Του Κωστή Πλάντζου
Μία δικαστική απόφαση και οι τεχνοκράτες της Ευρωζώνης που αναμένονται μέσα στην εβδομάδα που ξεκινά, έρχονται να προσγειώσουν στη σκληρή πραγματικότητα την κυβέρνηση, μετά τις εξαγγελίες «στον αέρα» που έκανε για την παροχή «μποναμά» 617 εκατ. ευρώ από το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 και το αδιέξοδο στην πολιτική διαπραγμάτευση από τα ταξίδια Τσίπρα σε Βρυξέλλες και Βερολίνο.
Το πρώτο δεδομένο έρχεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και αφορά στην αξιολόγηση που έχει βαλτώσει και ειδικά στις αποφάσεις για τις ομαδικές απολύσεις. Μπορεί η κυρία Αχτσιόγλου να «δραπέτευσε» στο Βερολίνο για να μην μπει σε συνομιλίες με τους δανειστές στην Αθήνα την περασμένη εβδομάδα, αλλά την Τετάρτη στις 21 Δεκεμβρίου αναμένεται να εκδοθεί η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τις ομαδικές απολύσεις στην ΑΓΕΤ-Ηρακλής, που θα κρίνει εν πολλοίς αν είναι συμβατό το ελληνικό δίκαιο με το Κοινοτικό. Η εισήγηση του Εισαγγελέως πάντως είναι γνωστή από τον Ιούνιο και δεν ευνοεί τις ελληνικές διαπραγματευτικές θέσεις. Σε κάθε περίπτωση η κρίση του δικαστηρίου (που έχει ζητηθεί από το ΣτΕ για έκδοση αποφάσεων στην Ελλάδα) θα επηρεάσει καταλυτικά την διαπραγμάτευση για τα Εργασιακά.
Το δεύτερο δεδομένο έρχεται από την Ευρωζώνη και τον ESM, που αναμένεται να συνεδριάσουν μέσα στην εβδομάδα για να διαπιστώσουν αν η παροχή του «μποναμά» από τον πρωθυπουργό παραβιάζει τις συμφωνίες που έχει υπογράψει η κυβέρνηση και τις αποφάσεις του Eurogroup για τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους.
Η παροχή ψηφίστηκε πλέον από τη Βουλή και de facto θεωρείται ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να την πάρει πίσω. Στο θέμα αυτό οι κύριοι Τσίπρας και Τσακαλώτος έλεγαν την περασμένη εβδομάδα πως «δεν παραβιάζονται έτσι οι μνημονιακοί στόχοι» και ότι «η κυβέρνηση πρέπει να έχει την ευχέρεια να κυβερνήσει».
Ωστόσο οι θεσμοί διαπίστωσαν την περασμένη εβδομάδα ότι η κυβέρνηση νομοθέτησε μονομερώς και ο ESM «πάγωσe» τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους της χώρας, τα οποία συμφωνήθηκαν στις 5 Δεκεμβρίου. Μπροστά στο αδιέξοδο αυτό, το «καλό σενάριο» για την κυβέρνηση είναι να συνεδριάσει μέσα στην εβδομάδα το EuroWorking Group (δεν έχει ανακοινωθεί συγκεκριμένη ημέρα ακόμα) για να βρει λύση. Το θέμα θα εξετάσει και ο ESM που είναι ο βασικός δανειστής της χώρας αλλά το διοικητικό του συμβούλιο συγκροτείται κατά μείζονα λόγο από υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης.
Ο υπουργός Οικονομικών, κύριος Τσακαλώτος, λέει πως η κυβέρνηση «ενημέρωσε» τους θεσμούς ότι θα διανείμει έκτακτο επίδομα. Κανείς δεν λέει όμως ότι οι δανειστές «συμφώνησαν» κιόλας για να δοθεί.
Στην πραγματικότητα, το 3ο Μνημόνιο απαιτεί συμφωνία (και όχι απλά ενημέρωση) πριν οποιαδήποτε νομοθέτηση που επηρεάζει τον προϋπολογισμό και τους στόχους του προγράμματος.
Ειδικά για τις παροχές, και σε αντίθεση με το Β’ Μνημόνιο που προέβλεπε 70% παροχές από υπέρβαση στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα (έτσι δόθηκε το Κοινωνικό Μέρισμα το 2014 από το πλεόνασμα του 2014), είναι δεδομένο ότι η συμφωνία που υπέγραψε τον Αύγουστο του 2015 η κυβέρνηση απαιτεί το 60% της υπέρβασης στα πλεονάσματα να πάει για πληρωμές χρεών του δημοσίου και μόλις 40% απομένει για άλλες παροχές, κατόπιν «συμφωνίας» με τους δανειστές. Και έτσι ακόμη δηλαδή, η διανομή 617 εκατ. ευρώ από τα 1,032 δισ. που προβλέπει ο προϋπολογισμός (αν και ακόμα δεν έχει κλείσει καν η χρονιά) ξεπερνά τα όρια αυτά.
Ακόμα χειρότερα, το επικαιροποιημένο Μνημόνιο που υπέγραψε τον Ιούνιο φέτος ο κύριος Τσακαλώτος, δεν ορίζει καν ποσοστό για κοινωνικές παροχές, ούτε φυσικά ότι μπορεί να δοθεί παροχή εφόσον… ενημερώσει η κυβέρνηση τους δανειστές! Αντιθέτως αναφέρει ρητώς και κατηγορηματικώς ότι παροχές για κοινωνικούς σκοπούς δίδονται:
– Αφού πρώτα «διαπιστωθεί» το πρωτογενές πλεόνασμα. Δηλαδή όχι μέσα στο 2016, όχι πριν το 2017 και όχι πριν τα επιβεβαιώσει η Eurostat.
– Αν το πλεόνασμα προέρχεται από «διαρθρωτικά μέτρα μόνιμης απόδοσης» και όχι για έκτακτους λόγους. Πρέπει να συμφωνήσουν δηλαδή οι θεσμοί ότι η υπέρβαση αυτή «θα επαναληφθεί και την επόμενη χρονιά». Ούτε πλεόνασμα όμως έχει υπάρξει, ούτε βεβαίωση ότι είναι «επαναλαμβανόμενο».
– Η κατανομή των παροχών πρέπει «να συμφωνηθεί» με τους δανειστές. Ούτε αυτό έχει υπάρξει. Μάλιστα στη συμφωνία του Ιουνίου 2016 ορίζεται ότι, αν δοθούν παροχές, θα πρέπει κυρίως να ενισχύσουν το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα ή να δοθούν για φοροαπαλλαγές. Δεν προβλέπεται δηλαδή παροχή μόνον σε συνταξιούχους (αποκλείοντας πχ ανέργους, πολύτεκνους κλπ) και μάλιστα χωρίς περιουσιακά, εισοδηματικά ή άλλα κριτήρια.
Με τα δεδομένα αυτά, και αν ακόμα δεν ζητηθεί από την κυβέρνηση να «παγώσει» την παροχή, οι αποφάσεις θα κρίνουν το μέλλον της αξιολόγησης για τις επόμενες εβδομάδες ή μήνες ενώ πιθανότατα να απαιτηθούν ισοδύναμα πρόσθετα μέτρα ή να υπάρξουν συνέπειες, κυρίως λόγω της αναξιοπιστίας που εμφανίζει η κυβέρνηση ως προς τα συμφωνηθέντα.