Σε ένα νέο ιστορικό κύκλο εισέρχονται οι επιχειρηματικές δραστηριότητες της οικογένειας Φιλίππου, μέσω τόσο του στρατηγικού βραχίονα της ΦΑΓΕ, όσο και εκείνου της Elbisco. Με την απώλεια του Κυριάκου Φιλίππου να «επισημοποιεί», κατά κάποιο τρόπο, την παράδοση της σκυτάλης στην τρίτη γενιά, όσο και αν αυτό έχει ήδη συμβεί εδώ και χρόνια.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, εμβληματικές φυσιογνωμίες του ελληνικού επιχειρείν, όπως είναι ο Γιάννης και ήταν ο Κυριάκος Φιλίππου, δίνουν πάντα το δικό τους στίγμα στις μεγάλες αποφάσεις. Αποφάσεις, άλλοτε, εύστοχες και άλλοτε άστοχες, που καθόρισαν την πορεία του ομίλου κατά τον έναν αιώνα παρουσίας του στην αγορά.
Αν και ως αφετηρία θεωρείται το 1926, όταν ο Αθανάσιος Φιλίππου άνοιξε ένα γαλακτοπωλείο-ζαχαροπλαστείο στην οδό Πατησίων, θα πρέπει να την αναζητήσουμε λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1919 όταν ο πατέρας του Γιάννης, τσέλιγκας από τη Φωκίδα, κατέβηκε με τα κοπάδια του στις παρυφές της Αθήνας. Στον Άγιο Λουκά στα Πατήσια άνοιξε βουστάσιο και στη συνέχεια το «γενέθλιο» γαλακτοπωλείο, το οποίο ανέλαβαν οι δύο γιοί του Αθανάσιος και Κωνσταντίνος και το μετέτρεψαν από το 1950 στη ΦΑΓΕ (Φιλίππου Αδελφοί Γαλακτοκομικές Επιχειρήσεις), δημιουργώντας την πρώτη αλυσίδα χονδρικής διανομής γιαουρτιού στη χώρα.
Όταν τα ηνία ανέλαβε η επόμενη γενιά, ο Γιάννης και ο Κυριάκος Φιλίππου, έθεσαν τη ΦΑΓΕ σε τροχιά ανάπτυξης εντός και εκτός συνόρων. Το 1964, με το πρώτο εργοστάσιο παραγωγής γιαουρτιού στο Γαλάτσι. Το 1975 με τη μετεγκατάσταση στη μεγάλη μονάδα της Μεταμόρφωσης. Το 1980 και μετά με τις πρώτες εξαγωγές γαλακτοκομικών προϊόντων στο Ην. Βασίλειο και την Ιταλία, αλλά και σχεδόν δέκα χρόνια μετά όταν η ελληνική εταιρεία, με «όπλο» το στραγγιστό γιαούρτι, πέρασε στην αντιπέρα όχθη του Ατλαντικού.
Έτσι, από τον τσέλιγκα πρόγονο και το γαλακτοπωλείο στα Πατήσια, χτίστηκε μια ελληνική πολυεθνική που δραστηριοποιείται σήμερα σε 4 ηπείρους (Ευρώπη, Αμερική, Ασία και Αφρική) και 32 χώρες.
Η κρίση, η «έξοδος» και η…απειλή του CVC
Στους σταθμούς της πορείας της ΦΑΓΕ ξεχωριστή θέση κατέχει η απόφαση μεταφοράς της έδρας της στο Λουξεμβούργο, το 2012, υπό το βάρος των συνεπειών της οικονομικής κρίσης στην οποία είχε εισέλθει η χώρα. Μια απόφαση που προκάλεσε ποικίλα σχόλια τότε. Στη συνέχεια, αποχώρησε και από την αγορά του φρέσκου γάλακτος, με την πώληση του εργοστασίου στο Aμύνταιο Φλώρινας, και αντίστοιχα της συμμετοχής σε Elbisco και BIΣ. Ωστόσο, το «dna» και η παραγωγική καρδιά του ομίλου παραμένουν ελληνικά, καθώς διαθέτει δύο μονάδες στη χώρα μας και μία στις ΗΠΑ.
Τα τελευταία χρόνια, βέβαια, ο σκληρός ανταγωνισμός γύρω από το γιαούρτι και τα γαλακτοκομικά προϊόντα οδήγησαν σε ένα up and down τις οικονομικές επιδόσεις του ομίλου.
Έτσι, το 2019 οι πωλήσεις του έπεσαν κάτω από το ψυχολογικό φράγμα του μισού δισεκατομμυρίου δολαρίων, αλλά πέρυσι το ξεπέρασαν ξανά ανεβαίνοντας στα 521,3 εκατ. δολάρια. Ωστόσο, σε σχέση με το 2018, όταν και ο τζίρος ήταν 552 εκατ. δολ., υπάρχει μια υποχώρηση της τάξης των 30,7 εκατ. Όσον αφορά τα κέρδη για το 2020, σε επίπεδο προ φόρων έφτασαν τα 55,6 εκατ. και σε καθαρά τα 43,4 εκατ. σχεδόν διπλάσια σε σχέση με έναν χρόνο πριν.
Για τον ελληνικό «πυλώνα» της ΦΑΓΕ η εικόνα δεν είναι τόσο αισιόδοξη. Εδώ, με βάση τις τελευταίες δημοσιευμένες καταστάσεις για το 2019, οι πωλήσεις έφτασαν τα 129,41 εκατ. ευρώ, έναντι 127,8 εκατ. το 2018, αλλά η καθαρή κερδοφορία περιορίστηκε σε 390.000 ευρώ έναντι 7,5 εκατ.
Επίσης, στο τέλος του 2019 τα χρηματικά διαθέσιμα ήταν μόλις 3,1 εκατ. από 46,5 εκατ. το 2018, ενώ η εταιρεία προχώρησε σε αποπληρωμή προς τους μετόχους ύψους 42,85 εκατ. ως υπόλοιπο από την επιστροφή κεφαλαίου 51 εκατ. που είχε αποφασιστεί έναν χρόνο πριν.
Τα «ερωτήματα» σε σχέση με την ελληνική αγορά στην παρούσα φάση πλέον πληθαίνουν μετά την εντυπωσιακή «είσοδο» του CVC Capital (και) στην αγορά γαλακτοκομικών μέσω της απόκτησης της Vivartia και κατ επέκταση της ΔΕΛΤΑ και τη χθεσινή ανακοίνωση για την απόκτηση, παράλληλα, στρατηγικής πλειοψηφικής συμμετοχής στη Δωδώνη.
Είναι προφανές ότι το CVC έχει στόχο τη δημιουργία ενός ισχυρότατου πόλου στην αγορά γάλακτος και τροφίμων, -όπως έπραξε και στο χώρο της Υγείας-, στον οποίο σύμφωνα με τις πληροφορίες ενδέχεται να «ενσωματωθεί» και η Κολιός (βρίσκονται σε εξέλιξη σχετικές συζητήσεις), κάτι που αλλάζει τα δεδομένα και ανεβάζει πολύ τον πήχη του ανταγωνισμού.
Το πλήγμα του Λουξεμβούργου και η κόντρα διαρκείας με τον Chobani
Όλα αυτά έρχονται σε μια συγκυρία που η ΦΑΓΕ έχει δεχθεί το πλήγμα από το ηχηρό ναυάγιο του σχεδίου της για τη δημιουργία ενός νέου εργοστασίου, -επένδυση ύψους 170 εκατ. ευρώ-, στο Λουξεμβούργο.
Ένα σχέδιο που είχε βάλει μπροστά ο όμιλος από το 2016, με προοπτική λειτουργίας του νέου εργοστασίου το 2018 και στόχο την αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας κατά 40.000 τόνους ετησίως, την ευκολότερη τροφοδοσία των ευρωπαϊκών αγορών, αλλά και την προμήθεια πρώτων υλών σε καλύτερες τιμές από γειτονικές γαλακτοπαραγωγικές περιοχές.
Παρά τις εργώδεις προσπάθειες και το ισχυρό lobbying που έλαβε χώρα, η σχεδιαζόμενη επένδυση ξεσήκωσε τοπικές και πολιτικές αντιδράσεις, δεν κατάφερε να εξασφαλίσει τις περιβαλλοντικές και άλλες εγκρίσεις, ενώ τέθηκε και στο «μικροσκόπιο» των εκεί κρατικών υπηρεσιών. Με αποτέλεσμα το φιλόδοξο πλάνο να ακυρωθεί και τώρα να αναζητούνται εναλλακτικές λύσεις.
Η άλλη περιπέτεια διαρκείας αφορά την κόντρα με τον Xαμντί Oυλουκαγιά, τον Τούρκο μεγιστάνα ιδρυτή της Chobani, που συσσώρευσε κέρδη εκατομμυρίων πουλώντας, δήθεν, ελληνικό γιαούρτι.
Η κόντρα με τη ΦΑΓΕ μετράει χρόνια με πρώτο και πολυετή «σταθμό» στα βρετανικά δικαστήρια. Εκεί η πρώην σύζυγος του “Mr. Chobani” κατάθεσε το 2014 ότι εκείνος έκλεψε τη συνταγή για το ελληνικού τύπου γιαούρτι δωροδοκώντας πρώην υπάλληλο της ΦAΓE με 30.000 ευρώ. Κάτι που απέβη καθοριστικό καθώς ο Oυλουκαγιά έχασε τη δικαστική μάχη στο βρετανικό Eφετείο και μαζί το δικαίωμα να χρησιμοποιεί τη φράση “Greek Yoghurt”, ενώ υποχρεώθηκε να αποζημιώσει τη ΦAΓE.
Η μάχη της «τρίτης γενιάς»
Η μάχη κερδήθηκε, αλλά όχι και ο πόλεμος, που τώρα έχει μεταφερθεί επί αμερικανικού εδάφους. Με την ΦΑΓΕ και την Chobani να διατηρούν εκεί παραγωγικές εγκαταστάσεις και τον μεταξύ τους ανταγωνισμό να χτυπάει «κόκκινο». Η ελληνική εταιρεία, βέβαια, έχει καταφέρει να καθιερωθεί στην αμερικανική αγορά κατακτώντας μερίδιο 27,5% στις πωλήσεις λευκών γιαουρτιών, ενώ πέτυχε στο παρελθόν να αποσπάσει και «προεδρική βούλα», με το γιαούρτι της να εντάσσεται στο διαιτολόγιο του πρώην προέδρου Mπαράκ Oμπάμα.
Παρόλα αυτά, σε μια αγορά με τζίρο 6,3 δις δολάρια, οι πιέσεις είναι εντονότατες, με τον Τούρκο ανταγωνιστή να «χτυπάει» τις τιμές και να καταγράφει εν μέσω πανδημίας, αύξηση πωλήσεων κατά 48%.
Σε κάθε περίπτωση, η τρίτη γενιά της οικογένειας, η οποία εκφράζεται στο Δ.Σ. της ΦΑΓΕ μέσω του Αθανάσιου Φιλίππου, γιού του Γιάννη Φιλίππου (που είναι πρόεδρος) στη θέση του διευθύνοντος συμβούλου και του Αθανάσιου-Κύρου Φιλίππου (γιου του εκλιπόντος Κυριάκου Φιλίππου) στη θέση του αντιπροέδρου και εκπροσώπου της εδρεύουσας στο Λουξεμβούργο μητρικής FAGE International S.A., βρίσκεται μπροστά σε σημαντικές προκλήσεις.
Ο «άλλος» πόλεμος για το ψωμί της Elbisco
Με αντίστοιχες προκλήσεις, αλλά σε διαφορετικό πεδίο, βρίσκεται αντιμέτωπη και η κόρη του Κυριάκου, Ελένη Φιλίππου-Κουμάνταρου που είναι πρόεδρος της Elbisco. Η εταιρεία δραστηριοποιείται στην αγορά άρτου και αρτοσκευασμάτων, η οποία υπολογίζεται ότι φτάνει το 1,2 δισ. Ευρώ.
Δεδομένου ότι στο ψωμί κυριαρχούν τα αρτοποιεία, ο ανταγωνισμός μεταξύ των βασικών παικτών έχει μεταφερθεί αφενός στις αλυσίδες καταστημάτων, αφετέρου στο συσκευασμένο ψωμί και τα αρτοσκευάσματα, όπου μόνο οι φρυγανιές υπολογίζονται σε 100 εκατ. ευρώ.
Η Elbisco, που κατέχει το δυνατό brand της Κρις-Κρις, ανήκει φυσικά στους πρωταγωνιστές, αλλά βρίσκεται πίσω από την Καραμολέγκος (με τα ομώνυμα προϊόντα, αλλά και την Κατσέλης) , ενώ δέχεται ισχυρές πιέσεις από τις άλλες εταιρείες του κλάδου, όπως η Ε.Ι Παπαδόπουλος.
Ο σκληρός και εντεινόμενος ανταγωνισμός αποτυπώνεται και στις οικονομικές επιδόσεις της Elbisco, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει προχωρήσει σε σημαντικές επενδύσεις, όπως η υπερσύγχρονη μονάδα παραγωγής φρυγανιάς της Xαλκίδας, αλλά και ενίσχυση των εξαγωγών σε περισσότερες από 20 χώρες, που αντιπροσωπεύουν το 14% του συνολικού τζίρου.
Με βάση τις οικονομικές καταστάσεις για το 2019, ο τζίρος αυξήθηκε στα 116,37 εκατ. ευρώ (από 114,44 εκατ. το 2018), αλλά η εταιρεία δεν κατάφερε να ξεφύγει από τη ζημιογόνα τροχιά. Έτσι, το τελικό αποτέλεσμα ήταν ζημιές 2,2 εκατ. ευρώ, (έναντι 2,74 εκατ. έναν χρόνο πριν), με το σύνολο των υποχρεώσεων να διαμορφώνεται σε 107,7 εκατ. ευρώ.
Η εταιρεία κατά το πρώτο εξάµηνο του 2020 κατέγραψε αύξηση περίπου 9% του κύκλου εργασιών της µε κυριότερο τον τοµέα των αλεύρων και άλλων αγαθών που παράγει και εµπορεύεται. Ωστόσο, η πανδημία και η συνακόλουθη κατάρρευση του τουρισμού εκτιμάται ότι έχει σημαντική επίπτωση στις πωλήσεις της.
Διαβάστε ακόμα:
Ηλεκτρονικές δαπάνες: Ποιοι και πώς γλιτώνουν το πρόστιμο 22% φέτος
Άλεξ Φωτακίδης (CVC): Με ΔΕΛΤΑ και Δωδώνη αλλάζει τον συσχετισμό δυνάμεων στην αγορά γάλακτος