Αξιοσημείωτη αντοχή επέδειξε η Χαλυβουργία Ελλάδος σε επίπεδο τζίρου κατά το δύσκολο περσινό έτος, καταγράφοντας, ωστόσο, νέες καθαρές ζημιές, αλλά και διατηρώντας θετικό πρόσημο στα EBITDA.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, για την υπερδανεισμένη ιστορική εταιρεία της οικογένειας Μάνεση φτάνει η ώρα που θα κριθεί η «επόμενη μέρα». Και η απάντηση για αυτή βρίσκεται αφενός στις αποφάσεις των τραπεζών, αφετέρου στο ρόλο- «κλειδί» που διαδραματίζει το αμερικανικό fund H.I.G. Capital, το οποίο εισήλθε στο σκηνικό μετά την εξαγορά των δανείων της Eurobank και, όπως όλα δείχνουν, αποτελεί πλέον «συστατικό στοιχείο» της όποιας λύσης.
Η Χαλυβουργία Ελλάδος, όπως αποκαλύπτει σήμερα το newmoney, κατέγραψε το 2020 κύκλο εργασιών ύψους 184.520.000 ευρώ, έναντι 187.578.000 ευρώ το 2019, με τα τελικά (μετά φόρων) αποτελέσματα να διαμορφώνονται σε ζημιές 12.061.000 ευρώ, έναντι ζημιών 12.631.000 ευρώ και τα EBITDA σε 6.764.000 ευρώ, έναντι 5.376.000 ευρώ την προηγούμενη χρονιά.
Όπως σημειώνεται στην έκθεση διαχείρισης του Διοικητικού Συμβουλίου «το 2020 η εταιρεία αύξησε τον όγκο πωλήσεων σε σχέση με το 2019, κατά κύριο λόγο από αύξηση του όγκου των εξαγωγών της», ενώ «στην εσωτερική αγορά συμμετείχε ως προμηθευτής τόσο σε έργα υποδομών όσο και σε ιδιωτικά έργα που εξισορρόπησαν την στασιμότητα που παρατηρήθηκε στις δημόσιες επενδύσεις».
Επισημαίνεται ακόμη ότι το μικτό περιθώριο κέρδους το 2020 παρέμεινε στα ίδια επίπεδα με το 2019, αφού η μείωση των τιμών πώλησης στην εσωτερική, αλλά και στις εξαγωγικές αγορές αντισταθμίστηκε από τη μείωση του κόστους παραγωγής «η οποία επιτεύχθηκε κυρίως λόγω των σημαντικών βελτιώσεων στα βιομηχανικά κοστολόγια ως αποτέλεσμα των επενδύσεων αναβάθμισης του εξοπλισμού που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια, αλλά και της προσπάθειας περιορισμού των λειτουργικών εξόδων».
Οι συνέπειες της πανδημίας και οι προοπτικές
Ασφαλώς η εταιρεία υπέστη και αυτή τις συνέπειες της πανδημίας. Όπως τονίζεται σχετικά, «τα έσοδα κατά το πρώτο πεντάμηνο του 2020 μειώθηκαν σε σχέση με το αντίστοιχο του 2019» και «η διοίκηση αντιμετώπισε την πρωτόγνωρη κατάσταση αξιοποιώντας τα νομοθετικά μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων».
Περαιτέρω σημειώνεται πως «λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η εταιρεία έχει επαρκή ταμειακά διαθέσιμα για τις τρέχουσες ανάγκες της και επιπλέον βρίσκεται σε προχωρημένες διαβουλεύσεις με τους πιστωτές της για τον δανεισμό της, φρονούμε ότι είναι σε θέση να ανταπεξέλθει στις συνθήκες της συγκυρίας». Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της διοίκησης, κατά το 2021 αναμένεται η εσωτερική ζήτηση να διατηρηθεί στα επίπεδα του 2020 και να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια λόγω της έναρξης νέων έργων υποδομών (Ε65, ΒΟΑΚ, Αεροδρόμιο Καστελίου, Γραμμή 4 και επεκτάσεις μετρό, σιδηροδρομικά έργα κλπ), καθώς και λόγω της αναμενόμενης αύξησης των έργων real estate με ναυαρχίδα την ανάπτυξη του Ελληνικού.
Τα «καμπανάκια» του ορκωτού
Από την άλλη πλευρά, όμως, ηχηρά είναι τα «καμπανάκια» του ορκωτού που σημειώνει ότι από τις χρήσεις του 2015 και μέχρι την παρούσα «δεν διενεργήθηκαν αποσβέσεις επί Ενσώματων Ακινητοποιήσεων και Άυλων περιουσιακών στοιχείων με συνέπεια να εμφανίζεται η αναπόσβεστη αξία τους αυξημένη κατά 84.365.000 ευρώ, τα ίδια κεφάλαια αυξημένα κατά 83.849.000 ευρώ, τα δε αποτελέσματα της προηγουμένης χρήσεως και της κλειομένης αυξημένα κατά 14.432.000 ευρώ και 14.771.000 ευρώ αντίστοιχα». Ακόμη, τονίζεται ότι η εταιρεία δεν έχει επικαιροποιήσει την εκτίμηση των συμμετοχών της και των ακινήτων της σε εύλογες αξίες.
Ο μεγάλος «βραχνάς» των δανείων
Αναμφίβολα, το μεγαλύτερο βάρος που κουβαλάει η Χαλυβουργία Ελλάδος είναι ο δανεισμός της. Στα τέλη του 2020 τα δάνεια έφτασαν τα 342.458.951,37 ευρώ από 316.479.135,63 ευρώ το 2019, με τον καθαρό δανεισμό (μείον τα ταμειακά διαθέσιμα ύψους 3 εκατ. ευρώ) να διαμορφώνεται σε 339.416.197,02 ευρώ (από 313.772.063,44 ευρώ το 2019).
Παράλληλα, τα αποτελέσματα εις νέον φτάνουν σε ζημιές 207.403.944,97 ευρώ, ενώ το σύνολο των υποχρεώσεων στα 538.261.418,68 ευρώ. Την ίδια στιγμή, οι εμπορικές και λοιπές απαιτήσεις ανέρχονται συνολικά σε 100.189.746,60 ευρώ.
Στις οικονομικές καταστάσεις επισημαίνεται με έμφαση ότι παρά τη συνεχιζόμενη ύφεση και την κρίση ρευστότητας που πλήττει τη χώρα με αρνητική επίδραση στα αποτελέσματα όλων των επιχειρήσεων του κλάδου η εταιρεία διατήρησε τα θετικά λειτουργικά της αποτελέσματα (EBITDA) κατά τις πέντε τελευταίες χρήσεις και σε αυτή του 2020, γίνεται λόγος για πρόγραμμα ορθολογικής διαχείρισης και διατυπώνεται η δέσμευση ότι η διοίκηση θα προχωρήσει, εφόσον κριθεί απαραίτητο, στη λήψη κάθε αναγκαίου μέτρου για την απρόσκοπτη συνέχιση της δραστηριότητας.
Όλα αυτά, ωστόσο, δεν προσφέρουν λύση για τη βιωσιμότητα της εταιρείας, η τύχη της οποίας κρέμεται από τη φράση ότι «βρίσκεται σε προχωρημένες συζητήσεις με τους ομολογιούχους δανειστές της προκειμένου να αναδιαρθρώσει το δανεισμό της»…
Υπενθυμίζεται ότι το μεγαλύτερο μέρος του αφορά κοινοπρακτικό δάνειο ύψους 265 εκατ. ευρώ που είχε εκδοθεί προ δεκαετίας.
Το «σκάκι» του H.I.G. και τα logistics
Επ αυτού, λοιπόν, οι πληροφορίες αναφέρουν ότι μετά από μια μακρά διαδικασία διαπραγμάτευσης υπάρχει «φως στην άκρη του τούνελ».
Ειδικότερα, το 2019 το H.I.G. Capital εξαγόρασε το μέρος του δανεισμού που είχε η Eurobank, ονομαστικής αξίας 53 εκατ. ευρώ, στο 15% της αξίας του. Στη συνέχεια το fund προσέγγισε τις άλλες τράπεζες και κατά τις πληροφορίες, μετά από πολύμηνες διεργασίες, τον περασμένο Μάιο «έκλεισε» και με την Τράπεζα Πειραιώς για το δικό της μέρος του δανεισμού, ύψους 56 εκατ. ευρώ, συμφωνία που φέρεται να έχει ολοκληρωθεί. Στην παρούσα φάση, όπως υποστηρίζεται, και η Εθνική Τράπεζα εξετάζει σοβαρά πλέον την έναρξη της διαδικασίας για την πώληση του δικού της μέρους των δανείων της Χαλυβουργίας Ελλάδος, ονομαστικής αξίας 33 εκατ. ευρώ.
Εάν επιβεβαιωθεί αυτή η προοπτική, τότε στο τραπέζι θα παραμείνουν ως βασικοί πιστωτές αφενός το αμερικανικό fund, αφετέρου η Alpha Bank, η οποία διατηρεί τη μεγαλύτερη έκθεση ύψους 170 εκατ. ευρώ.
Από εκεί και πέρα, θα ξεκινήσει ένας νέος κύκλος διαπραγμάτευσης μεταξύ των δύο, ενώ παράλληλα η Alpha Bank φέρεται να εξετάζει και εναλλακτικές λύσεις, όπως η τιτλοποίηση του δανεισμού.
Πάντως, κοινό μυστικό στην αγορά είναι ότι το H.I.G. Capital ενδιαφέρεται κυρίως για το μεγάλο ακίνητο της Χαλυβουργίας Ελλάδος στον Ασπρόπυργο, συνολικής επιφάνειας 290 στρεμμάτων (με δυνατότητα ανάπτυξης και λιμενικής εγκατάστασης), καθώς είναι φανερό από τις κινήσεις επί ελληνικού εδάφους ότι ποντάρει πολλά στον ανερχόμενο κλάδο των logistics.
Το αμερικανικό fund, με υπό διαχείριση κεφάλαια 45 δις δολ., στις αρχές της χρονιάς εξαγόρασε την Makios Logistics, που διαθέτει ισχυρό εκτόπισμα στην αγορά των Βαλκανίων (θυγατρικές σε Βουλγαρία και Ρουμανία), με δύο αποθηκευτικά κέντρα στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, στόλο άνω των 300 οχημάτων, αλλά και νέες επενδύσεις στον Ασπρόπυργο.
Ούτως ή άλλως, το H.I.G. Capital του Τόνυ Τάμερ είναι ιδιαίτερα δραστήριο εδώ και μια επταετία στην Ελλάδα, με αφετηρία την απόκτηση της «Μαίλλης», δίνοντας πλέον το «παρών», εκτός από τα logistics, στο real estate, τα ξενοδοχεία κ.α.
Διαβάστε ακόμη
Η σεμνή Ούρσουλα, τα… δάκρυα της Μυκόνου και η νέα μεγάλη μάχη της Κρήτης
Alpha Bank: Μέχρι 1η Οκτωβρίου σε ισχύ η εθελούσια – Ποιοι θα λάβουν και πριμ 5%
efood: Πόσο υποχώρησαν οι παραγγελίες μετά το κύμα «ψηφιακού ακτιβισμού»