Είναι η ομορφιά ανώτερη της ευφυΐας; Είναι μια αυταπόδεικτη αρετή ακριβώς επειδή δεν χρειάζεται αποδείξεις και επεξηγήσεις; Είναι το Ιερό Γκράαλ της εποχής μας – αλλά εδώ που τα λέμε και κάθε προηγούμενης ή επόμενης; Μια κλεφτή ματιά στους προβεβλημένους ινσταγκραμικούς λογαριασμούς που βρίθουν από στερεοτυπικά «όμορφους» άνδρες και γυναίκες με χαρακτηριστικά προσώπου τόσο ίδια και αψεγάδιαστα που μοιάζουν βγαλμένα, θαρρείς, από γραμμή παραγωγής κινεζικής φάμπρικας, με σώματα που θα ξυπνούσαν αισθήματα φθόνου ακόμα και σε άγαλμα του Πραξιτέλη και με περίσσεια νεότητας και σφρίγους αρκεί για να απαντήσει κάποιος (καταφατικά) στις παραπάνω ερωτήσεις.
Συνεπώς, ακούγεται απολύτως λογικό ότι η βιομηχανία της ομορφιάς παραμένει -σχεδόν εκνευριστικά για τους υπόλοιπους κλάδους της παραγωγής- σταθερά προσοδοφόρα και αταλάντευτα ανερχόμενη, ανεπηρέαστη από χρηματιστηριακές διακυμάνσεις ή αδόκητες κρίσεις, όπως η πρόσφατη πανδημία. Σήμερα η αξία της υπολογίζεται στα 522 δισ. ευρώ. Και αγοραπωλησίες όπως αυτή της εταιρείας καλλυντικών προϊόντων Aesop στη L’Oreal με αντίτιμο 3,4 δισ. ευρώ -ή, σε απλά ελληνικά, δαπανώντας το μεγαλύτερο ποσό στην ιστορία της για μια εξαγορά- σχεδόν προεξοφλούν το ευοίωνο μέλλον για τον κλάδο, ο οποίος ας μην ξεχνάμε πως το 2019 ανέδειξε την Κάιλι Τζένερ στη νεαρότερη δισεκατομμυριούχο στην ιστορία.
Βεβαίως, η Aesop δεν θα καταδεχόταν ποτέ να ταυτιστεί με εφήμερες στάρλετ, influencers της σειράς ή κάθε λογής διαδικτυακούς πλασιέ για την προώθηση των προϊόντων της. Αυτό θα ήταν εκ διαμέτρου αντίθετο -και θα είχε αναλογίες μαχαιριάς στην καρδιά- στη λογική και, κυρίως, στη φιλοσοφία του ιδρυτή του brand Διονύση Παφίτη. Ναι, η ιστορία που θέλει πίσω από κάθε ουρανομήκες success story να υπάρχει κι ένας Ελληνας για μία ακόμα φορά επιβεβαιώνεται. Ευτυχώς, όχι ως φάρσα.
Μπορεί η Aesop από το 2012 να ανήκει κατά πλειοψηφία στη βραζιλιανική εταιρεία Natura & Co., στο χαρτοφυλάκιο της οποίας περιλαμβάνονται οικουμενικά γνωστές φίρμες όπως η Avon και το The Body Shop, όμως στυλοβάτης, ιθύνων νους και κινητήρια δύναμή της παραμένει ο Ελληνοαυστραλός Ντένις Παφίτης. Ο εκλεκτικός, εστέτ και σε απόσταση ασφαλείας από την πολλή συνάφεια του κόσμου επιχειρηματίας είναι εκείνος που ανέλαβε αυτοβούλως -και προφανώς αυτοδίκαια- τον ρόλο του θεματοφύλακα της εταιρείας που ίδρυσε πριν από 36 χρόνια από συγκυρία, αλλά και φιλοπεριέργεια. Γεννημένος το 1963 στη Μελβούρνη, ο Παφίτης ήταν το μικρότερο παιδί και ο μόνος γιος της οικογένειάς του.
Οι Ελληνοκύπριοι μετανάστες στους Αντίποδες γονείς του ασχολούνταν αμφότεροι με την κομμωτική. Ο ίδιος στις μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού συνεντεύξεις του στον παγκόσμιο Τύπο, τις οποίες παρεμπιπτόντως προτιμά να παραχωρεί γραπτώς ώστε να έχει χρόνο για να σκεφτεί, έχει αφηγηθεί ότι στην πραγματικότητα γαλουχήθηκε στο κουρείο του πατέρα του παρακολουθώντας τους πελάτες που μπαινόβγαιναν για κούρεμα και ξύρισμα και κρυφακούγοντας τις συναναστροφές τους.
Οπως κάθε κλασική ελληνική πυρηνική οικογένεια, ανεξαρτήτως γεωγραφικού μήκους ή πλάτους όπου είναι εγκατεστημένη, έτσι και η δική του είχε μεγάλα και σπουδαία όνειρα για τον μοναχογιό της. Τον φανταζόταν γιατρό, δικηγόρο ή έστω οικονομολόγο, ιδανικά και τα τρία μαζί, όπως ο ίδιος έχει πει. Αλλά ο Παφίτης δεν κατάφερε να αποδράσει από τις αναφορές που αποκρυστάλλωσε μέσα του από παιδί. Ακολουθώντας αντίστροφη πορεία από τους γονείς του, αποφάσισε να επιστρέψει στην Ευρώπη και να σπουδάσει κομμωτική στη Γαλλία.
Διαβάστε τη συνέχεια στο protothema