της Νεφέλης Λυγερού
Η εκτέλεση του Βορειοηπειρώτη Κωνσταντίνου Κατσίφα έχει ρίξει βαριά τη σκιά της στις ελληνοαλβανικές σχέσεις, οι οποίες επανέρχονται σε φάση έντασης. Κατά πολλούς, όμως, ο ανθελληνισμός είχε εδώ και καιρό τορπιλίσει την προσπάθεια προσέγγισης των δύο χωρών. Σύμφωνα με γνώστες της κατάστασης στην Αλβανία, αυτός στην πραγματικότητα οδήγησε στην εκτέλεση του νεαρού ομογενούς, ενώ τροφοδοτεί και την ένταση στις διμερείς σχέσεις σε κάθε ευκαιρία.
Απόδειξη αυτού είναι η άμεση και προκλητική αντίδραση του Αλβανού πρωθυπουργού Εντι Ράμα, η οποία επιβάρυνε το κλίμα. Το ίδιο και ο προκλητικός τρόπος που τα αλβανικά ΜΜΕ αντιμετώπισαν την υπόθεση. Και σαν να μην έφταναν τα παραπάνω, είχαμε και τις αλβανικές αρχές οι οποίες εμμέσως ομολόγησαν την ενοχή τους καταστρέφοντας στοιχεία της ιατροδικαστικής έρευνας. Οχι μόνο αρνήθηκαν να παράσχουν την αναγκαία ενημέρωση και τις διευκολύνσεις στον δικηγόρο της οικογένειας, αλλά επέτρεψαν στον ιατροδικαστή να εξετάσει την καθαρισμένη από τα στοιχεία σορό για μόλις πέντε λεπτά! Η τελευταία κίνηση παραλογισμού είναι η απόφαση της Εισαγγελίας Αργυροκάστρου και στη συνέχεια της αντίστοιχης των Τιράνων να ανοίξουν δικογραφία για απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά Αλβανών ένστολων αστυνομικών και για παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία παρότι ο κατηγορούμενος έχει αποβιώσει. Η οικογένεια του ομογενούς πιστεύει ότι με τον τρόπο αυτό επιδιώκουν να αποδείξουν ότι δεν υπήρχε ακαριαίος θάνατος, διεκδικώντας μάλιστα και αποζημίωση.
Με βάση διασταυρωμένες μαρτυρίες, είναι πλέον κοινός τόπος ότι ο θάνατος του Κατσίφα θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Αυτοί που τον σκότωσαν δεν ήταν απλοί Αλβανοί αστυνομικοί, αλλά οι εκπαιδευμένες για τέτοιες περιπτώσεις Ειδικές Δυνάμεις οι οποίες έχουν επανειλημμένα διεκπεραιώσει πολύ δυσκολότερες αποστολές χωρίς να χρειαστεί να σκοτώσουν. Σύμφωνα με απόλυτα αξιόπιστες πληροφορίες, η εντολή δόθηκε από το γραφείο του ίδιου του πρωθυπουργού. Ολα δείχνουν ότι ο Εντι Ράμα αξιοποίησε το γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος Κατσίφας ήταν οπλισμένος και πυροβολούσε στον αέρα ώστε με την εκτέλεσή του να κάνει επίδειξη ισχύος και να καλλιεργήσει τον φόβο στην ελληνική μειονότητα.
Η παραπάνω πληροφορία ενισχύεται και από το γεγονός ότι λίγες μέρες νωρίτερα ο αρμόδιος για την Αστυνομία υπουργός Εσωτερικών Φατμίρ Τζάφαϊ είχε παραιτηθεί για να αντικατασταθεί από τον σύμβουλο ασφάλειας του πρωθυπουργού και πρώην στρατηγό Σαντέρ Λιέσι. Ο τελευταίος, όμως, δεν είχε ακόμα αναλάβει τα καθήκοντά του επειδή εκκρεμεί η έγκριση του διορισμού του από την αλβανική Βουλή. Η παραίτηση Τζάφαϊ αρχικά αποτέλεσε έκπληξη, καθώς ήρθε μόλις μία εβδομάδα μετά την καθοδηγούμενη από αυτόν αστυνομική επιχείρηση μεγάλης κλίμακας με την κωδική ονομασία «Vol-Vo4», η οποία διεξήχθη σε 12 πόλεις της Αλβανίας. Στην επιχείρηση αυτή, που διήρκεσε τρεις ημέρες, συμμετείχαν 1.500 αστυνομικοί και είχε στόχο να εξαρθρώσει ένα ισχυρό δίκτυο εμπόρων ναρκωτικών με διασυνδέσεις στα κυβερνητικά κλιμάκια. Στη συνέχεια προέκυψε ότι ο αδερφός του Τζάφαΐ ήταν μπλεγμένος στο εμπόριο ναρκωτικών και μάλιστα, είχε βρεθεί, υπόλογος στην Ιταλία για τις δραστηριότητές του αυτές.
Προκλητικό το tweet του Αλβανού πρωθυπουργού: «Αγαπητοί γείτονες! Αντί να χαρακτηρίζουμε ως απαράδεκτη την απώλεια ζωής ενός τρελού που πυροβόλησε την Αστυνομία μας, η οποία έκανε μόνο τη δουλειά της, καλύτερα να ευχαριστήσουμε μαζί τον Θεό που σήμερα δεν χάθηκε καμία αθώα ζωή από μια εξτρεμιστική τρέλα»
Η είδηση δεν έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία, καθώς η Αλβανία βρίσκεται πολύ ψηλά στον παγκόσμιο κατάλογο με τις χώρες που παράγουν και διακινούν ναρκωτικά. Είναι κοινό μυστικό, μάλιστα, ότι τα κυκλώματα των ναρκωτικών έχουν κηδεμόνες υψηλά ιστάμενα πρόσωπα στο πολιτικό σύστημα και στην κυβέρνηση. Και ο τέως υπουργός Εσωτερικών Σαϊμίρ Ταχίρι, στενός συνεργάτης του Ράμα, έχει κατηγορηθεί ότι προστάτευε ένα κύκλωμα διακίνησης ναρκωτικών που είχαν οργανώσει τα ξαδέλφια του. Ο Εντι Ράμα, μάλιστα, έσπευσε στο πλευρό του υποστηρίζοντας την αθωότητά του. Εξάλλου, και ο ίδιος ο πρωθυπουργός έχει καταγγελθεί δημόσια ότι υποθάλπει τους καλλιεργητές και εμπόρους ναρκωτικών – φυσικά με το αζημίωτο.
Ο Αμερικανός πρεσβευτής στα Τίρανα Ντόναλντ Λου έχει δηλώσει ότι η Αλβανία αποτελεί κέντρο οργανωμένου εγκλήματος, διακίνησης ναρκωτικών, όπλων και πορνείας, επισημαίνοντας ότι τέσσερις επικίνδυνες μαφιόζικες συμμορίες εμπλέκονται, μέσω 20 γνωστών οικογενειών, σε trafficking, εκβιασμούς, κλοπές αυτοκινήτων και ξέπλυμα χρήματος, ενώ φυσικά ελέγχουν και την καλλιέργεια και το εμπόριο χασίς. Οι ίδιες αυτές οικογένειες χρηματοδοτούν αφειδώς πολιτικούς και κυριολεκτικά χτίζουν πολιτικές καριέρες.
Από την πλευρά της η ελληνική κυβέρνηση επέδειξε μια εξαιρετικά ήπια στάση απέναντι στην εκτέλεση του ομογενή Βορειοηπειρώτη. Το ίδιο ισχύει και για τη δήλωση του Αλβανού πρωθυπουργού περί «τρελού εξτρεμιστή». Ενώ το υπουργείο Εξωτερικών τουλάχιστον τήρησε τα προσχήματα, η στάση της ηγεσίας της Ελληνικής Αστυνομίας είναι επιεικώς απαράδεκτη. Αυτή ήταν που άρχισε να κάνει διαρροές ότι ο φόνος του Κωνσταντίνου Κατσίφα ήταν άσχετος με την ελληνική σημαία. Και για να μην αφήσει αμφιβολία προς τα πού το πήγαινε διοχέτευσε στα ελληνικά μίντια ότι ο εκτελεσθείς είχε συλληφθεί πριν από δέκα χρόνια για κατοχή ακατέργαστης κάνναβης.
Αξίζει εδώ να υπογραμμίσουμε ότι η Ελληνική Αστυνομία δεν έχει καμία αρμοδιότητα να προβαίνει σε ανακοινώσεις και διαρροές για ένα επεισόδιο που έλαβε χώρα έξω από τα σύνορά μας. Δεν διαθέτει μηχανισμούς πρωτογενούς πληροφόρησης για να μπορεί να εκφέρει έγκυρη άποψη για το τι ακριβώς συνέβη. Αρμόδια αρχή για τέτοιες περιπτώσεις είναι μόνο το υπουργείο Εξωτερικών. Σύμφωνα με πληροφορίες, η ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ. ενημερώθηκε από την αλβανική Αστυνομία για το πώς σκοτώθηκε 35χρονος Βορειοηπειρώτης. Η ενημέρωση αυτή, όμως, αντανακλούσε τις σκοπιμότητες των Τιράνων να καλύψουν ότι επρόκειτο για εκτέλεση. Διοχετεύοντας λοιπόν την αλβανική εκδοχή στην ελληνική κοινή γνώμη, η Ελ.ΑΣ. έγινε «παπαγαλάκι» του Ράμα.
Στη συνέχεια, η ηγεσία της διοχέτευσε και την πληροφορία για παλαιότερη σύλληψη του Κωσνταντίνου Κατσίφα για κατοχή ναρκωτικών. Γιατί το έκανε; Η προ δεκαετίας υπόθεση δεν είχε καμία σχέση με την εκτέλεσή του ώστε να υπάρχει η δικαιολογία ότι ήταν αναγκαία. Ούτε επιτρέπεται, εξάλλου, να δίνεται στη δημοσιότητα το ποινικό μητρώο, πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για εκτελεσθέντα από τους Αλβανούς Βορειοηπειρώτη. Στην πραγματικότητα τα παραπάνω δεν είναι τίποτα άλλο από μια προσπάθεια δολοφονίας χαρακτήρα μετά θάνατον.
Συνειδητά, η ηγεσία της Ελληνικής Αστυνομίας προσπάθησε να στιγματίσει το νεκρό, παραβιάζοντας γραπτούς και άγραφους νόμους και προσφέροντας το καλύτερο δώρο στην αλβανική προπαγάνδα, η οποία από την πλευρά της έχει κάθε συμφέρον να παρουσιάσει το θύμα ως κακοποιό. Είναι ενδεικτικό ότι τα πρώτα ρεπορτάζ στα ελληνικά ΜΜΕ έκαναν λόγο για σεσημασμένο για ναρκωτικά Βορειοηπειρώτη που έπασχε από ψυχολογικά προβλήματα. Εντύπωση προκάλεσε και η υπουργός Πολιτισμού Μυρσίνη Ζορμπά, η οποία, χωρίς να έχει εικόνα, έσπευσε να υποβαθμίσει το περιστατικό και να επιβεβαιώσει ότι όλα είχαν γίνει καλώς με ανάρτησή της στο Facebook. Είχε βρεθεί στους Βουλιαράτες λίγες ώρες πριν το αιματηρό περιστατικό που οδήγησε στον θάνατο του 35χρονου Κατσίφα, μαζί με άλλους εκπροσώπους της ελληνικής και της αλβανικής κυβέρνησης για την τελετή στη μνήμη των πεσόντων στο Αλβανικό Μέτωπο.
«Φύγαμε στις 3 το μεσημέρι χωρίς να έχει υπάρξει καμία ανησυχία. Στο μεταξύ είχαμε πληροφορηθεί ότι κάποιος ομογενής με καλάσνικοφ είχε απειλήσει το πρωί να πυροβολήσει, θεωρώντας ότι η συμφωνία των δύο κυβερνήσεων να αποκαταστήσουν τη μνήμη των νεκρών ήταν προδοσία. Καμία ελληνική σημαία δεν κατέβηκε, όλες ήταν υψωμένες. Μετά τις 3 μ.μ. στο δρόμο της επιστροφής πληροφορηθήκαμε ότι ο ομογενής περικυκλώθηκε, η αστυνομία του ζήτησε να παραδοθεί, δεν παραδόθηκε και τον σκότωσαν. Ηταν ένα τραγικό συμβάν που κανείς μας σήμερα όλο το πρωί, μέσα στην ατμόσφαιρα συγκίνησης που επικρατούσε, δεν μπορούσε να φανταστεί».
Οργή βορειοηπειρωτών
Θα έλεγε κανείς ότι πέρα από βιαστική, αδιασταύρωτη και ασεβής προς τον αποθανόντα, η ανάρτηση της υπουργού αποδεικνύεται και παραπλανητική, καθώς τα στοιχεία που προκύπτουν αλλάζουν άρδην το σκηνικό. Εκπρόσωπος της κυβέρνησης, όμως, υιοθέτησε απόλυτα τις συγκεχυμένες πληροφορίες που πήγαζαν αποκλειστικά και μόνο από τη μία πλευρά.
Με τούτα και με κείνα, στον βορειοηπειρωτικό Ελληνισμό ξεχειλίζει η οργή και η απογοήτευση για τη στάση της Αθήνας. Οι Ελληνες μειονοτικοί άλλωστε είναι θύματα μιας πολιτικής συστηματικού εκφοβισμού και αρπαγής περιουσιών που μετράει δεκαετίες. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τη μαζική παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας με αφορμή και όχημα την απογραφή του πληθυσμού. Αν και η κυβέρνηση Ράμα ψήφισε νόμο «περί προστασίας των δικαιωμάτων των μειονοτήτων» προκειμένου να πείσει τους Ευρωπαίους ότι κάνει βήματα προόδου ως υποψήφια προς ένταξη χώρα, επί της ουσίας ο εν λόγω νόμος θίγει τα δικαιώματα της μεγαλύτερης από τις μειονότητες, που είναι η ελληνική. Κι αυτό γιατί αφήνει αμετακίνητα μια σειρά από εμπόδια που αφορούν στην ταυτοποίηση των μελών της, στη δυνατότητα χρήσης της ελληνικής γλώσσας στη δημόσια ζωή και εκπαίδευση. Παράλληλα, δεν δίνει καμία λύση στο περιουσιακό, ενώ συνεχίζει να μην αναγνωρίζει ως μειονοτικές περιοχές στις οποίες κατοικούν πολυπληθείς ελληνικές κοινότητες, όπως είναι η Χειμάρρα, τα ελληνικά χωριά στην Αυλώνα κ.ά.
Ακόμα και σήμερα στα μειονοτικά σχολεία, με πρόσχημα τη συμπλήρωση των ωρών διδασκαλίας, αναθέτουν σε Αλβανούς καθηγητές να διδάξουν τα μαθήματα που βάσει νόμου διδάσκονται στην ελληνική γλώσσα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η διδασκαλία τους να γίνεται στην αλβανική. Επίσης, είναι γνωστοί οι περιορισμοί στη χρήση της ελληνικής γλώσσας στη δημόσια ζωή. «Φοβόμαστε να μιλάμε ελληνικά όταν βρισκόμαστε σε δημόσιους χώρους», καταγγέλλει μέλος της Ομογένειας.
Και να ήταν μόνο αυτό! Η αρπαγή δεκάδων χιλιάδων στρεμμάτων λιβαδιών, δασών και καλλιεργήσιμης γης από Αλβανούς, οι οποίοι με αμφιβόλου γνησιότητας χαρτιά από την εποχή της Τουρκοκρατίας εμφανίζονται ως δήθεν ιδιοκτήτες, πλήττει τα συμφέροντα της Ομογένειας. Πόσο μάλλον μετά και τις κατεδαφίσεις τουριστικών ακινήτων που ανήκουν σε μέλη της ελληνικής μειονότητας στο χωριό Δρυμάδες της Χειμάρρας. Ολα τα παραπάνω έχουν συμβάλει στο να αδειάζουν τα χωριά όπου ζει η ελληνική μειονότητα. Και αυτοί που έχουν απομείνει αντιμετωπίζουν κύμα κλοπών, την καταστροφή ελληνικών σημαιών, των πινακίδων στην ελληνική γλώσσα, καθώς και διάφορα συνθήματα περί Αλβανοτσάμηδων. Η ανοχή της τοπικής Αστυνομίας αλλά και η αδράνειά της ενώπιον της κλιμακούμενης εγκληματικότητας ανάγκασε Βορειοηπειρώτες που μένουν στα Ιωάννινα να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους. Πρόσφατα οργάνωσαν εθελοντικές περιπολίες επί δέκα μερόνυχτα. Με το που επέστρεψαν, όμως, στις εργασίες τους τα κρούσματα κλοπών αυξήθηκαν.
Σε πολλές περιπτώσεις, σε σπίτια Ελλήνων οι δράστες έκαψαν προκλητικά τις ελληνικές σημαίες που βρήκαν εκεί, ενώ δεν πήραν μαζί τους κάποιο άλλο αντικείμενο. Η Ομογένεια βλέπει πίσω από όλα τα παραπάνω και τη δράση της εθνικιστικής ομάδας «Κίνημα για την Μεγάλη Αλβανία», με αρχηγό τον Ταχίρ Βελίου. Αυτή είναι που πραγματοποιεί επιθέσεις σε πόλεις και χωριά της Βορείου Ηπείρου, κατεβάζει την ελληνική σημαία από μνημεία και ιδιωτικές κατοικίες και στη συνέχεια τη βεβηλώνει. Τις ενέργειές της αυτές η συμμορία του Ταχίρ Βελίου τις απαθανατίζει στη συνέχεια τις αναρτά στο Διαδίκτυο φωτογραφίες τις αναπαράγουν πολλά αλβανικά ΜΜΕ.