Η καινοτομία, η ποιότητα, η ανταγωνιστικότητα και οι ευχαριστημένοι πελάτες αποτελούν πάντα τους βασικούς άξονες για την μακροημέρευση μίας εταιρείας. Εάν πρόκειται και για οικογενειακή θα πρόσθετε κανείς και την… οικογενειακή ειρήνη! Για τα μέλη της οικογένειας Τζίκα αυτό αποτελεί απαράβατο κανόνα, κάτι εξάλλου που φαίνεται και απ’ την πορεία των 100 και πλέον ετών μιας δραστηριότητας που ξεκίνησε ως αμιγώς εμπορική και εξελίχθηκε σε μία απ’ τις πλέον αναγνωρίσιμες βιομηχανίες τροφίμων στον τομέα της, αυτό της κονσέρβας των θαλασσινών.
Και τούτο διότι η Κονσερβοποιία Βορείου Αιγαίου, όπως λέγεται η εταιρεία πίσω από διάσημα μπραντς όπως το Trata και το Flokos, δεν «κάθεται» πάνω στην επιτυχία του leader μιας παραδοσιακής αγοράς, όπως του γαύρου και της σαρδέλας, αλλά προσπαθεί να εκσυγχρονιστεί και να καινοτομήσει, επενδύοντας σε νέες κατηγορίες ή σε διεύρυνση των υφιστάμενων με βάση τα νέα πρότυπα διατροφής. Μια μεγάλη πρόκληση, την οποία αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας η νέα γενιά της οικογένειας Τζίκα με εκπρόσωπο την κα Γιάννα Τζίκα, που στα 38 της χρόνια έχει αναλάβει και επισήμως διευθύνουσα σύμβουλος.
Κινήσεις που βέβαια γίνονται με έναν ούριο άνεμο, καθώς η πανδημία έστρεψε τον κόσμο στην κονσέρβα χωρίς μάλιστα να «ξεφουσκώσει» ως τάση, όπως συνέβη για παράδειγμα με άλλα προϊόντα, όπως τα ζυμαρικά, τα όσπρια κοκ.
Ωστόσο, «οι προκλήσεις είναι μεγάλες», όπως λέει η κα Τζίκα στο business stories απ’ την έδρα της εταιρείας, στο Κιλκίς. Εκεί όπου χτίστηκε το 1989 το εργοστάσιο της Κονσερβοποιίας Βορείου Αιγαίου απ’ την προηγούμενη γενιά της οικογένειας, τον πατέρα της Νίκο και τους θείους της Θωμά, Θωμά – Δημήτριο και Κατερίνα. Μια έμπνευση που είχαν, όπως λέει η κα Τζίκα, προκειμένου να ελέγξουν την ποιότητα των προϊόντων Trata και το Flokos που ως τότε παρήγαγαν άλλες εταιρείες για λογαριασμό τους, «σε μια ευνοϊκή περίοδο για τέτοιου είδους επενδύσεις».
Από τότε βέβαια έχουν αλλάξει πολλά και ιδιαίτερα η αγορά, αφού δεν είναι μόνο η οικονομική κρίση που προηγήθηκε αλλά γενικώς αλλάζουν διαρκώς οι διατροφικές συνήθειες. Πράγματα που καθορίζουν και τη στρατηγική της εταιρείας.
Στρατηγική και νέα λανσαρίσματα
Ήδη τα τελευταία χρόνια έχει γίνει ένα άνοιγμα της εταιρείας με λανσάρισμα αρκετών νέων προϊόντων. Είτε με τις φιλεταρισμένες σαρδέλες και γαύρους στο κομμάτι των προϊόντων ψύξης και κατάψυξης, που έχει επίσης παρουσία η εταιρεία, είτε με την είσοδο στον τόνο και την τονοσαλάτα με διάφορες εκδοχές (καπνιστός, μεξικάνα, με καλαμπόκι, με κινόα, με φακή ή φασόλι κοκ). «Τον τελευταίο μήνα παρουσιάσαμε στα σούπερ μάρκετ το “tuna pocket”, που είναι σαν σακουλάκια αλουμινίου που έχει τόνο νερού, ελαιολάδου και καπνιστό, δεν χρειάζεται στράγγισμα και, διαθέτει υψηλή διατροφική αξία και είναι εύκολο στη χρήση. Μπορείς να το πάρεις οπουδήποτε», λέει η κα Τζίκα.
«Τα επόμενα χρόνια θα μας δείτε να πρωτοστατούμε σε πιο καινοτόμα προϊόντα και σε διαφορετικές κατηγορίες ,πάντα μέσα στο ψάρι», υπόσχεται η κα Τζίκα. «Είμαστε η τρίτη γενιά της οικογένειας στη Βιομηχανία, όλοι νέοι άνθρωποι με πολλή όρεξη, οπότε θέλουμε να δείξουμε την πιο μοδάτη, την πιο σύγχρονη πλευρά μίας κατά τα άλλα παραδοσιακής βιομηχανίας», προσθέτει.
Προκλήσεις
Η ίδια πάντως αναγνωρίζει ότι υπάρχουν μπροστά πολλές προκλήσεις τα επόμενα χρόνια. «Η πανδημία φαίνεται ότι αλλάζει και ένα κομμάτι των καταναλωτικών μας συνηθειών, όχι μόνο γευστικά, αλλά και σαν συνθήκες κατανάλωσης, μιας και το καλάθι του νοικοκυριού θεωρούμε ότι θα μικρύνει. Οπότε στρατηγικά θέλουμε να κινηθούμε στο δίπολο της ανθρωποκεντρικής εταιρείας, σε ό,τι αφορά την παραγωγή μας, και της πελατοκεντρικής, σε ό,τι αφορά τις πωλήσεις μας. Καμία εταιρεία χωρίς ευχαριστημένους και υγιείς πελάτες δεν μπορεί να έχει τύχη», λέει η κα Τζίκα.
Εξάλλου, τα μαθήματα που προσέφερε η κρίση στη χώρα ήταν αρκετά για την εταιρεία, καθώς η σημαντική πτώση των πωλήσεων λόγω της ύφεσης και της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των Ελλήνων είχαν αφήσει εκτεθειμένη σε αναταράξεις τότε την εταιρεία, η οποία κουβαλούσε δανειακά βάρη από επενδυτικά ανοίγματα που είχε κάνει στην εποχή της ευμάρειας.
«Η αναδιάρθρωση του δανεισμού που έγινε πριν από τέσσερα χρόνια περίπου, μας έδωσε πραγματικά πολύτιμο χώρο. Έκτοτε καταφέραμε να θέσουμε νέες βάσεις και να επιδιώξουμε κάτι καλύτερο, φθάνοντας σήμερα με έναν συνολικό δανεισμό πλέον χαμηλότερο, σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης και προοπτικές», λέει η κα Τζίκα. Στο στρατηγικό σχέδιο ανάπτυξης και παρά τις συνθήκες, η ποιότητα των προϊόντων της ΚΟΝΒΑ είναι κάτι αδιαπραγμάτευτο, λέει.
«Θα επιδιώξουμε να κερδίσουμε μερίδια στην κατηγορία του τόνου και της τονοσαλάτας, αλλά και να μεγαλώσουμε τις κατηγορίες της σαρδέλας και του γαύρου, όπου είμαστε leader με μερίδια 65%, παρουσιάζοντας προϊόντα που μπορούν να μπουν εύκολα στην καθημερινότητα της σύγχρονης διατροφής. Και όλα αυτά συνεχίζοντας τον εκσυγχρονισμό της παραγωγικής μας διαδικασίας και την χρήση βιώσιμων υλικών συσκευασίας. Εξάλλου, και η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί προτεραιότητα για εμάς, αφού όλη η οικονομικής μας δραστηριότητα επαφίεται σε αυτό», τονίζει.
Πέραν της προσπάθειας ανακύκλωσης, αλλά και της μείωσης στην κατανάλωση νερού, η κα Τζίκα υπογραμμίζει και την απόλυτη θέση της ΚΟΝΒΑ να προστατευτούν τα μικρότερα ψάρια. «Πολλές φορές δεν έχουμε ψάρι να δουλέψουμε, όμως απορρίπτουμε παραλαβές διότι τα ψάρια είναι μικρότερα απ’ ότι πρέπει, στέλνοντας έτσι και σήμα στους αλιείς ότι πρέπει να σταματήσουν να τα βγάζουν απ’ τη θάλασσα», σημειώνει.
Covid και τα μεγέθη
Οικονομικά η χρονιά του Covid19 έκλεισε με ένα +11% των πωλήσεων της εταιρείας, φθάνοντας πλέον στα 32,2 εκατ. ευρώ. «Χάσαμε όμως 4% – 5 % από τις εξαγωγές, που ευτυχώς υπερκάλυψε η ελληνική αγορά που συνολικά ‘έτρεξε’ με +15%», λέει η ίδια.
«Γενικά χάσαμε έδαφος σε ένα κομμάτι που ομολογουμένως ακόμα δεν είμαστε δυνατοί και προσπαθούμε να ενισχύσουμε», σημειώνει οριοθετώντας τις πωλήσεις στο εξωτερικό πέρυσι στα 4 εκατ. ευρώ. Παρ’ όλα αυτά το 2021 ξεκίνησε αισιόδοξα ήδη με δύο σημαντικές εμπορικές συνεργασίες να έχουν κλείσει. «Πρόκειται για μία συνεργασία στο Ισραήλ, όπου θα εξάγουμε με τη δική μας μπράντα, την Trata, και μία στις ΗΠΑ, όπου θα εξάγουμε προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας», σημειώνει. Στο εξωτερικό η εταιρεία έχει μία καλή και μόνιμη συνεργασία στην Αίγυπτο, καθώς και αξιόλογη παρουσία σε Αλβανία, Βουλγαρία και Ρουμανία. Από εκεί και πέρα, όπως εξηγεί η κα Τζίκα, υπάρχουν και κάποιες συνεργασίες με μικρότερες αλυσίδες με έντονο το στοιχείο της Ομογένειας στην Αυστραλία και της ΗΠΑ ή κάποιες έκτακτες συνεργασίες που επιτυγχάνονται στα πλαίσια των «ελληνικών εβδομάδων» που διοργανώνει η Lidl σε διάφορες χώρες της Ευρώπης.
Για τις οικονομικές επιδόσεις φέτος η διοίκηση αναμένει να κυμανθούν στα περυσινά καλά επίπεδα.
Η ΚΟΝΒΑ ολοκλήρωσε πρόσφατα ένα επενδυτικό πλάνο για τον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων της, την αντικατάσταση μηχανολογικού εξοπλισμού και την προσθήκη της γραμμής παραγωγής του tuna pocket ύψους 1,5 εκατ. ευρώ, ενώ ήδη σχεδιάζει τον επόμενο κύκλο με προϋπολογισμό που μπορεί να φθάσει ως τα 4 εκατ. ευρώ σε βάθος τριετίας, όπως λέει η κα Τζίκα.
Συνολικά στο εργοστάσιο της εταιρείας λειτουργούν σήμερα επτά γραμμές παραγωγής, ενώ το σύνολο των εργαζομένων της εταιρείας έχει φθάσει τα 250 άτομα. Η δε πλειοψηφία είναι γυναίκες, σε ποσοστό 60%. Γιατί; «Μα γιατί οι γυναίκες φημίζονται για την λεπτοδουλειά που χρειάζεται το πόστο της παραγωγής», λέει η κα Τζίκα.
Σε επίπεδο όγκου η σαρδέλα παραμένει Νο1 προϊόν της ΚΟΝΒΑ αν και σε αξία ο τόνος είναι αυτός που υπερέχει.
Την ρωτάμε για τον ανταγωνισμό στην αγορά, καθώς ετοιμάζεται να κάνει τα πρώτα βήματα και η τουρκική Dardanel στην ελληνική αγορά. «Τους ξέρουμε εδώ και χρόνια. Είναι μία εταιρεία που θέλει να πατήσει γενικά στην Ευρώπη. Ωστόσο, έχουμε μεγάλη πίστη στα προϊόντα μας, την ποιότητα μας, τη φήμη μας, τον τρόπο παραγωγής μας, τα στρατηγικά μας πλάνα, οπότε το βλέπουμε όχι σαν δυσκολία, αλλά ίσως μία ακόμα ευκαιρία να ανοίξει περισσότεροι η αγορά μας», απαντά. «Εξάλλου», προσθέτει, «θέλω να πιστεύω ότι ο Έλληνας καταναλωτής θα είναι υποστηρικτικός ως προς την ελληνική παραγωγή των προϊόντων», προσθέτει.
Η ίδια από μικρή ήξερε ότι θα ασχοληθεί με την εταιρεία. Εξάλλου το «μικρόβιο» είχε μπει από πολύ νωρίς, αφού στο καθημερινό τραπέζι της οικογένειας πάντα κύριο θέμα συζήτησης της οικογένειας ήταν η επιχείρηση της οικογένειας. «Ήταν το βασικό θέμα και στο σπίτι των παππούδων, που ήταν και οι ιδρυτές της εταιρείας, όπως την ξέρουμε σήμερα οπότε τα ερεθίσματα ήταν πολλά», λέει. Οι δε επισκέψεις τα καλοκαίρια στο εργοστάσιο στα μάτια ενός μικρού παιδιού φάνταζε κάτι πολύ εντυπωσιακό. «Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι είναι η γραμμή της σαρδέλας. Φανταστείτε μία πισίνα και απ’ τη μία πλευρά και απ’ την άλλη πολύς κόσμος να βάζει στα θηκάκια τις σαρδέλες. Δεν μπορούσα να φανταστώ πώς είναι ο κόπος πίσω από ένα μικρό προϊόν που πολλές φορές υποτιμάται. Και πολλές γυναίκες στη δουλειά…».
Το πρώτο πτυχίο της ήταν στο Μάρκετινγκ και σε ηλικία 21 ετών θα ενταχθεί και επισήμως στην ΚΟΝ.Β.Α., αλλάζοντας όλο αυτό το διάστημα θέσεις, σε μια προσπάθεια να μάθει καλά τη δουλειά εκ των έσω. Παράλληλα όμως θα κάνει και δύο δυνατά courses στο εξωτερικό, που τις ανοίξουν τους ορίζοντες. «Το ένα έχει να κάνει με την παγκόσμια ένωση των pl στην Ολλανδία, ένα πανεπιστήμιο για τρόφιμα, υποστήριξη, μάρκετινγκ και μανατζμεντ. Και το δεύτερο, που έκανα προ 3ετίας στο Στάνφορντ στην Αμερική, αφορούσε entrepreneurs και πήγα μέσω της Endeavor».
Στην τελευταία ήταν επιλογή της κας Τζικα να ενταχθεί η ΚΟΝ.Β.Α., κάτι διόλου εύκολο με δεδομένο ότι πρέπει να περάσεις από πολλές συνεντεύξεις σε διεθνές ακροατήριο και παράλληλα αφορά ως επί το πλείστον εταιρείες που συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με την τεχνολογία.
«Είμαι περήφανη γι’ αυτό», λέει. «Δυστυχώς στην Ελλάδα έχουμε την τάση να μην συνεργαζόμαστε και η κοινότητα αυτή αποτελεί ένα μεγάλο παράθυρο διασύνδεσης ανθρώπων, στελεχών. Μέσα απ’ την Endeavor έχω συνεργαστεί και συνομιλήσει με ανθρώπους που σε διαφορετική περίπτωση ούτε καν θα είχα γνωρίσει. Και πάντα αυτές οι συζητήσεις οδηγούν σε πολύ χρήσιμα συμπεράσματα για εμένα αλλά και την εταιρεία», υπογραμμίζει.
Τέλος, δεν μπορούμε να μην την ρωτήσουμε για το εάν η ΚΟΝ.Β.Α. δέχεται «pressing» από επενδυτές που θέλουν να εισέλθουν μετοχικά, μιας και την τελευταία διετία υπάρχει έντονη δραστηριότητα στο χώρο των τροφίμων. «Μας προσεγγίζουν πολλοί, ωστόσο δεν είμαστε ακόμα έτοιμοι για κάτι τέτοιο», απαντά.