© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
«Αν κάτι το κάνεις με πάθος και μεράκι, θα το κάνεις καλά και θα πετύχεις». Αυτή η παλιά και διαχρονική συμβουλή των βετεράνων των επιχειρήσεων κολλάει ίσως καλύτερα στο παράδειγμα που θέτει πλέον με τη δουλειά της η κυρία Δάφνη Μπεχτσή.
Βιολόγος με καλή θέση ερευνητή στη Γλασκώβη η ίδια, θα αποφασίσει πριν από μερικά χρόνια να ασχοληθεί με το πάθος της, τον κινηματογράφο. Ενα πάθος που μετουσιώθηκε στο Cinobo, την πρώτη ανεξάρτητη συνδρομητική πλατφόρμα κινηματογράφου στη χώρα μας, που μέσα σε λίγα χρόνια έχει καταφέρει να στήσει ισχυρές βάσεις σε έναν χώρο ιδιαίτερα ανταγωνιστικό επιλέγοντας τον ποιοτικό «χωρίς σύνορα» κινηματογράφο (εξ ου και το Cinema No Borders που είναι το πλήρες όνομα της πλατφόρμας).
Και πλέον, όπως εξηγεί, ετοιμάζεται για το επόμενο κεφάλαιο στην πορεία της νεοφυούς επιχείρησης, που αφορά την επέκτασή της τόσο εκτός συνόρων όσο και σε παράλληλες δραστηριότητες γύρω από το σινεμά σκιαγραφώντας έτσι ένα μέλλον που δεν αφορά αποκλειστικά τις υπηρεσίες streaming, αλλά διασυνδέει τις ποιοτικές -χωρίς πλαίσιο- ταινίες με τις μεγάλες σκοτεινές αίθουσες του κινηματογράφου και την online ταινιοθήκη. Μια εξαιρετικά χρήσιμη γωνιά για τους λάτρεις των καλών, ανεξάρτητων παραγωγών και των κλασικών ταινιών!
Ηδη τα πρώτα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση έχουν ξεκινήσει. Σε μια συμφωνία με τον «easy» Στέλιο Χατζηιωάννου, το Cinobo θα υποστηρίξει την αναβίωση και λειτουργία του ιστορικού θερινού κινηματογράφου «Cine Paris» στην Πλάκα, τον οποίο ξανάχτισε ο γνωστός επιχειρηματίας!
Η συζήτησή μας γίνεται με αφορμή αυτή τη συνεργασία αλλά και από την πρωτιά της κυρίας Μπεχτσή στα ετήσια βραβεία Νεανικής Επιχειρηματικότητας του Ιδρύματος Stelios, που αποτελεί και την αναγνώριση της μέχρι τώρα προσπάθειας που έχει κάνει με την ομάδα της. Διαδικτυακά, όπως εξάλλου αρμόζει και στο «τεχνολογικό» DNA που συνοδεύει το Cinobo.
Η κυρία Μπεχτσή στη γενέτειρά της, Θεσσαλονίκη. «Είμαι Θεσσαλονικιά, αλλά η αλήθεια είναι πως λείπω τόσα πολλά χρόνια, που πλέον δεν το νιώθω και τόσο… Έφυγα στα 18 μου, σπούδασα και εργάστηκα στη Γλασκώβη, οπότε μάλλον Γλασκωβέζα νιώθω περισσότερο», λέει και γελά. Επιλογή η Γλασκώβη, όπως εξηγεί.
«Είχα περάσει στο Βιολογικό της Θεσσαλονίκης, αλλά ήθελα να πάω έξω. Οι γονείς μου με υποστήριξαν και έτσι βρέθηκα στη Γλασκώβη να σπουδάζω Βιολογία. Αργότερα έμεινα εκεί και δούλεψα ως ερευνήτρια σε ένα πολύ καλό εργαστήριο και με πολύ καλές απολαβές, μέχρι που αποφάσισα να τα αλλάξω όλα. Είχα χάσει το κίνητρό μου και το πάθος μου. Ενιωθα ότι είχα μπει σε έναν κύκλο επανάληψης μέσα στο εργαστήριο!», λέει.
Το πάθος όμως είχε άλλη διέξοδο. «Από πολύ παλιά είχα σκεφτεί το σινεμά. Οι γονείς μου είχαν βιντεοκλάμπ. Οπότε μεγάλωσα μέσα στις ταινίες. Μεσοβδόμαδα, μετά το σχολείο στο βιντεοκλάμπ και τις Κυριακές σινεμά με τον μπαμπά! Οπότε όλα αυτά ήταν μέρος της ζωής μου, όχι απλά ένα χόμπι. Μεγαλώνοντας είπα ότι θα εξερευνήσω κι άλλα πράγματα και θα σπουδάσω.
Το έκανα μέχρι που μου έφυγε ο ενθουσιασμός, οπότε ήρθε και η ανάγκη αλλαγής πορείας. Κάπως έτσι ήρθε και η ιδέα για το Cinobo. Σκεφτόμουν ότι πρέπει να φτιαχτεί ένα “μέρος”, το οποίο θα πρέπει να φιλοξενεί όλες εκείνες τις ταινίες που μετά την προβολή τους στο σινεμά δεν βρίσκονται κάπου αλλού. Ολες αυτές τις ταινίες που θέλω να δω και να προτείνω, αλλά δεν υπάρχουν κάπου να τις βρει κανείς. Να δω από τους παλιούς “μεγάλους” σκηνοθέτες, όπως ο Χίτσκοκ, έως έναν πρωτοεμφανιζόμενο καλλιτέχνη.
Και καθώς στην Ελλάδα δεν υπήρχε κάτι τέτοιο, είπα να το τολμήσω! Ευτυχώς είχα ως έναν βαθμό τη γνώση του ευρύτερου χώρου και ο πατέρας μου στάθηκε σημαντικός μέντορας για μένα, μεταδίδοντάς μου γνώση και εμπειρία ώστε να επιστρέψω στην Ελλάδα και να μετουσιώσω την ιδέα σε κάτι πραγματικό».
Οι 12 angel investors
Το αρχικό κεφάλαιο που συγκεντρώθηκε από ίδια κεφάλαια αλλά και από 12 angel investors που πίστεψαν στο εγχείρημα έφθασε τα 240 χιλ. ευρώ. Παρ’ όλα αυτά οι δυσκολίες στην αρχή, αρκετές.
«Ηταν κάτι πρωτόγνωρο. Στην ουσία ζωγραφίσαμε τον χάρτη του πώς θα γίνει η πλατφόρμα μόνοι μας, χωρίς προηγούμενη εμπειρία. Βέβαια, μετά έκαναν τις προσπάθειές τους οι εταιρείες τηλεπικοινωνιών και η ΕΡΤ. Από την πλευρά μας όμως δεν είχαμε τους ίδιους πόρους ακόμα και για να προσλάβουμε στελέχη με εμπειρία στο εξωτερικό, οπότε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα κινηθήκαμε μόνοι μας. Εκεί που διευκολυνθήκαμε ήταν ότι ήξερα τους διανομείς στην Ελλάδα, λόγω του πατέρα μου. Οπότε ήξερα ποιους έπρεπε να προσεγγίσω. Και μετά ήταν τα άτομα της ομάδας. Το ότι βρήκα σχετικά νωρίς έναν άνθρωπο που μοιράστηκε το όραμά μου και έφερε την τεχνογνωσία του, ήταν σημαντικό. Επίσης τους επιμελητές. Ηταν οι πρώτοι άνθρωποι που εντόπισα και αυτοί που θα βοηθούσαν να κάνουμε το πρόγραμμα της πλατφόρμας. Και αυτό τελικά ήταν πολύ κομβικό, γιατί εκεί φάνηκε η ειδικότητά μας, το πώς δηλαδή επιλέγουμε ταινίες. Ακόμα έχει αρκετές δυσκολίες ως εγχείρημα, αλλά ο κόπος αξίζει. Ειλικρινά πιστεύω ότι με το σινεμά μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο. Ακούγεται ίσως ρομαντικό, αλλά το πιστεύω», λέει!
Βέβαια, όλο αυτό κουμπώνει στην τεχνολογία. Η πλατφόρμα είναι όλη «χτισμένη» στο cloud. «Αυτό είναι το ένα κομμάτι», σπεύδει να πει η κυρία Μπεχτσή. «Το άλλο έχει να κάνει με τη γενικότερη δραστηριότητα, που είναι αρκετά περίπλοκη. Εχουμε άμεση σχέση με όλους τους δημιουργούς, τους παραγωγούς, τα εργαστήρια, τους διανομείς, τα υλικά… δεν είναι απλώς μία πλατφόρμα στο cloud, όπως οι περισσότεροι πιστεύουν», συμπληρώνει. Μάλιστα αποκαλύπτει πως η εταιρεία έχει ξεκινήσει να δραστηριοποιείται και στο κομμάτι της διανομής. «Είναι ταινίες είτε μεγάλων είτε πρωτοεμφανιζόμενων σκηνοθετών που πιστεύουμε σε αυτούς, άλλες βραβευμένες και άλλες όχι. Ταινίες που έχουν μία ιστορία που αξίζει να ειπωθεί με τα ποιοτικά κριτήρια που πάντα θέτουμε», λέει η κυρία Μπεχτσή.
Οπως εξηγεί, για να μπει μία ταινία στην πλατφόρμα προηγείται συμφωνία για τα δικαιώματά της. «Αυτό το δικαίωμα μπορεί να είναι από 3 μέρες έως 10 χρόνια, ανάλογα με την περίπτωση, τη διαπραγμάτευση, αλλά και πώς θελουμε να τη διαχειριστούμε. Αρα διαμορφώνουμε και ειδικές κατηγορίες όπου ξέρει ο συνδρομητής τι περιθώριο έχει για να δει την ταινία», σημειώνει.
Σήμερα το Cinobo έχει μερικές δεκάδες χιλιάδες συνδρομητές. Κυρίως είναι άνθρωποι 25-54 ετών, ισόποσα μοιρασμένοι άνδρες και γυναίκες, διάσπαρτοι ανά τη χώρα. «Μας βλέπουν από 800 διαφορετικά σημεία στη χώρα και αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό, αφού ικανοποιεί τον στόχο μας να πάμε τον ποιοτικό κινηματογράφο παντού», λέει η κυρία Μπεχτσή.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της, ο κύκλος εργασιών φέτος θα φθάσει περί τα 2,3 εκατ. ευρώ ακολουθώντας μια διαρκή ανοδική πορεία. «Η αλήθεια είναι πως πέρυσι λόγω του πληθωρισμού νιώσαμε την πίεση που δέχθηκε ο κόσμος. Παρ’ όλα αυτά ο αριθμός των συνδρομητών συνέχισε την ανοδική του πορεία», λέει τονίζοντας πως ο κύκλος εργασιών πέρυσι ήταν 1,7 εκατ. ευρώ.
«Εχουμε ακόμα μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης. Συνεχώς μεγαλώνουμε. Σαφώς έχουμε να αντιμετωπίσουμε έναν εντεινόμενο ανταγωνισμό, ιδίως σε πόρους διαφήμισης, ωστόσο η συνδρομητική μας βάση επεκτείνεται και η φωνή μας ακούγεται πλέον μέσα στην κοινότητα που έχουμε δημιουργήσει. Περίπου 200 χιλ. άνθρωποι μας ακολουθούν και έχουμε γίνει ένα brand εμπιστοσύνης. Το περιεχόμενό μας είναι αυτό που υποστηρίζει αυτή την προσπάθεια και ας μην έχουμε ακόμα σπάσει τον κλοιό που υπάρχει ώστε να πάμε σε μεγαλύτερα κοινά», τονίζει.
Εξωστρέφεια
Το περιεχόμενο θα παραμείνει στο επίκεντρο των προτεραιοτήτων της ομάδας του Cinobo, διαβεβαιώνει η κυρία Μπεχτσή. «Πρωτεύον στόχος είναι να μείνουμε πιστοί στο όραμα και την ιδιότητά μας. Να είμαστε δηλαδή “οι άνθρωποι που βρίσκουν το καλύτερο σινεμά στον κόσμο” και να μπορούμε να το συγκεντρώνουμε κάτω από την ομπρέλα μας. Από εκεί κι έπειτα δεν σας κρύβω ότι ο επόμενος στόχος είναι να βγούμε στο εξωτερικό.
Η Ελλάδα είναι μικρή αγορά για ένα προϊόν όπως το δικό μας. Ωστόσο το θετικό είναι πως κάτι αντίστοιχο με το Cinobo λείπει από πολλές αγορές της Ευρώπης. Οπότε αυτό το διάστημα είμαι σε μια φάση προετοιμασίας για μια επένδυση. Απαραίτητη όμως προϋπόθεση γι’ αυτή θα είναι η εξεύρεση και της χρηματοδότησης για να κάνουμε ένα τέτοιο άλμα», επισημαίνει.
Αν και η ίδια δεν θέλει να επεκταθεί γύρω από τις αγορές που έχει βάλει στο στόχαστρό της, σημειώνει πως αυτές πληρούν κάποια στάνταρ: βρίσκονται στο ίδιο ή καλύτερο τεχνολογικό στάδιο από την Ελλάδα, έχουν κουλτούρα εξόδου στο σινεμά και δεν είναι κορεσμένες σε επίπεδο ανταγωνισμού.
Στην Ελλάδα πάλι ο χώρος της διανομής αλλά και η έμμεση διαχείριση κάποιων λίγων κινηματογραφικών αιθουσών μέσω συνδεδεμένης εταιρείας αναμένεται να αποτελέσουν ζωτικό χώρο επέκτασης του Cinobo.
«Τον ερχόμενο Μάιο θα λειτουργήσουμε το “Cine Paris” μετά από αρκετά χρόνια που είναι κλειστό. Ανυπομονούμε πολύ. Θέλουμε να κρατήσουμε την αίσθηση που είχε το σινεμά της γειτονιάς και την κλασική ατμόσφαιρα του θερινού σινεμά. Ταυτόχρονα όμως να το ανανεώσουμε και να προσελκύσουμε νέο κόσμο», λέει η κυρία Μπεχτσή. Διευκρινίζει ότι σε αυτό το Cinobo θα εμπλακεί έμμεσα και υποστηρικτικά, με την τελική ευθύνη να την έχει εταιρεία διαχείρισης κινηματογραφικών αιθουσών που “τρέχει” η αδελφή της, Σοφία. «Το πήραμε όλοι το μικρόβιο του κινηματογράφου στην οικογένεια», λέει και γελά.
Οσο για το βραβείο από το Ιδρυμα Χατζηιωάννου; «Είναι μεγάλη τιμή να βλέπεις το έργο σου να αναγνωρίζεται. Και είναι κάτι που σου επιβεβαιώνει ότι είσαι στον σωστό δρόμο, ότι κάνεις κάτι καλά.
Γιατί όταν είσαι μέσα σε μια τέτοια προσπάθεια είναι αρκετά δύσκολο να αποστασιοποιηθείς για να δεις αποστασιοποιημένος εάν όλα κινούνται σωστά. Οπότε το βραβείο σημαίνει πολλά και μας δίνει ώθηση να πάμε ακόμα πιο δυναμικά στους στόχους μας», καταλήγει.
Διαβάστε ακόμη:
Ξεκινά η ανταγωνιστική διαδικασία για την Alpha Bank
Ανατροπές στο ποδοσφαιρικό «χρηματιστήριο» – Πώς ο Χάαλαντ πήρε τα «σκήπτρα» του Εμπαπέ (pics)
Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης: Η συζήτηση για τον καφέ – Η εναλλακτική πρόταση
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ