μαρκεζίνη και δεκάδες άλλους επώνυμους. Πάντα όμως σιγόκαιγε μέσα του ο πόθος να στήσει κάτι δικό του ώστε να είναι αφεντικό του εαυτού του και να μη δίνει λογαριασμό σε κανέναν.
Θα το κάνει λίγο πριν πάει φαντάρος, όταν αναλαμβάνει μετά από διαγωνισμό το εστιατόριο ενός θερέτρου για τους υπαλλήλους της Εθνικής και της Τράπεζας των Αθηνών.
Είναι 19 χρονών το 1950 και μέσα σε ένα μόλις χρόνο κερδίζει 300 χρυσές λίρες Αγγλίας, όμως η κλήση για να υπηρετήσει στον στρατό ανατρέπει τα όποια σχέδιά του. Επιστρέφει στη Μύκονο για να ξεκουραστεί και έρχεται η μέρα που ο έρωτας τον χτυπάει κατακούτελα όταν αντικρίζει τη Φλώρα, μια νεαρή Μυκονιάτισσα.
Η όμορφη κοπέλα ανταποκρίνεται στο φλερτ του νεαρού με το σπινθηροβόλο βλέμμα και λίγο πριν παρουσιαστεί στον στρατό ο Κονταρίνης πηγαίνει στο πατρικό της για να τη ζητήσει. Ο πατέρας της δεν έχει αντίρρηση, αλλά του λέει ότι πρώτα πρέπει να ολοκληρώσει τη θητεία του, γεγονός που στεναχωρεί τον Γιάννη, ο οποίος όμως δεν μπορεί να κάνει τίποτα.
Μετά τον στρατό επενδύει πάλι σε μαγαζί, ένα εστιατόριο στο Παγκράτι, το οποίο όχι μόνο δεν θα αποφέρει τα αναμενόμενα, αλλά θα ρίξει σε αχαρτογράφητα νερά τον 22χρονο πλέον άνδρα αφού αποφασίζει να μπαρκάρει. Από το Ρότερνταμ, όπου αναζητούσε αρχικά τον αδερφό του, ο Κονταράτος προσλαμβάνεται ως βοηθός μάγειρα σε ένα πλοίο του Ποταμιάνου που πήγαινε στην Καλκούτα φορτωμένο τσιμέντο.
Τα επόμενα δύο χρόνια θα γυρίσει σχεδόν όλο τον κόσμο -από την Κούβα ως τη Ρωσία- πριν ξεμπαρκάρει στον Πειραιά, έχοντας δει εξωτικά λιμάνια και παγωμένες θάλασσες.
Επιστρέφει στη Μύκονο, η Φλώρα έχει βγει από το μυαλό του, αρραβωνιάζεται μια κοπέλα και μπαρκάρει ξανά για να μαζέψει χρήματα για τον γάμο. Αυτή τη φορά επιλέγει την Αμερική και μετά από 22 μέρες ταξίδι το πλοίο δένει σε λιμάνι της Βιρτζίνια για να φορτώσει και να αποπλεύσει για την Ιαπωνία. Θα φύγει όμως χωρίς τον Κονταράτο, ο οποίος αποφασίζει να το σκάσει και να αναζητήσει την τύχη του κυνηγώντας το αμερικάνικο όνειρο και τις όποιες ευκαιρίες.
Πίσω στο νησί
Θα φτάσει στο Τζόλιετ του Ιλινόις όπου μένει ένα ηλικιωμένο ζευγάρι Μυκονιατών, οι οποίοι θα τον βοηθήσουν στην αρχή να σταθεί στα πόδια του.
Ξεκινάει να δουλεύει σε ένα εργοστάσιο που παράγει πλακάκια, αλλά σε λίγους μήνες πηγαίνει ως μπογιατζής σε άλλη εταιρεία και αρχίζει να βάφει γέφυρες. Μετά τους πρώτους έξι μήνες κάνει τα χαρτιά του και συνάπτει εικονικό γάμο για να πάρει την αμερικάνικη υπηκοότητα, πληρώνοντας αδρά έναν δικηγόρο. Φεύγει από το Τζόλιετ και πηγαίνει στο Ντιτρόιτ, όπου ένας Ελληνας έχει μια μεγάλη εταιρεία. Τον βρίσκει και πιάνει δουλειά αμέσως, δείχνοντας από την πρώτη μέρα πόσο καλός μπογιατζής είναι.
Πολύ γρήγορα ξεχωρίζει, πληρώνεται αδρά, βγάζει πολύ καλά λεφτά και αρχίζει να βγαίνει, να τρώει σε καλά εστιατόρια και να γνωρίζει ωραίες γυναίκες. Εμεινε ελεύθερος, αφού η κοπέλα από τη Μύκονο που είχε αρραβωνιαστεί παντρεύτηκε άλλον, οπότε απόλαυσε την καλή ζωή για τα επόμενα χρόνια.
Ο Κονταράτος θα μείνει στις ΗΠΑ από το 1955 μέχρι το 1970, όταν και επέστρεψε για τελευταία φορά προκειμένου να δουλέψει για να ανοίξει το πρώτο του μαγαζί στο Νησί των Ανέμων.
Το καλοκαίρι του 1969 γυρίζει στο νησί για διακοπές και η μοίρα ρίχνει ξανά μπροστά του τη Φλώρα, που είχε παντρευτεί αλλά είχε χωρίσει. Αυτή τη φορά κανείς δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στα σχέδιά τους. Ο κυρ Γιάννης, όπως τον έλεγαν χρόνια μετά οι Μυκονιάτες, γυρίζει στις ΗΠΑ και μέσα σε έξι μήνες μαζεύει 20.000 δολάρια και γυρίζει μια Τετάρτη στην Αθήνα. Η αγαπημένη του έχει ήδη βγάλει τις άδειες του γάμου τους, που γίνεται στην εκκλησία της Αγίας Γλυκερίας στο Γαλάτσι, και μετά τον μήνα του μέλιτος της ζητάει να επιστρέψουν στην Αμερική.
Ο γιος της Φλώρας από τον πρώτο της γάμο είναι ο λόγος που τελικά δεν θα πάνε ποτέ, αλλά θα μείνουν στη Μύκονο, όπου και θα ξεκινήσουν την επιχείρησή τους. Το πρώτο μαγαζί ανοίγει στα Ματογιάννια τον Απρίλιο του 1971. Είναι μια εξαιρετική κάβα, αφού ο δαιμόνιος Γιάννης παίρνει δυνατές αντιπροσωπείες ελληνικών κρασιών, πουλάει κάποια ασημικά και εκτός από το ζευγάρι, δουλεύει ο γιος της Φλώρας και άλλος ένας υπάλληλος. «Είχα πολλή δουλειά. Το 1971 έκανα 3,5 εκατ. δραχμές τζίρο. Ξέχασα την Αμερική, τα ξέχασα όλα», έγραψε στην αυτοβιογραφία του. Κάθε χρονιά είναι καλύτερη από την προηγούμενη, ενώ το 1972 το ζευγάρι αποκτά το πρώτο του παιδί, τον Τάσο, που γεννιέται στις 5 Μαρτίου του 1973, στις 3 τα ξημερώματα.
Και εγένετο «Flora Market»
Οπως έγραψε στο βιβλίο του ο Γιάννης Κονταράτος: «Πάντα ήξερα και έκανα καλές εμπορικές κινήσεις. Εβγαζα καλά χρήματα, όμως είχα και ένα μεγάλο μειονέκτημα, κάτι που για έμπορο δεν επιτρέπεται. Εμπιστευόμουν όλο το προσωπικό σαν τον εαυτό μου».
Θα καταλάβει ότι έκανε λάθος όταν μετά από ένα οικογενειακό ταξίδι που διήρκεσε σχεδόν ένα μήνα, επιστρέφει στη Μύκονο και βρίσκει την κεντρική αποθήκη παραβιασμένη. Εκατοντάδες κιβώτια με ποτά είχαν κάνει φτερά και ο κυρ Γιάννης θα ξεθυμάνει κλαίγοντας μέσα στην άδεια αποθήκη, ενώ η κλοπή δεν εξιχνιάστηκε ποτέ.
Ταυτόχρονα, αρκετοί άλλοι άνοιξαν κάβες στο νησί, με αποτέλεσμα η δουλειά να πέσει και τα κέρδη να μειωθούν. Είναι η στιγμή που ο Κονταράτος αποφασίζει να στήσει ένα σούπερ μάρκετ.
«Αποφάσισα να ανοίξω ένα στο αεροδρόμιο, στο χωράφι της Φλώρας που ήταν 10 στρέμματα. Τα χρήματά μου ήταν πολύ λίγα, σχεδόν τίποτα, αλλά ήμουν αποφασισμένος», αναφέρει στο βιβλίο του.
Για να το κάνει πήρε δάνειο 28 εκατ. δραχμές, νοίκιασε το μαγαζί στα Ματογιάννια στην Τράπεζα Πίστεως παίρνοντας για «αέρα» 16 εκατ. δραχμές και πούλησε ένα σπίτι στον Αγιο Στέφανο για 47 εκατ. δραχμές.
Στη Μύκονο όλοι θεωρούν ότι το εγχείρημα του Κονταράτου έξω από τη Χώρα με ένα τόσο μεγάλο σούπερ μάρκετ θα αποτύχει, ενώ κάποιοι βάζουν στοίχημα μέχρι και για την ημερομηνία που θα χρεοκοπήσει.
Στις 10 Ιουνίου του 1989, στα εγκαίνια του πρώτου Flora Market σχεδόν όλο το νησί είναι παρόν, ενώ οι ανταγωνιστές του αρχίζουν μετά από λίγους μήνες να ανοίγουν και αυτοί καταστήματα εκτός Χώρας. Παρά την επιτυχία, ο κυρ Γιάννης θα έρθει σε δύσκολη θέση όταν ανακαλύπτει κατόπιν εορτής ότι στο μαγαζί της Χώρας κάποιοι τον έκλεψαν.
«Με όλα αυτά και ενώ το μαγαζί δούλευε πολύ, δεν μπορούσα να πληρώνω τις υποχρεώσεις μου, οπότε δανειζόμουν από ορισμένους με τόκο λογικό, από ορισμένους με τόκο παράλογο και από ορισμένους καλούς φίλους για δέκα ημέρες χωρίς τόκο», αναφέρει χαρακτηριστικά στην αυτοβιογραφία του.
Κάποια στιγμή συγκέντρωσε όλους τους προμηθευτές του στο ξενοδοχείο «Τιτάνια» και τους ζήτησε να τον συμμεριστούν και να του κάνουν πίστωση σε συγκεκριμένα είδη.
Το έκαναν όλοι εκτός από δύο και η επιχείρηση επανήλθε στην κανονικότητα, άνοιξε άλλα δύο μάρκετ και η «ναυαρχίδα» στο αεροδρόμιο αναγνωρίστηκε ως ένα από τα κορυφαία delicatessen – αν όχι του κόσμου, σίγουρα της Ευρώπης.
Εκεί προστρέχουν όλοι όταν χρειαστούν κάτι που δεν έχουν, όπως μια 15λιτρη Armand de Brignac, ένα δυσεύρετο κρασί ή χαβιάρι από τη Κασπία Θάλασσα.
Ο κυρ Γιάννης παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του ένας ωραίος τύπος που τα έζησε όλα στον υπερθετικό βαθμό και έφυγε γεμάτος, έτσι όπως τα είχε γράψει στον επίλογο του βιβλίου του.
«Ο,τι ήθελα να κερδίσω το κέρδιζα. Εχω βγάλει πάρα πολλά χρήματα και τα χάλαγα ωραία, όχι αλήτικα. Είμαι ευτυχής, έχω ζήσει τη ζωή μου και δεν μετάνιωσα για τίποτα».