Η απόφαση του Χρήστου Χαρπαντίδη για το μετασχηματισμό της Παπαστράτος σε μία καινοτόμα καπνοβιομηχανία που παράγει αποκλειστικά θερμαινόμενα τσιγάρα δικαιώνεται πλήρως καθώς οι ρυθμοί ανάπτυξης του νέου προϊόντος που πλέον αποκλειστικά παράγει η ιστορική καπνοβιομηχανία συνεχίζουν να είναι εντυπωσιακοί.
Συγκεκριμένα μέσα σε ένα χρόνο το μερίδιο του IQOS στην αγορά καπνικών έχει καταφέρει να διπλασιαστεί, φθάνοντας πλέον το 10%!
Κάτι που σημαίνει πως πάνω από 200.000 καπνιστές – πρώην και νυν χρήστες παραδοσιακών τσιγάρων – εμφανίζονται σήμερα να κάνουν χρήση του θερμαινόμενου τσιγάρου της εταιρείας.
Αντίστοιχα πληροφορίες του ΝΜ αναφέρουν πως η παραγωγή στο εργοστάσιο στον Ασπρόπυργο συνεχίζει να βαίνει αυξανόμενη, με το 80% να κατευθύνεται σε 15 αγορές του εξωτερικού. Το τελευταίο διάστημα μάλιστα έχουν ξεκινήσει και εξαγωγές στην ιαπωνική αγορά, που θεωρείται και η πιο ώριμη παγκοσμίως στα προϊόντα θερμαινόμενου τσιγάρου με ένα μερίδιο που φθάνει το 17%. Για την ιστορία η Ελλάδα εμφανίζεται να κατέχει την τρίτη θέση, πίσω απ’ τη Λιθουανία.
Νέο στοίχημα οι ΗΠΑ
Σε κάθε περίπτωση το νέο μεγάλο στοίχημα για τον όμιλο Philip Morris International θα είναι η αμερικανική αγορά μετά και τη σχετική έγκριση που έδωσε ο FDA. Ένα κρίσιμο σημείο και για την ελληνική θυγατρική της με δεδομένο πως σήμερα υπάρχουν μόνο δύο εργοστάσια του ομίλου στον κόσμο που κατασκευάζουν προϊόντα θερμαινόμενου καπνού, εκ των οποίων το ένα είναι αυτό του Ασπροπύργου.
Υπενθυμίζεται πως με βάση τον τελευταίο δημοσιευμένο ισολογισμό που αφορά την οικονομική χρήση 2018, χρονιά κατά την οποία ολοκληρώθηκε και εγκαινιάσθηκε το εργοστάσιο παραγωγής ράβδων καπνού (IQOS), η Παπαστράτος είχε εμφανίσει αύξηση του κύκλου εργασιών της στα 1,29 δισ ευρώ ή 320 εκατ. ευρώ εξαιρουμένου του ειδικού φόρου στα καπνικά είδη.
Η πλειονότητα των εσόδων δε προήλθε από εμπορική δραστηριότητα σε ποσοστό 84% και μόλις το 16% από τη βιομηχανική παραγωγή σε αντίθεση με ένα χρόνο πριν, το 2017, όταν η Παπαστράτος είχε την πλειονότητα των εσόδων από βιομηχανική παραγωγή σε ποσοστό 67% και το υπόλοιπο 33% να προέρχεται από εμπορική δραστηριότητα. Επίσης το 2018 τα κέρδη μετά τους φόρους ήταν στα 22,65 εκατ. ευρώ και παράλληλα οι εργαζόμενοι αυξήθηκαν στους 832 από 763 πριν.