Αιχμές για τον Νίκο Παππά για τις σχέσεις του με τον Μανώλη Πετσίτη αφήνει ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Σάκης Παπαδόπουλος με άρθρο του στα ΝΕΑ για το ηθικό πλεονέκτημα.
Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρει στο άρθρο του ότι «κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι διαθέτει το ηθικό πλεονέκτημα εάν δεν το αποδεικνύει η συμπεριφορά του, οι παρέες του, η στάση ζωής του» δείχνοντας και προς τον υπουργό Ψηφιακής Πολιτικής ο οποίος έχει παραδεχθεί ότι ήταν φίλος του Μανώλη Πετσίτη.
«Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι “υπεράνω πάσης υποψίας” για δωροδοκία – για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες – για έλεγχο της περιουσιακής του κατάστασης και καταγγελιών για μίζες…» προσθέτει ο βουλευτής Τρικάλων του ΣΥΡΙΖΑ.
Το άρθρο του Σάκη Παπαδόπουλου έχει ως εξής:
Η υπόθεση Novartis, η υπόθεση Siemens, η υπόθεση Πετσίτη, οι φωτογραφίες με τον Αμβρόσιο, η συζήτηση για τις ευθύνες υπουργών για το αδίκημα της δωροδοκίας, για την παραγραφή, για τα σκάνδαλα, τη σκανδαλολογία, τη διαφθορά και την κάθαρση… έφερε και πάλι στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής το μεγάλο θέμα: ηθική και πολιτική.
Η συζήτηση είχε ανάψει με το σκάνδαλο Κοσκοωτά, την καταδίκη του Μένιου Κουτσόγιωργα, την παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο. Τότε είχε αποδειχθεί ότι σκάνδαλο υπήρχε, αλλά όχι και «Αρχάγγελοι της Κάθαρσης». Γιατί και μετά την υποτιθέμενη κάθαρση και μετά την υποτιθέμενη σύγκρουση «με τους νταβατζήδες»… τα σκάνδαλα πολιτικής διαφθοράς, διασπάθισης και μαύρου πολιτικού χρήματος, ρεμούλας, διαπλοκής με συμφέροντα, δωροδοκιών, παράνομης δραστηριότητας υπουργών πέραν των υπουργικών καθηκόντων τους… συνέχιζαν να υπάρχουν και να δαιμονίζουν την πολιτική ζωή.
Στη συζήτηση αυτή ενεπλάκη και το ζήτημα ηθικό πλεονέκτημα. Το διεκδικεί η Αριστερά. Της το αμφισβητεί η Δεξιά. «Έχει παθολογικές ιδέες…» κραυγάζει ο Μάκης Βορίδης. Αλλά η συζήτηση ξεφεύγει από το πραγματικό ιδεολογικό πρόβλημα: ποια παράταξη έχει ηθικό πλεονέκτημα στη βάση των ιδεών της, των οραμάτων της, των στόχων της για την οργάνωση της κοινωνικής ζωής, για τα ανθρώπινα δικαιώματα, για τον σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό, για τη χειραφέτηση από κάθε καταναγκασμό… Γίνεται συζήτηση για το ποιο κόμμα έχιε ηθικό πλεονέκτημα και ειδικά για το ποια κόμματα έχουν ηθικά ή διεφθαρμένα στελέχη.
Στη συζήτηση αυτή οφείλουμε να πάρουμε ξεκάθαρη θέση: κανένα κόμμα δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι κατέχει το ηθικό πλεονέκτημα. Ακόμα και εκείνα ποιυ θα μπορούσαν να το ισχυριστούν στο όνομα του τελικού τους πολιτικού σκοπού, οφείλουν να το αποδείξουν στη βάση των ενδιάμεσων στόχων τους, της τρέχουσας πολιτικής της, της ενότητας θεωρίας και πράξης. Και αυτό αφορά ακόμα και κομμουνστικά κόμματα που ξέφυγαν από τον τελικό τους σκοπό, που τα στελέχη τους αλλοτριώθηκαν, που οι επιλογές τους δεν υπηρετούν την ανθρώπινη χειραφέτηση.
Ειδικά για τα στελέχη των κομμάτων κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι διαθέτει το ηθικό πλεονέκτημα εάν δεν το αποδεικνύει η συμπεριφορά του, οι παρέες του, η στάση ζωής του. «Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι “υπεράνω πάσης υποψίας” για δωροδοκία – για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες – για έλεγχο της περιουσιακής του κατάστασης και καταγγελιών για μίζες… Πολύ περισσότερο κανείς δεν μπορεί να βγάζει πορίσματα περί ενόχων και αθώων, περί διεφθαρμένης Δικαιοσύνης, περί “σκευωριών εγκληματικής συμμορίας”, περί “επίθεσης κατά του πολιτεύματος”, περί “εσχάτης προδοσίας”, όταν τα όργανα της Δικαιοσύνης συνεχίζουν να ασκούν τα καθήκοντά τους “να έρθουν όλα στο φως”, να αναζητήσουν την αλήθεια για πρόσωπα “όσο υψηλά και αν βρίσκονται”.
Μακάρι να αποδειχθούν αθώοι του αδικήματος της παθητικής δωροδοκίας, όσα πολιτικά στελέχη ερευνήθηκαν και ερευνώνται για τις ελληνικές διαστάσεις του παγκόσμιου σκανδάλου αθέμιτου ανταγωνισμού – εκμαυλισμού συνειδήσεων από τη Novartis. Όσοι ήδη απαλλάχθηκαν οιασδήποτε υποψίας, αποδεικνύουν ότι τα όργανα της ελληνικής Δικαιοσύνης – χωρίς να είναι υπεράνω κριτικής, με τους δικούς της ρυθμούς και μεθόδους – γνωρίζουν “να υπηρετούν τους νόμους και όχι πολιτικές σκοπιμότητες”. Ας τα αφήασουμε να συνεχίσουν σε μια δύσκολη πολιτική περίοδο, στην οποία το κεντρικό ζήτημα είναι η μετάβαση στην ενάρετη εποχή της Αναγέννησης της χώρας.