© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Λίγο μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με την Ευρώπη να προσπαθεί να σταθεί ξανά στα πόδια της και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής να βλέπουν με τρόμο να αυξάνεται η επιρροή της Σοβιετικής Ενωσης, γεννήθηκε το σχέδιο Μάρσαλ (από το όνομα του εμπνευστή του και υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ).
Ενα σχέδιο που θεωρητικά είχε ως στόχο την ανασυγκρότηση της κατεστραμμένης ευρωπαϊκής οικονομίας, μοιράζοντας δισεκατομμύρια δολάρια, με τους Αμερικανούς, όμως, να θέτουν τους δικούς τους κανόνες, ανακόπτοντας την κόκκινη επέλαση.
Ενα οργανωμένο σχέδιο με κυβερνητική σφραγίδα.
Σχεδόν 80 χρόνια αργότερα η Ευρώπη ζει ένα ιδιότυπο «ποδοσφαιρικό σχέδιο Μάρσαλ».
Με τη διαφορά ότι δεν είναι ένα κυβερνητικό πρόγραμμα βοήθειας από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, αλλά μία οικονομική απόβαση των ουκ ολίγων Αμερικανών δισεκατομμυριούχων που βλέπουν την ποδοσφαιρική Ευρώπη ως το νέο… Ελ Ντοράντο.
Μέχρι πριν από λίγα χρόνια οι ειδικοί αναλυτές του ποδοσφαίρου παρατηρούσαν και κατέγραφαν την εισβολή εξ Ανατολών στα ποδοσφαιρικά δρώμενα της Γηραιάς Ηπείρου. Αρχικά ήταν οι Ρώσοι ολιγάρχες που αποφάσισαν να επενδύουν στα αθλητικά brand names. Ο Ρομάν Αμπράμοβιτς ήταν από τους πρώτους με την απόκτηση της Τσέλσι, ο Αλισερ Ουσμάνοφ είχε ποσοστό μειοψηφίας στην Αρσεναλ και επί χρόνια προσπαθούσε να την αγοράσει πλήρως, ο Ντμίτρι Ριμπολόβλεφ πήρε τη Μονακό, ενώ το 2010 ο Μιχαήλ Προχόροφ απέκτησε τους Νιου Τζέρσεϊ Νετς (που πλέον έχουν γίνει Μπρούκλιν Νετς).
Κατόπιν τη σκυτάλη πήραν οι Αραβες και οι Κινέζοι, με τον κατάλογο να είναι ιδιαίτερα μεγάλος, αν και ο βασικός επενδυτικός προορισμός ήταν οι αγγλικές ομάδες και ειδικά η Premier League. Η Premier League, το χρυσωρυχείο του αγγλικού ποδοσφαίρου, είχε γίνει επίσης στόχος και των Αμερικανών επενδυτών από εκείνα τα χρόνια, αλλά πλέον την τελευταία πενταετία το σκηνικό έχει διαφοροποιηθεί, με την γκάμα των ποδοσφαιρικών προϊόντων που εντάσσονται στα χαρτοφυλάκια των funds που έχουν έδρα τις ΗΠΑ ή απλών ιδιωτών (με πολλά εκατομμύρια στους λογαριασμούς τους) να μεγαλώνει συνεχώς.
Γιατί οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι της Ευρώπης είναι τόσο δελεαστικοί; Ευρώπη και Ηνωμένες Πολιτείες έχουν σημαντικές διαφορές και στο κομμάτι του αθλητισμού αυτές είναι πολύ ορατές. Ως προς τη δομή όλου του οικοδομήματος, αλλά και τις επιδιώξεις που έχουν όλοι όσοι εμπλέκονται. Το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο μοιάζει με μια… σκάλα, όπου η κάθε ομάδα μπορεί να βρεθεί είτε στην κορυφή της είτε στο τελευταίο της σκαλί.
Η θέση ενός συλλόγου σε αυτή τη σκάλα δεν είναι δεδομένη, αλλά έχει να κάνει με τα αποτελέσματά της μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Νικάς και κατακτάς το πρωτάθλημα ή την έξοδό σου στο χρυσοφόρο Champions League ή την άνοδο στη μεγάλη κατηγορία, χάνεις και υποβιβάζεσαι ή δεν κερδίζεις το εισιτήριο για τα ευρωπαϊκά κύπελλα.
Value for money
Στην αμερικανική αθλητική κουλτούρα οι λέξεις «άνοδος» και «υποβιβασμός» πολύ απλά δεν υπάρχουν, αλλά, αντιθέτως, υπάρχει ένα άκρως επαγγελματικό περιβάλλον, που σημαίνει σταθερά και εξασφαλισμένα έσοδα τα οποία δεν έχουν να κάνουν με τις πιθανές επιτυχίες ή αποτυχίες εντός αγωνιστικού χώρου.
Μόνο που αυτή ακριβώς η διαφορά είναι που κάνει πολύ πιο ελκυστικές τις ευρωπαϊκές ποδοσφαιρικές ομάδες για τους Αμερικανούς λεφτάδες. Μια τέτοια επένδυση στη δική τους λογική είναι value for money και ό,τι έχει προοπτική κέρδους αξίζει να ασχοληθείς και να ξοδέψεις λεφτά προκειμένου να τη μετατρέψει σε μια πραγματική επιχείρηση που θα αποδίδει.
Θέλετε ένα παράδειγμα; Η οικογένεια Γκλέιζερ αγόρασε τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ πριν από περίπου 15 χρόνια για 800 εκατ. ευρώ. Σήμερα, παρόλο που οι «Κόκκινοι διάβολοι» τα τελευταία χρόνια πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο και οι οπαδοί βράζουν με τους Γκλέιζερ, η χρηματιστηριακή αποτίμηση της ομάδας ξεπερνά τα 4,5 δισ.
Κάτι ανάλογο ισχύει και για τους συμπατριώτες τους που έχουν επενδύσει στα μεγάλα ονόματα του αγγλικού ποδοσφαίρου, κι αυτός είναι και ο λόγος που ουκ ολίγοι ενδιαφέρθηκαν για την αγορά της Τσέλσι τις τελευταίες εβδομάδες (κι αυτοί που προκρίθηκαν στην τελική φάση των διαπραγματεύσεων είναι από τις ΗΠΑ κυρίως). Η αλήθεια είναι ότι οι επενδυτές που αποφάσισαν να ρίξουν χρήματα στις ευρωπαϊκές ομάδες δεν είναι όλοι ίδιοι και δεν έχουν όλοι τους ίδιους (ακριβώς στόχους). Ενας πρώτος βασικός διαχωρισμός έχει να κάνει με τον χρόνο που αποφάσισαν να ασχοληθούν με τις ποδοσφαιρικές επενδύσεις.
Σ’ αυτήν την κατηγορία ανήκουν ο Σταν Κρόενκε (Αρσεναλ), η οικογένεια Γκλέιζερ (Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ), Τζον Χένρι (Λίβερπουλ), οι οποίοι έχουν χτίσει μία πραγματική αθλητική αυτοκρατορία στις ΗΠΑ και εμφανίστηκαν ως αυτό ακριβώς: οι «πλούσιοι θείοι» από την Αμερική που με τα λεφτά τους πήραν αυτό που ήθελαν. Υπάρχει μία μικρότερη κατηγορία επενδυτών που όντως έχουν κάποιο συναισθηματικό δέσιμο με την ομάδα που απέκτησαν ή με το άθλημα.
Ο άλλοτε αστέρας του μπέιζμπολ Μάικ Πιάτσα ανέλαβε τη Ρετζίνα, ομάδα της 3ης κατηγορίας της Ιταλίας (για να την οδηγήσει τελικά στην πτώχευση), ενώ ο δισεκατομμυριούχος Ρόκο Κομίσο είναι ο ιδιοκτήτης της Φιορεντίνα. Και οι δύο θα μπορούσαν να πάρουν μια οποιαδήποτε ομάδα στον πλανήτη (ειδικά ο Κομίσο που έχει περισσότερα χρήματα), αλλά επέλεξαν να επενδύσουν στην Ιταλία λόγω καταγωγής.
Ο ένας, όπως προαναφέραμε, απέτυχε παταγωδώς, ο άλλος (Κομίσο) πολλές φορές έχει φτάσει στα όριά του με την ιταλική γραφειοκρατία (που τον εμποδίζει να χτίσει νέο γήπεδο), αλλά προς το παρόν συνεχίζει. Υπάρχουν κι άλλες περιπτώσεις ανάλογες με τους αμερικανοθρεμένους Πιάτσα και Κομίσο, τους οποίους οι οικονομολόγοι του αθλητισμού εντάσσουν σε μια ξεχωριστή υποκατηγορία: «Σ’ αυτούς που επιδιώκουν να έχουν μια επαφή με τον κόσμο, που είναι κάτι μεγαλύτερο από την απλή ιδιοκτησία μιας ομάδας. Και ουσιαστικά είναι σα να αγοράζουν ένα πανάκριβο εισιτήριο διαρκείας».
Η νέα γενιά
Η σταδιακή αποχώρηση πολλών Κινέζων ιδιοκτητών από το 2017 και μετά (όταν το Πεκίνο αντιλήφθηκε ότι η εμπλοκή του με το ποδοσφαιρικό γίγνεσθαι δεν έχει ιδιαίτερα αποτελέσματα) δημιούργησε αυτομάτως ένα μεγάλο κενό στην ποδοσφαιρική Ευρώπη, το οποίο κάλυψαν Αμερικανοί εκατομμυριούχοι, εκπρόσωποι μιας νέας γενιάς επενδυτών. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 έχουν γίνει πολλές προσπάθειες προκειμένου το soccer (όπως λένε οι Αμερικανοί το ποδόσφαιρο) να βρει τον δικό του χώρο στις ΗΠΑ και τα τελευταία χρόνια τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα.
Ωστόσο με τις ομάδες-εταιρείες στο NBA (μπάσκετ), NFL (αμερικανικό ποδόσφαιρο), NHL (χόκεϊ), MLS (ποδόσφαιρο), MLB (μπάσκετ) να είναι… ρεζερβέ, η οποιαδήποτε επένδυση θεωρείται ιδιαίτερα ακριβή. Οι εκτιμήσεις για μια μικρομεσαία ομάδα μπάσκετ ή μπέιζμπολ κάνουν λόγο για ποσό που ξεπερνά το 1 δισ. δολάρια…
Με πολύ λιγότερα λεφτά, όμως, μπορούν (κι αυτό κάνουν) να αποκτήσουν μια ποδοσφαιρική ομάδα στην Ευρώπη, ενώ πλέον επενδυτές και funds δημιουργούν πραγματικούς ομίλους, αποκτώντας ομάδες από διαφορετικές χώρες και κατηγορίες. Μάλιστα, η προοπτική απόκτησης ομάδων από χαμηλότερες κατηγορίες είναι πλέον συνηθισμένο φαινόμενο, καθώς θεωρούν ότι αποκτούν ένα υποτιμημένο αθλητικό προϊόν που υπό τη δική τους διοικητική μέριμνα και οικονομική αρωγή μπορεί να εξελιχτεί σε ένα αναγνωρίσιμο brand.
Υπάρχει το παράδειγμα της Βενέτσια, της οποίας ιδιοκτήτης είναι από το 2018 ο Ντάνκαν Νιντεράουερ, άλλοτε διευθύνοντας σύμβουλος του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης.
Ο Νιντεράουερ πήρε την ομάδα λίγο αφότου είχε πτωχεύσει για 2η φορά μέσα σε λίγα χρόνια και σε σύντομο χρονικό διάστημα την επανέφερε στη Serie A, έχοντας αλλάξει έμβλημα, ρούχα και… πολιτική μάρκετινγκ (από τη χρονιά που ήταν στη Serie B είχε μπει στο Τop 10 των πωλήσεων στο ιταλικό ποδόσφαιρο). Βέβαια το ιταλικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου έχει εξελιχθεί στη δεύτερη πιο αγαπημένη επιλογή των Αμερικανών επενδυτών, καθώς η σημαντική πτώση στην αποτίμηση της Serie A είχε ως επακόλουθο την πτώση των τιμών.
Κι όταν μια μικρομεσαία ομάδα μπορεί να αποκτηθεί με 170 εκατ. δολάρια ή κοτζάμ Μίλαν με 500 εκατ. λογικό είναι η Ιταλία να αποτελεί πόλο έλξης (6 από τις 20 ομάδες έχουν πλέον Αμερικανό ιδιοκτήτη). Μια άλλη εξίσου ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι η Ρέξαμ. Μια άσημη ομάδα της Ουαλίας την οποία γνώριζαν οι φανατικοί του στοιχήματος και ελάχιστοι ποδοσφαιρόφιλοι…
Μόνο που την έμαθαν όλοι όταν την αγόρασαν ο ηθοποιός Ράιαν Ρέινολντς και ο επίσης ηθοποιός, αλλά και σεναριογράφος, παραγωγός και σκηνοθέτης Ρομπ ΜακΕλέινι κι έτσι άρχισε να γίνεται γνωστό ότι πρόκειται για την τρίτη αρχαιότερη ομάδα στον πλανήτη. Προφανώς οι δύο Αμερικανοί αστέρες δεν το έκαναν γι’ αυτόν τον λόγο. Η απάντηση είναι ότι την απέκτησαν αντί 2,2 εκατ. ευρώ καθώς πόνταραν στο συναισθηματικό δέσιμο των ντόπιων με τον σύλλογο.
Μόνο που και αυτό το συναίσθημα είναι είδος προς εκμετάλλευση, καθώς μέσα στη συμφωνία, μεταξύ άλλων περιλαμβάνεται και μια σειρά ντοκιμαντέρ για την όλη ιστορία εμπλοκής των δύο αστέρων του Χόλιγουντ με τη Ρέξαμ που θα προβληθεί από το Prime…
Μεγάλα έσοδα
Βέβαια πέρα από την Αγγλία και την Ιταλία οι επενδυτές από την Αμερική επιδεικνύουν μεγάλο ενδιαφέρον και για ομάδες άλλων χωρών και την τελευταία διετία έχουν αποκτήσει μερίδια (κυρίως μειοψηφίας) σε ομάδες της Δανίας, της Σουηδίας, της Ολλανδίας, αλλάζοντας το στάτους κβο των εγχώριων διοργανώσεων. Με τα τηλεοπτικά έσοδα του ποδοσφαίρου να έχουν εκτιναχτεί σε δυσθεώρητα ύψη και με την επιστροφή του κόσμου στα γήπεδα (παρόλο που ακόμη δεν έχει τελειώσει η πανδημία), τα έσοδα των ομάδων αναμένεται να παρουσιάσουν νέα αύξηση και νέο επενδυτικό ενδιαφέρον.
Με το 20% των συλλόγων που αγωνίζονται στο Τop 5 των ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων να ελέγχονται από αμερικανικά κεφάλαια (μοναδική εξαίρεση η Γερμανία, όπου η νομοθεσία δεν επιτρέπει να υπάρχουν μέτοχοι πλειοψηφίας) οι επενδύσεις από τις ΗΠΑ θα συνεχίσουν να αυξάνονται, καθώς οι ειδικοί εκτιμούν ότι ακόμη υπάρχουν ουκ ολίγες ανεξερεύνητες πηγές εσόδων που μπορούν να δημιουργήσουν νέα δεδομένα.
Διαβάστε ακόμη:
TUI: Οι κρατήσεις δείχνουν ότι το 2022 θα είναι καλύτερο από το 2019
«Φρενάρει» η αγορά ακινήτων, όχι όμως και οι τιμές (πίνακες)