της Ρομίνας Ξύδα
Αγνωστο νούμερο στο κινητό, απόγευμα Δευτέρας. Δεν απαντώ. Μαθαίνω στον γιο μου το ρήμα «faire», έχω καλύτερα πράγματα να κάνω. Μήνυμα στον τηλεφωνητή: «Κυρία Ξύδα, καλησπέρα. Θεόδωρος Πάγκαλος. Οταν μπορέσετε, επικοινωνήστε, παρακαλώ, μαζί μου». Γελάω. Κάποιος μου κάνει πλάκα. Παγώνω. Κανείς δεν μου κάνει πλάκα. Κανείς, πέρα από τον 9χρονο γιο μου που επαναλαμβάνει κάποιους στίχους απ’ το «Θεέ μου μεγαλοδύναμε» του Τζίμη Πανούση. Δεν γελάω. Δεν ξεπαγώνω. Μένω για ώρα εκεί, αδύναμη να «λιώσω» ακόμη και από τους χιουμοριστικούς συνειρμούς ενός παιδιού. Φοβάμαι. Ντρέπομαι. Διστάζω. Ανησυχώ. Τηλεφωνώ. Ενα μπάσο «Ναι» με διαπερνά σαν ηλεκτρικό ρεύμα την ίδια στιγμή που στο μυαλό μου πέφτουν σαν αστραπή τα λόγια κάποιας φίλης: «Ο Πάγκαλος είναι αυστηρός, απότομος, σκληρός, αλλά και δίκαιος μέχρι εκεί που δεν παίρνει».
Με μάτια κλειστά, ψελλίζω το όνομά μου μαζί μ’ ένα «καλησπέρα» κι ύστερα σιωπή. Ο λόγος ανήκει στον Θεόδωρο Πάγκαλο: «Κυρία Ξύδα, στο φύλλο της περασμένης Κυριακής γράψατε ένα διήγημα για μένα. Για τους γάμους και το πρόσφατο διαζύγιό μου, για τα νιάτα μου και τα γεράματά μου, για την πολιτική και τους αγώνες μου, με τον τίτλο “Η μοναξιά του El Toro”». Η εισαγωγή του σκάει μέσα μου σαν ακατάπαυστη θύελλα. Μια θύελλα που λίγο μετά αρχίζει να σπάει από διαλείμματα ηλιοφάνειας.
«Ενα από τα καλύτερα μαθήματα σ’ αυτή τη ζωή το έχω πάρει, κυρία Ξύδα, από τον γιο μου τον Λύσανδρο ο οποίος, όταν είχα χωρίσει με τη μητέρα του, μου είχε πει ότι για μια γυναίκα μπορεί να είσαι “πρώην” για το παιδί σου ωστόσο είσαι “παντοτινός”», συνεχίζει. Πόσο συμφωνώ μαζί του, πόσο δυναμώνει τώρα η φωνή μου, πώς ανοίγουν τα μάτια και η σκέψη μου, πώς η αμηχανία παραχωρεί τη θέση της στη συμπάθεια και ο φόβος στον θαυμασμό. «Εχετε πολύ καλή πένα, κυρία Ξύδα. Θα μπορούσατε να συναντηθούμε το απόγευμα της ερχόμενης Δευτέρας;». Μπορώ. Το τηλέφωνο κλείνει, ο πάγος λιώνει και η ζεστασιά μιας αδιόρατης προσμονής απλώνεται πάνω και μέσα στις μέρες που ακολουθούν.
Το «τέρας» του Κολωνακίου
Απόγευμα Δευτέρας 19 Νοεμβρίου, ώρα 7.29 μ.μ. Ενα λεπτό αργότερα πατάω το κουδούνι με το όνομα Πάγκαλος, απομεινάρι της θείας Αγλαΐας που πριν από περίπου δέκα χρόνια κληροδότησε στον αγαπημένο της ανιψιό, Θόδωρο Πάγκαλο ένα διαμέρισμα περίπου 70 τετραγωνικών μέτρων στην καρδιά του Κολωνακίου. Το χέρι μου σπρώχνει με δύναμη τη βαριά εξώπορτα κι ύστερα το κουμπί του ασανσέρ.
Ανεβαίνω στον τρίτο. Στέκομαι μπροστά σε μια ορθάνοιχτη πόρτα, ένα ασυνείδητο βήμα πίσω, δέκα συνειδητά «προχώρα μπροστά». Με υποδέχεται το ασθενικό φως μιας λάμπας, έντονη μυρωδιά βιβλίου και το ηχηρό «Περάστε» μιας γνώριμης φωνής. Περνάω στη σάλα και τον παρακολουθώ να βαδίζει με βήμα αργό προς το σαλόνι: «Συγχωρέστε με», του λέω, «αλλά αισθάνομαι λίγο περίεργα. Δεν είναι μικρό πράγμα το να βρίσκομαι μπροστά σε ένα “τέρας”». Δαγκώνω τα χείλη μου και τότε βλέπω το πρόσωπο της φωνής να γυρίζει προς την πλευρά μου και να μου χαμογελά αινιγματικά, κομπαστικά, συνωμοτικά, αληθινά. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Θόδωρος Πάγκαλος περπατούσε σκυφτός, με το βλέμμα προσηλωμένο στο έδαφος, τώρα όμως μοιάζει να τεντώθηκε ξανά σε όλο του το ύψος. Φοράει μια μακριά μεταξωτή τουνίκ «δώρο κάποιου φίλου από το εξωτερικό», ένα ζευγάρι παντόφλες και κρατάει στα χέρια του ένα μάτσο χαρτιά. «Σήμερα έκανα κάποιες εξετάσεις και βγήκαν καλύτερες από ποτέ. Βοηθάει σε αυτό το κολύμπι κι η γερή φτιαξιά μου». Με ρωτάει αν θέλω να φάω κάστανα και τυρί, να πιω ένα ποτήρι κρασί ή λίγο τσίπουρο και να ξεφλουδίσω κάποιο από τα μανταρίνια που βρίσκονται παραταγμένα μέσα σε μια γυάλινη φρουτιέρα πάνω στο χαμηλό τραπεζάκι του σαλονιού.
Δεν θέλω τίποτα παρά μόνο να καθίσω σε μια γωνιά, αμίλητος παρατηρητής της ύπαρξης ενός ανθρώπου που σημάδεψε την πολιτική ζωή του τόπου με όπλα του ευφυΐα, την αθυροστομία, τον τσαμπουκά, την ευγένεια και έναν ολόκληρο κατάλογο ετερόκλητων χαρακτηριστικών που μόνο γοητεία μπορούν να προκαλέσουν. Κοιτάζω γύρω μου. Στο βάθος του σαλονιού, σ’ ένα σκοτεινό γραφείο, στέκουν αυστηρά πορτρέτα προγόνων του, κορνιζαρισμένοι πολιτικοί με χαμόγελο νίκης στα χείλη, παράσημα από νίκες και βραβεύσεις, ο ίδιος αδύνατο παιδί, επαναστατημένος έφηβος, αιώνιος εραστής της εξουσίας. «Σ’ εκείνο εκεί το γραφείο δεν δέχομαι ποτέ δημοσιογράφους. Περάστε όμως, πατήστε τον αριστερό διακόπτη να ανάψει το φως και ρίξτε μια ματιά», μου λέει τη στιγμή που κάθεται σε μια μεγάλη αναπαυτική πολυθρόνα.
Πηγαίνω. Στον αριστερό τοίχο στέκουν στοιχισμένα τα πορτρέτα του πατέρα του και αξιωματικού της αεροπορίας Γεωργίου Πάγκαλου, του θείου του και προσωπικού γιατρού του Υψηλάντη, Δημητρίου Πάγκαλου, και του παππού του, στρατηγού και δικτάτορα Θεόδωρου Πάγκαλου. Ακριβώς απέναντί τους, μέσα από μια κορνίζα, τους κοιτάζει κατάματα ο Τσε Γκεβάρα. Χαμογελάω, ο Πάγκαλος συνοδεύει το χαμόγελό μου με ένα δικό του και με τη φράση: «Από το ύφος σας καταλαβαίνω ότι τον κύριο στα δεξιά τον συμπαθείτε… Πρέπει λοιπόν να σας ενημερώσω ότι αυτός ο κύριος είναι ένας συγγενής μου από τη Λατινική Αμερική».
Σβήνω το φως και κάθομαι απέναντί του. Η αταξία της απόλυτης τάξης κυριαρχεί πάνω σε στοίβες εφημερίδων και τόμους βιβλίων αραδιασμένων σε ράφια, τραπέζια και καναπέδες, η απόλυτη τάξη της αταξίας επικρατεί σε κάθε φράση του 80χρονου έφηβου που ακούει στο όνομα Θόδωρος Πάγκαλος. Τον παρακολουθώ αμίλητη να μιλά και σκέφτομαι ότι για κάποιους ανθρώπους, όσο ο χρόνος περνά ροκανίζοντας τη ζωή τους, τόσο το μυαλό τους αντρειεύει αναπλάθοντας τη νιότη τους. «Ξέρετε, με το κείμενό σας, με γυρίσατε χρόνια πίσω, κι αυτά τα ταξίδια είναι συνήθως όμορφα. “Συνάντησα” ξανά τη μητέρα μου, τη Γεωργία, η οποία ήταν αγωνίστρια στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ). Χωρίς να είναι κομμουνίστρια, βρισκόταν στα συσσίτια και κατάφερε να σώσει πολλούς ανθρώπους από την πείνα. Θυμήθηκα ξανά τα λόγια της όταν, επί χούντας, η Δήμητρα Νικολαΐδου, σύζυγος του Στέλιου Παττακού, της είχε πει πως για να είμαι ευπρόσδεκτος στην Ελλάδα έφτανε να πω στον Παττακό ότι δεν θα έχω καμία επαφή με τους κομμουνιστές. Ξέρετε τι της απάντησε τότε η μητέρα μου; “Κοίταξε, Δήμητρα. Οταν θα κρεμάσουν τους χουντικούς, ο Θόδωρος θα παρέμβει για να τους θάψετε με αξιοπρέπεια”.
“Ξαναβρήκα” και τον πατέρα μου, ο οποίος στον Εμφύλιο ήταν κλεισμένος στο Ελληνικό, που λειτουργούσε τότε ως αγγλική βάση. “Ξανασυνάντησα” την προδοσία των κομμουνιστών οι οποίοι προκειμένου να πιάσουν τον πατέρα μου έδωσαν εντολή να μεταφέρουν τη μητέρα μου, εμένα που τότε ήμουν μόλις 8 ετών και τον μικρό αδελφό μου από την Αθήνα στη Θήβα με τα πόδια. Ηταν βέβαιο ότι κάποιος από εμάς θα πέθαινε, μας έσωσε μία κυρία από το κόμμα κρύβοντάς μας σε κάποιο υπόγειο. Οταν χρόνια μετά συνάντησα αυτή τη γυναίκα, η οποία απείχε πλέον μακράν από τον κομμουνιστικό χώρο, και τη ρώτησα γιατί μας έσωσε, μου απάντησε “Διότι με τον θάνατό σας θα έπεφτε πολύ λεπίδι. Θα σφαγιάζονταν πολλοί”».
Μια έκφραση απορίας διαγράφεται στο πρόσωπό μου. Μια εικόνα αναστοχασμού καλύπτει το δικό του: «Τότε γιατί γίνατε κομμουνιστής; Τι σας οδήγησε στα φοιτητικά σας χρόνια στην Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ) και στο μπουνίδι όσων αποκαλούσαν τον Στάλιν σφαγέα; Ποιος δρόμος σάς ταξίδεψε εξόριστο αγωνιστή κατά της χούντας στο Παρίσι και ποιο αδιέξοδό σας όχι απλώς σας έβγαλε από τα μονοπάτια της Αριστεράς αλλά σας μεταμόρφωσε σε έναν από τους πιο σκληρούς επικριτές της;».
Ο τόνος της φωνής του Θόδωρου Πάγκαλου γίνεται τώρα πιο δυνατός, σχεδόν οργισμένος. Τον καταλαβαίνω. Είναι δύσκολο να αποποιείσαι μια παλιά σου ταυτότητα, ακόμη και αν κάποτε, για τους δικούς σου λόγους, θεώρησες ότι η τελευταία ήταν πλαστή. «Εγινα κομμουνιστής από αντίδραση. Οι κομμουνιστές ακόμη κι αν ηττήθηκαν στον Εμφύλιο, είχαν κατακτήσει την κοινή γνώμη. Ο ίδιος ο Τσάτσος είχε πει το 1958 στον Ηλιού: “Εμείς κερδίσαμε τον Εμφύλιο, εσείς τη μάχη της προπαγάνδας”. Ημουν λοιπόν κι εγώ θύμα αυτής της προπαγάνδας. Οι αριστεροί έσβησαν από τον χάρτη ολόκληρα χωριά. Τα πιο ανοιχτά μυαλά της εποχής μετατράπηκαν σε βασανιστές και εκτελεστές. Το 1968, στην δωδέκατη ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος στη Βουδαπέστη, όταν ζήτησα να φέρουν με κάποιον τρόπο τους παράνομους και τους φυλακισμένους κομμουνιστές στη Βουδαπέστη προκειμένου να συμμετάσχουν κι αυτοί στις συζητήσεις, απειλήθηκε η ζωή μου! Ε, ναι, λοιπόν. Για δέκα ολόκληρα χρόνια ήμουν εξαπατημένος. Το 1972 έφυγα γιατί συνειδητοποίησα ότι απέναντι στον ολοκληρωτικό τρόπο σκέψης τους στο δικό μου μυαλό υπήρχε ένα παράλληλο σκεπτικό το οποίο για μεγάλο διάστημα δεν ομολογούσα ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό. Εφυγα γιατί το μόνο που ενδιέφερε τους κομμουνιστές ήταν η νομιμοποίησή τους. Εφυγα γιατί θεωρούσα γελοίο τον τίτλο “ΚΚΕ”. Εφυγα γιατί δεν με εξέφραζε πια η έννοια της βίαιης εξέγερσης η οποία στηρίζει τη δικτατορία του προλεταριάτου. Εφυγα γιατί τους βαρέθηκα».
Εγώ, πάλι, μένω. Δεν βαριέμαι. Η συζήτηση με τον Θόδωρο Πάγκαλο, ακόμη κι αν διαφωνείς μαζί του, δεν παύει να αποτελεί τροφή για σκέψη την οποία μπορείς να αποβάλεις σκληρά χωρίς να ενοχληθεί ή να χωνέψεις γλυκά χωρίς να κολακευτεί. Ο Πάγκαλος δεν είναι μόνο ένας εξαίρετος speaker αλλά και ένας καλός συνομιλητής, ένας πραγματικός εραστής του διαλόγου.
Ασυναίσθητα, στρέφω ξανά το κεφάλι μου στον Τσε. Σαν να περιμένω να ζωντανέψει μέσα από τη γυάλινη επιφάνεια που καλύπτει την εικόνα του και να μπει ορμητικά στην κουβέντα μας. Η ευφυΐα του Πάγκαλου συναντά τη σκέψη μου, ο στιβαρός λόγος του μαλακώνει: «Μην μπερδευόμαστε. Ο Τσε ήταν ήρωας. Οπως ήρωες ήταν ο Παναγούλης και ο Βελουχιώτης. Και ξέρετε γιατί ήταν ήρωες; Γιατί ήταν άνθρωποι που δεν φοβόντουσαν τίποτα. Δεν μπορείς να ζητήσεις από έναν ήρωα να έχει πολιτική σκέψη».
«Ο Ανδρέας ήταν μεγάλος πολιτικός. Αν ζούσε, δεν θα μπορούσαν ποτέ να πάνε κάποιοι από το κόμμα του στο πολιτικό μόρφωμα του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν αρκεί να κλαις και να οδύρεσαι κάθε φορά που κάποιος φεύγει από το κόμμα σου, όπως κάνει η Φώφη. Λυπάμαι βαθιά για την κατάντια του ΠΑΣΟΚ»
«Ζω κάτω από τα όρια της φτώχειας»
Ακολουθούν λίγα λεπτά απόλυτης σιγής κι ύστερα ένα «Καπνίζετε;». Κουνάω το κεφάλι καταφατικά, ανάβει την πίπα του. Ξεκινά να μιλά μόνος του. Είναι απόλαυση να τον ακούς να διηγείται με έναν ελιτίστικα γκροτέσκο τρόπο τις περιπέτειες της ζωής. Δικές του ή των άλλων. Να διακρίνεις πίσω από το άγριο ύφος του τις αμέτρητες σκιές του «άλλου Πάγκαλου» που εκπέμπουν τρυφερότητα, ευγένεια και καλοσύνη. Να τον παρακολουθείς να τρυπώνει σε πολιτικούς λαβύρινθους και προσωπικές στοές με κυματισμούς ονειροπόλησης και διάθεση αυτοκριτικής. «Στη ζωή μου έκανα πολλά λάθη διότι έκανα πάντα αυτό που ήθελα. Λάθη που έκαναν ζημιά σε μένα, αλλά καλό στην παράταξη και στη χώρα. Με κατηγόρησαν για τον Οτσαλάν, για μια “δουλειά” που ήταν στημένη. Ο κύριος αυτός έσκασε στη χώρα μας με δύο Βελγίδες γκόμενες και μία βαλίτσα που περιείχε ένα εκατομμύριο δολάρια με σκοπό να προκαλέσει πολεμική σύρραξη ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία για να ελευθερωθούν οι Κούρδοι. Αυτό δεν θα το επέτρεπα ποτέ. Εσωσα τον Σημίτη, έφυγα διωκόμενος πανταχόθεν και κάποιοι ηλίθιοι συνεχίζουν να χαρακτηρίζουν ακόμη και σήμερα “ήρωα” τον καλοπερασάκια Οτσαλάν».
Τον ρωτάω για τον μύθο που ακούει στο όνομα Ανδρέας Παπανδρέου και το βλέμμα του γλυκαίνει. Του λείπει, παρότι οι δυο τους συγκρούστηκαν αρκετές φορές, παρότι ο ένας αντίκρισε στο πρόσωπο του άλλου μια βαθιά απογοήτευση: «Ο Ανδρέας ήταν μεγάλος πολιτικός. Αν ζούσε, δεν θα μπορούσαν ποτέ να πάνε κάποιοι από το κόμμα του στο πολιτικό μόρφωμα του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν αρκεί να κλαις και να οδύρεσαι κάθε φορά που κάποιος φεύγει από το κόμμα σου, όπως κάνει η Φώφη. Λυπάμαι βαθιά για την κατάντια του ΠΑΣΟΚ. Να σας χαρακτηρίσω τον Τσίπρα; Μα το έχει πράξει ο ίδιος με τη φράση: “Εκανα ένα δημοψήφισμα κι όταν είδα το αποτέλεσμα είπα να αλλάξω πολιτική”. Κρίμα και κατάντια για την Ελλάδα, αυτό μόνο μπορώ να πω. Δεν ξέρω αν αυτή τη στιγμή έχουμε κάποιον ικανό πολιτικό και δεν με ενδιαφέρει. Ικανός λαός μπορούμε να γίνουμε; Να μην ψηφίζουμε Καμμένο, Λεβέντη και Χρυσή Αυγή; Αυτό θα είναι ένα πρώτο καλό βήμα για τη σωτηρία μας. Υπάρχει μια λατινική φράση που αν θέλουμε να πάμε μπροστά πρέπει να την κάνουμε ευαγγέλιο: “Errare humanum est, sed in errare perseverare diabolicum” (το να κάνεις λάθος είναι ανθρώπινο αλλά το να επιμένεις στο λάθος σου είναι διαβολικό)».
Ο διαβολικά έξυπνος Πάγκαλος, ο πρωταγωνιστής των βασικών επεισοδίων της Μεταπολίτευσης, ο γίγαντας του παραμυθιού που ακούει στο όνομα πολιτική, σήμερα μοιάζει ή μάλλον αισθάνεται αιχμάλωτος μέσα στην ίδια του την πατρίδα: «Να βγω να πάω πού; Και πώς να βγω; Με τι χρήματα; Από τη μια κινδυνεύει η σωματική μου ακεραιότητα από ακροδεξιά και ακροαριστερά υποκείμενα. Από την άλλη, η βουλευτική σύνταξή μου ανέρχεται στο ποσό των 370 ευρώ». Τον κοιτάζω με δυσπιστία, μια δυσπιστία που μεταμορφώνεται μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου σε ένα ηχηρό «Αποκλείεται!». «Καθόλου δεν αποκλείεται», μου απαντά και συνεχίζει: «Εδώ και πέντε χρόνια μού έχουν κατασχέσει τη σύνταξη στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Τους έχω τηλεφωνήσει πολλές φορές και ούτε μία δεν μου έχουν απαντήσει με σαφή τρόπο. Μη με ρωτάτε πώς ζω. Βρίσκομαι κάτω από τα όρια της φτώχειας. Θέλω να τους δω κρεμασμένους στην πλατεία Συντάγματος. Θα προσφύγω στο Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, θα τους κάνω δίκες και θα το γλεντήσουμε όλοι μαζί μετά τις εκλογές. Οχι, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να ξαναβγεί. Θα πάρει κάτω από 20%. Ο Μητσοτάκης πιστεύω ότι θα πάρει την αυτοδυναμία. Φυσικά και θα ψηφίσω Νέα Δημοκρατία για τρίτη φορά στη ζωή μου. Και θα ψηφίσω Νέα Δημοκρατία γιατί έχουμε εμφύλιο και οφείλω να είμαι εναντίον του κομμουνισμού στην όποια του μορφή. Ο κομμουνισμός δεν αποσείεται. Προλαμβάνεται. Αλήθεια, κυρία Ξύδα, εσείς τι θα ψηφίσετε;». Του απαντώ. Χαμογελά με εκείνο το αινιγματικό χαμόγελο και μου σφίγγει δυνατά το χέρι, όχι επειδή είμαστε ομοϊδεάτες, αλλά επειδή ο Θόδωρος Πάγκαλος είναι -πάνω απ’ όλα και πέρα απ’ όλα- ένας πραγματικός δημοκράτης.