«Κουτσουρεμένα» κέρδη, πτώση άνω του 30% στην παραγωγή του bancassurance και περαιτέρω μείωση των λειτουργικών εξόδων μέσω μιας νέας εθελούσιας εξόδου. Αυτά είναι τα βασικά σημεία του επικαιροποιημένου business plan για την Εθνική Ασφαλιστική, που ζήτησε – με αφορμή την υγειονομική κρίση – και έλαβε η Εθνική Τράπεζα, προκειμένου να μπορέσει να επανεκκινήσει τις συζητήσεις με το CVC για την πώλησή της.

Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες του ΝΜ, στο επίμαχο σχέδιο, που έχει ήδη τεθεί υπόψη των Αμερικανών, μιας και είναι οι μόνοι – τουλάχιστον με τα μέχρι σήμερα δεδομένα – που ενδιαφέρονται να αποκτήσουν τον ασφαλιστικό βραχίονα της ΕΤΕ, εκτιμάται πως το 2020 θα κλείσει για την εταιρεία με κέρδη προ φόρων, ύψους 28 εκατ. ευρώ, όταν πέρυσι αυτά ανήλθαν σε 81,6 εκατ. ευρώ. «Εάν λάβουμε υπόψη ότι το α’ εξάμηνο του τρέχοντος έτους η εταιρεία εμφάνισε αποτελέσματα, ύψους 17,5 εκατ. ευρώ, τότε μιλάμε για διπλασιασμό. Δεδομένου, ωστόσο, ότι στις συγκεκριμένες παραμέτρους δεν έχει ‘μετρηθεί’ η αυξημένη κινητικότητα του Αυγούστου, τότε μάλλον πρόκειται για αυστηρές εκτιμήσεις», σχολιάζουν αρμόδιες πηγές. Όσον αφορά στην επόμενη τριετία, τα στελέχη, που επιμελήθηκαν το business plan, αναμένουν πως η Εθνική Ασφαλιστική θα επανέλθει σε ανοδική τροχιά, καταγράφοντας κέρδη έως και 120 εκατ. ευρώ μέχρι το τέλος της περιόδου.

Τα ασφάλιστρα

Τα εγγεγραμμένα ασφάλιστρα και δικαιώματα του Κλάδου Ζωής εκτιμάται πως θα εμφανίσουν εφέτος μείωση, της τάξεως του 15% – από 572,6 εκατ. ευρώ το 2019 σε περίπου 490 εκατ. ευρώ το 2020 – για να ξεπεράσουν τα 670 εκατ. ευρώ το 2023.

Την ίδια στιγμή, αντιστάσεις απέναντι στον κορωνοιό φέρεται να επιδεικνύει ο Κλάδος Γενικών Ασφαλειών της εταιρείας, με τα ασφάλιστρα να αυξάνονται κατά σχεδόν 10 εκατ. ευρώ το 2020 και να «αγγίζουν» τα 260 εκατ. ευρώ σε βάθος τριετίας.

Εθελούσια

Όσον αφορά στα λειτουργικά έξοδα, αυτά προβλέπεται να μειωθούν περαιτέρω, μιας και δρομολογείται ακόμη μία εθελούσια έξοδος, το κόστος της οποίας θα διαμορφωθεί σε περίπου 11 εκατ. ευρώ. Αξίζει να αναφερθεί πως τον Ιούλιο του 2019 η εταιρεία ολοκλήρωσε με επιτυχία πρόγραμμα οικειοθελούς αποχώρησης του προσωπικού της, στο οποίο συμμετείχαν 117 εργαζόμενοι, με συνολικό κόστος 15,1 εκατ. ευρώ. «Η εν λόγω ενέργεια εκτιμάται ότι, εκτός από τη μείωση των λειτουργικών εξόδων κατά οκτώ εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση, θα βελτιώσει περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα της εταιρείας, δημιουργώντας, ταυτόχρονα, ευκαιρίες ανέλιξης για το υφιστάμενο προσωπικό», αναφερόταν σε σχετική ανακοίνωση. Τα λειτουργικά κόστη υπολογίζεται να «αγγίξουν» τα 94 εκατ. ευρώ το 2020, για να πέσουν στα 88 εκατ. ευρώ το 2023.

Bancassurance

Σημαντική κάμψη εργασιών εκτιμάται ότι θα καταγράψει και το δίκτυο bancassurance, που – ειρήσθω εν παρόδω – αποτελεί εκ των βασικότερων παραμέτρων στη συμφωνία πώλησης. Το business plan φέρεται να υπολογίζει ότι η παραγωγή θα «αγγίξει» εφέτος τα 177 εκατ. ευρώ έναντι 263,7 εκατ. ευρώ το 2019, ενώ θα απαιτηθεί τουλάχιστον μία διετία μέχρις ότου η Εθνική Ασφαλιστική να ξαναδεί τέτοιου ύψους ασφάλιστρα. Υπενθυμίζεται πως… πακέτο με την πώληση έρχεται και η 10ετής σύμβαση για τη διάθεση των ασφαλιστικών προϊόντων της εταιρείας από το δίκτυο της ΕΤΕ, γεγονός, που σημαίνει ότι η μειωμένη παραγωγή επιτρέπει στον επενδυτή να διεκδικήσει αντίστοιχη αναπροσαρμογή και για το τίμημα.

Αντιδράσεων συνέχεια

Όσο «πυκνώνουν» οι εξελίξεις γύρω από την πώληση της μεγαλύτερης ασφαλιστικής της χώρας, τόσο… φουντώνουν και οι αντιδράσεις από πλευράς των εργαζομένων, που επιμένουν να τάσσονται κατά της μεταβίβασης μιας κερδοφόρας επιχείρησης.

Ειδικότερα, με νέα ανακοίνωσή του ο Σύλλογος Υπαλλήλων της Εθνικής Ασφαλιστικής, διερωτάται ποιος είναι ο τρόπος αποτίμησης μίας μη εισηγμένης στο χρηματιστήριο εταιρείας. «Σύμφωνα με όσα ισχύουν στην οικονομία, υπάρχουν δύο ακραία σενάρια αποτίμησης:

Σενάριο 1ο [Αρνητικό σενάριο]: Η τιμή πώλησης ορίζεται σύμφωνα με την καθαρή θέση της εταιρείας, δηλαδή, το ενεργητικό της μείον τις υποχρεώσεις της.

Σενάριο 2ο [Θετικό σενάριο]: Η τιμή πώλησης καθορίζεται από τη σημερινή προεξόφληση των μελλοντικών χρηματοροών της εταιρείας ,σε συνάρτηση με τη φήμη της και τη θέση της στην ασφαλιστική αγορά.

Δηλαδή, αξία της εταιρείας είναι η παρούσα αξία της αποτίμησης των ελεύθερων ταμειακών ροών της στο μέλλον. Η μέθοδος αυτή βασίζεται στην ιδέα ότι η πραγματική αξία μιας επιχείρησης έγκειται αποκλειστικά στην ικανότητά της να δημιουργεί πλούτο στο μέλλον και είναι πολύ πιο αξιόπιστη από οποιονδήποτε άτυπο κανόνα. Συνήθως, η πώληση συμφωνείται μεταξύ πωλητή και αγοραστή στο εύρος μεταξύ των δύο παραδοχών», επισημαίνουν χαρακτηριστικά και προσθέτουν: «Η καθαρή θέση της εταιρείας μας, λοιπόν, σύμφωνα με τις επίσημες λογιστικές καταστάσεις, είναι σήμερα πάνω από ένα δισ. ευρώ. Άρα, αυτό θα έπρεπε να είναι το κάτω όριο τιμής πώλησής της.

Πώς το προσπερνάμε αυτό το όριο; Με την πλήρη συνεργασία της PWC (γιατί δεν θα μπορούσε να γίνει και αλλιώς) ο μέτοχος στα δικά του βιβλία τη μειώνει κατά 500 εκατ. ευρώ, βάζοντας τον πήχη της πώλησης στα όρια του ξεπουλήματος. Αλήθεια, έχει ξανακουστεί να γίνεται μείωση καθαρής θέσης σε κερδοφόρα επιχείρηση; Και, μάλιστα, όταν αυτό έχει σαν πρακτικό αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, να μειώνει τη δυνατότητα της τράπεζας σε διαθέσιμα κεφάλαια προς δανειοδότηση της οικονομίας της χώρας».