Η απόφοιτος του MIT, Μαριάννα Μάτους, έγραφε τη διδακτορική διατριβή της για τα λύματα. Περνούσε τις ημέρες της στους υπονόμους, παίρνοντας δείγματα από τα λύματα των πολιτών, τα οποία ήλπιζε πως θα μπορούσε να αναλύσει για να κατανοήσει το γενικότερο επίπεδο υγείας των Αμερικανών.
Σύμφωνα με το Business Insider, η Μάτους προσπάθησε να προσεγγίσει venture capitals (VCs) για τη χρηματοδότηση της νεοφυούς εταιρείας της αυτής η οποία θα μπορούσε να βοηθήσει στην καταπολέμηση της πανδημίας του κορωνοϊού μέσω της παρακολούθησης των λυμάτων και της παροχής στοιχείων προς τις αρχές.
Οι VCs, όμως, δεν κατάλαβαν την πρότασή της. Γιατί ζητούσε επενδύσεις αυτή η απόφοιτος του τομέα της Δημόσιας Υγείας από τη Silicon Valley;
Η Μάτους πρότεινε τη δημιουργία εταιρείας με στήριξη των VCs η οποία θα αποτελέσει καταλυτικό παράγοντα της αντιμετώπισης της επόμενης πανδημίας και η οποία, παράλληλα, θα αποφέρει εξαιρετική κερδοφορία στους επενδυτές. Στις 2021, η Μάτους και ο συνεργάτης της άντλησαν $20 εκατομμύρια σε χρηματοδότηση πρώτου γύρου, λανσάροντας την Biobot. Η εταιρεία έχει, πια, 130 εργαζομένους, κεφαλαιοποίηση αγοράς $125 εκατομμυρίων αλλά και συμβόλαιο με το αμερικανικό CDC.
Η αντιμετώπιση της πανδημίας από τις αμερικανικές αρχές, σύμφωνα με το Business Insider, ήταν άθλια σε γενικές γραμμές. Όχι μόνο λόγω των υπερωριών των υγειονομικών οι οποίοι είχαν αφεθεί στη μοίρα τους, αλλά και της χαοτικής και πολλές φορές αντιφατικής προσέγγισης του αμερικανικού εθνικού συστήματος υγείας. Μετά από δεκαετίες προειδοποιήσεων και προετοιμασιών, πάνω από 1 εκατομμύριο Αμερικανοί πολίτες έχασαν τη ζωή τους. Χιλιάδες επιχειρήσεις έβαλαν λουκέτο και τα σχολεία στη χώρα έκλεισαν. Όλοι οι Αμερικανοί επηρεάστηκαν από τον κορωνοϊό. Η ευκαιρία για τις VCs, αυτή, είναι εξαιρετική.
Τα ιδιωτικά κεφάλαια «γλυκοκοιτάζουν» τον τομέα της δημόσιας υγείας εδώ και χρόνια. Μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, όμως, το «φράγμα» της χρηματοδότησης έσπασε. Από το 2019 μέχρι το 2021, η χρηματοδότηση για την προετοιμασία και προστασία κατά της πανδημίας αυξήθηκε από τα $4,8 δισ. στα $13,8 δισ. Η Silicon Valley πίστευε, πια, πως θα μπορούσε να ενισχύσει τον τομέα της δημόσιας υγείας. Το ερώτημα, όμως, παραμένει: Μπορούν οι τεχνολογικές startups να μας προετοιμάσουν και να μας προστατεύσουν από την επόμενη πανδημία καλύτερα από την κυβέρνηση; Αν μπορούν, ποιό θα είναι το αντίτιμο γι αυτή την προστασία;
Το φαινόμενο «πανικού-αδιαφορίας»
Το μακρινό 2006, μετά από το ξέσπασμα της πανδημίας της γρίπης των πτηνών, η γνωστή VC, Kleiner Perkins, αποφάσισε να εισέλθει δυναμικά στον τομέα. Χρηματοδότησε με $200 εκατομμύρια το λεγόμενο Pandemic and Bio Defense Fund το οποίο επενδύει σε μικρές, καινοτόμες τεχνολογικές εταιρείες οι οποίες θα μπορούσαν να σώσουν την ανθρωπότητα από τις θανατηφόρες πανδημίες. Η εταιρεία προσέλαβε τον πρώην επικεφαλή ιολογίας του CDC, Τόμας Μόναθ και επένδυσε σε τεχνολογίες καταπολέμησης της γρίπης των χοίρων, της κοινής γρίπης, του Ebola αλλά και στη δημιουργία ατομικών τεστ. Ο Μόναθ τόνισε πως οι VCs θα μπορούσαν να έχουν κέρδη από την επένδυση σε εταιρείες οι οποίες δημιουργούν τρόπους καταπολέμησης των πανδημιών και τις οποίες θα βοηθούσαν, παράλληλα, οι κυβερνήσεις.
Επρόκειτο για μία καλή, θεωρητικά, ιδέα, η οποία όμως δεν μπορούσε να εφαρμοστεί εύκολα. Το fund προσπάθησε να ανακαλύψει εταιρείες οι οποίες θα είχαν κέρδη από την πώληση προϊόντων μεταξύ των πανδημιών, αλλά δεν τα κατάφερε. Η αποτυχία της Kleiner Perkins μείωσε το επενδυτικό ενδιαφέρον των λοιπών VCs στον τομέα αυτό. Ο Μόναθ τόνισε πως «οι VCs έπεσαν στην ίδια παγίδα στην οποία πέφτουν και οι κυβερνήσεις: μία σημαντική προσήλωση στη δημόσια υγεία σε περίπτωση πανδημίας, η οποία όμως ακολουθείται από πολυετή αδιαφορία. Το φαινόμενο αυτό φέρει την ονομασία “κύκλος πανικού-αδιαφορίας”».
Το μόνο αποκύημα της προσπάθειας αυτής ήταν η δημιουργία του λόμπι των επενδυτών Μπρουκ Μπάιερς και Μπεθ Σάιντενμπεργκ το οποίο άσκησε πιέσεις στην αμερικανική κυβέρνηση για τη δημιουργία του οργανισμού BARDA (Biomedical Advances Research and Development Authority) ο οποίος βασίστηκε στην οργάνωση DARPA.
Mέσω του προγράμματος αυτού, πολλές VCs ενδέχεται να έχουν, πια, περαιτέρω επενδυτικά κίνητρα, αφού η αμερικανική κυβέρνηση θα παρέχει χρηματοδότηση σε εταιρείες τέτοιου τύπου.
Δημόσια υγεία, ιδιωτική επιχείρηση
Στις αρχές της πανδημίας του κορωνοϊού, η Τσάριτι Ντιν ήταν αναπληρωτής διευθυντής του California Department of Public Health. Δεδομένων των πολλαπλών προβλημάτων και καθυστερήσεων για τα τεστ κορωνοϊού, η Ντιν κατάφερε και δημιούργησε ένα σύστημα-πρότυπο για τον υγειονομικό έλεγχο των πολιτών.
Δύο μήνες μετά, έχοντας απηυδήσει από την έλλειψη δεδομένων για την εξάπλωση της πανδημίας, παραιτήθηκε και ίδρυσε τη δική της startup. H Public Health Company (PHC) συλλέγει δεδομένα από 580 διαφορετικές πηγές, όπως αποτελέσματα μηχανών αναζήτησης, λύματα, μέσα κοινωνικής δικτύωσης και άλλα για τη «δημιουργία ενός λογισμικού το οποίο προσμετρά τον κίνδυνο και τα δεδομένα εξάπλωσης του ιού».
Οι νεοφυείς εταιρείες των Μάτους και Ντιν αποσκοπούν στην ενίσχυση των βάσεων δεδομένων οι οποίες θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την πρόβλεψη και καταπολέμηση νέων πανδημικών κυμάτων. Σύμφωνα με το Business Insider και τον αρθρογράφο Άνταμ Ρότζερς, πρόκειται για τη νέα πραγματικότητα της μάχης μεταξύ των «Big Tech εναντίον Big Germ». Όσο για τις εταιρείες venture capital, δε γνωρίζουν το πραγματικό επιχειρηματικό μοντέλο στο οποίο μπορούν να βασιστούν, αφού τόσο οι πανδημίες, όσο και τα έσοδα από τις συναφείς, αυτές, startups, είναι απρόβλεπτα.
Σύμφωνα με το στέλεχος της ARCH Venture Partners, Ρόμπερτ Νέλσεν, «το κλειδί είναι η επιτάχυνση, βελτίωση και μείωση του κόστους της καταπολέμησης των πανδημιών σε σχέση με τις συνήθως καθυστερημένες αντιδράσεις των κυβερνήσεων. Όποιος δημιουργήσει ένα φάρμακο το οποίο καταπολεμά όλους τους ιούς, θα βγάλει πολλά χρήματα. Όποιοι δημιουργήσουν νέους τρόπους, ευκολότερης, φθηνότερης και γρηγορότερης παροχής φαρμακευτικών προϊόντων θα βγουν κερδισμένοι».
Αρκετές νεοφυείς επιχειρήσεις όπως αυτή της Ντιν θα μπορούσαν να παρέχουν τα δεδομένα τους εκτός των κυβερνήσεων και σε πολυεθνικές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όπως τονίζει η ίδια, θα μπορούσαν όχι μόνο να σωθούν ζωές αλλά να αυξηθούν και τα έσοδα των επιχειρήσεων αυτών.
Συνεργασία
Οι ρυθμιστικές αρχές και οι ερευνητές παραδέχονται πως, δεδομένης μίας εύλογης εποπτείας, οι startups με την υποστήριξη των VCs έχουν τη δυνατότητα δημιουργίας καινοτομιών οι οποίες θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην καταπολέμηση ή πρόληψη μίας πανδημίας. Σύμφωνα με τον πρύτανη του School of Public Health του Boston University, Σάντρο Γκαλέα, «αυτό που έκανε την παραγωγή εμβολίων για τον κορωνοϊό επιτυχή, είναι η χρηματοδότηση του ιδιωτικού κλάδου από τον δημόσιο».
H Μoderna, για παράδειγμα, έλαβε χρηματοδότηση $10 δισ. από τον δημόσιο τομέα. Η Palantir, από την πλευρά της, παρείχε υπηρεσίες ανάλυσης δεδομένων στο CDC. Η εταιρεία επέκτεινε, πρόσφατα, το συμβόλαιό της με το Πεντάγωνο για μία ακόμη 5ετία, λαμβάνοντας χρηματοδότηση ύψους $443 εκατ.
Πολλοί, όμως, ανησυχούν για την αλλαγή αυτή, αφού θυμούνται τις «κούφιες» υποσχέσεις εταιρειών οι οποίες είχαν υποσχεθεί την εύρυθμη παροχή και διαχείριση ηλεκτρονικών φακέλων υγείας των πολιτών κατά τη διάρκεια της θητείας Ομπάμα. Πιστεύουν, επίσης, πως η δημόσια υγεία δεν αφορά μόνο τα νέα γκάτζετ και το λογισμικό από τα οποία θα βγουν κερδισμένα μόνο τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας.
Σύμφωνα με τον πρώην επικεφαλής του CDC, Τόμας Φρίντεν, «μετά την επιδημία της γρίπης το 2009, το CDC προσέλαβε μία εταιρεία για το σχεδιασμό και την παροχή νέας τεχνολογίας συσκευών οξυγονοθεραπείας. Γιατί, όμως, είχαμε τόσο μεγάλη έλλειψη μία δεκαετία αργότερα; Η απάντηση είναι προφανής. Μία μεγάλη εταιρεία αγόρασε την πατέντα και σταμάτησε το πρότζεκτ αφού δεν ήθελε να προκαλέσει πρόβλημα στην αγορά».
Πρόκειται για ένα πραγματικό ρίσκο της υπερβολικής εξάρτησης από τον ιδιωτικό τομέα, σύμφωνα με τον Ρότζερς του Business Insider. Για κάθε νέες επιχειρήσεις με καλό σκοπό όπως αυτές των Ντιν και Μάτους, υπάρχουν δέκα άλλες οι οποίες στηρίζουν άλλες, ανυπόστατες θεωρίες. Η Silicon Valley, παράλληλα, δε θέλει να επενδύσει σε υγειονομικές συσκευές ή αγαθά για τα οποία δεν υπάρχει ευρεία αγορά.
Εν κατακλείδι, τρία χρόνια μετά από το ξέσπασμα μίας πανδημίας η οποία συνεχίζει και πλήττει την ανθρωπότητα, έχουμε ήδη αρχίσει να χάνουμε το ενδιαφέρον μας για την αντιμετώπιση της επόμενης. Η Moderna έχει ήδη καταγράψει μείωση του ενδιαφέροντος για τα εμβόλιά της, ενώ οι επενδύσεις για συναφείς πανδημικές startups έχουν σχεδόν στερέψει. Όπως τονίζει το Business Insider, επανερχόμαστε εκ νέου στον κύκλο του πανικού και της αδιαφορίας.