του Διαμαντή Σεϊτανίδη
Το ακούμε συνεχώς. Μονότονα. Σε κάθε ευκαιρία: οι κυβερνώντες κατηγορούν τους προηγούμενους ότι «δεν διαπραγματεύονταν», ενώ αυτοί, ακόμα και με τον ανεκδιήγητο Βαρουφάκη «δεν έσκυψαν το κεφάλι». Η περίοδος της «αυταπάτης Τσίπρα» -κατά δήλωση του ιδίου του πρωθυπουργού- τέλειωσε μαζί με το Γιάνη με ένα «νι» και οι διαπραγματεύσεις με τους δανειστές συνεχίστηκαν «σε ρεαλιστική βαση».
Κι όμως, η πραγματικότητα αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει κανένας ρεαλισμός στην ελληνική διαπραγμάτευση. Επί μήνες ο κ. Τσίπρας βαυκαλιζόταν με την αυταπάτη ότι οι εσωτερικές διαφωνίες των δανειστών, θα τους αναγκάσουν κάποια στιγμή να δεχθούν τις ελληνικές αξιώσεις για το χρέος. Έχανε πολύτιμο χρόνο, επενδύοντας σε μια χίμαιρα. Παρέτεινε την υπερπροσπάθεια των Ελλήνων, επωάζοντας μια ακόμα δική του αυταπάτη. Δεν πήρε απολύτως καμία πρωτοβουλία συνεννόησης με τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις, ώστε οι υπουργοί- διαπραγματευτές να ενισχυθούν από μια εθνική γραμμή, έστω των μεγαλύτερων κομμάτων. Αντί επιχειρημάτων, σκορπούσε χαμόγελα δεξιά- αριστερά, έκανε φτηνά αστεία με το πότε θα «φορέσει γραβάτα» και παραμύθιαζε ο ίδιος, αυτοπροσπώπως, τους δημοσιογράφους με μια υπεραισιοδοξία («too good to be true») που ακόμα κι εμάς, μας έκανε δύσπιστους. Εκείνον, πάλι, όχι!
Κι ήλθε η πλήρης αποκάλυψη της κυβερνητικής αυταπάτης σε όλα τα μήκη και πλάτη του γηπέδου της διαπραγμάτευσης, με τη δήλωση Λαγκάρντ, που ουσιαστικά ευθυγραμμιζόταν με τη θέση της Γερμανίας στο ελληνικό ζήτημα και «άδειαζε» μεγαλοπρεπώς τον ΄Ελληνα πρωθυπουργό και τις αυταπάτες του.
Τώρα, (πάλι…) τρέχουμε…
Αποδεικνύεται, συνεπώς, για μια ακόμα φορά, ότι ο κρίσιμος παράγων στην προσπάθεια των Ελλήνων να εξέλθουν από την κρίση και το φαύλο κύκλο της ύφεσης, δεν είναι ο βαθμός της «συγκρουσιακής συμπεριφοράς» των κυβερνώντων στη διαπραγμάτευση. Κι οι προηγούμενοι που είχαν το «ναι» στα χείλη, κι οι τωρινοί που νομίζουν ότι κάθε φορά που κάθονται στο τραπέζι με τους δανειστές, έχουμε… 28 Οκτωβρίου, καταλήγουν στα ίδια αποτελέσματα: Οι δανειστές επιβάλλουν απολύτως τις θελήσεις τους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Κι εμείς, είτε μένουμε με την προθυμία, είτε με την αυταπάτη στο χέρι…
Ποτέ στη νεότερη ιστορία της, η Ελλάδα δεν κατάφερε να επιβάλει τις θελήσεις της, όντας σε κατάσταση αδυναμίας. Αντίθετα, όποτε προσερχόταν σε διεθνή fora ισχυρή, ανεπτυγμένη και ακμάζουσα, κέρδιζε στα χαρτιά πολλά από αυτά που διεκδικούσε.
Γι αυτό το πρόβλημα δεν είναι αν στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές είσαι λιγότερο ή περισσότερο «καλό παιδί». Ο κρίσιμος παράγων είναι η αποφασιστική και χωρίς δεύτερες σκέψεις προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα ξανακάνουν την Ελλάδα ισχυρή, και θα της επιτρέψουν να επιβάλλει τις δικές της θέσεις. Ως τότε, μονά- ζυγά, χαμένοι θα είμαστε…