του Δημήτρη Μαρκόπουλου
Δεν είναι πολύς καιρός που ο Μίκης Θεοδωράκης αντιμετώπισε προβλήματα με την υγεία του, με αποτέλεσμα η αγωνία να κυριεύσει όχι μόνο τους οικείους του αλλά και ολόκληρη την Ελλάδα. Με μια ζωή περιπετειώδη και πολυκύμαντη, ο Μίκης των Ελλήνων, των αγώνων και της μουσικής, γνωρίζει περισσότερο από τον καθένα να κάνει ασπίδα στους κινδύνους την ίδια την τέχνη. Κάπως έτσι, με αφορμή την έκδοση από τον Ιανό της ποιητικής συλλογής του μεγάλου δημιουργού με τίτλο «Να μαγευτώ και να μεθύσω» που κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες, βρεθήκαμε για μια συζήτηση πάνω στην ποίηση, στη μουσική, στην Ελλάδα και εντέλει γι’ αυτό που ο Μίκης Θεοδωράκης αγάπησε περισσότερο από όλα: τη ζωή.
Ο ίδιος θέλησε να κρατήσει αποστάσεις από τα κόμματα και τις επικείμενες εκλογές. Μάλιστα επειδή βρίσκεται σε ανάρρωση δεν θέλησε να σχολιάσει την πολιτική επικαιρότητα. Είναι μια περίοδος περισυλλογής για τον ίδιο ή πιο σωστά αφωνίας για το πρόσκαιρο, το μικρό, το λίγο. Το «ουδέν σχόλιο», λοιπόν, ήταν απολύτως σεβαστό, ενδεχομένως και πιο ηχηρό από οποιαδήποτε παρέμβαση σε μια συγκυρία πολιτικής αντιπαράθεσης αλλά και απογοήτευσης. Οχι φυσικά επειδή ο ίδιος δεν τόλμησε. Εκείνος ήταν που ξεσήκωσε το κίνημα υπεράσπισης της ελληνικότητας της Μακεδονίας. Πρώτος μίλησε δημόσια για εκείνα που κατατρύχουν αυτή τη στιγμή την κυβέρνηση. Ωστόσο η συνάντησή μας είχε άλλο προσανατολισμό, άλλη λογική.
Στοχαστικός, με βλέμμα σπινθηροβόλο που ατενίζει τον αττικό ήλιο, ο Μίκης των Ελλήνων επιλέγει τον ρόλο του. Ο τρόπος δράσης και σκέψης του μάλιστα αποτυπώνεται στις απαντήσεις που μας δίνει.
– Πολλά χρόνια αργότερα για ποιο πράγμα θα θέλατε να σας θυμούνται οι Ελληνες; Για την εικόνα του αριστερού μαχητικού καλλιτέχνη του Εμφυλίου και των δεκαετιών του ’50 και του ’60, για τον ώριμο Μίκη της δεκαετίας του ’70 που τόλμησε να ξεστομίσει το «Καραμανλής ή τανκς» και να συνεργαστεί λίγο αργότερα με την Κεντροδεξιά του Μητσοτάκη ή για τον Μίκη των αγώνων για το Μακεδονικό; Για τον λυρικό Μίκη ή για τον πολιτικό Μίκη;
«Θα ήθελα να με θυμούνται ως έναν μοναχικό αντεξουσιαστή».
«Υπήρξα ανέκαθεν και τώρα ποιητής»
Κόντρα στον Γερμανό κατακτητή, κόντρα στο μετεμφυλιακό καθεστώς και τη χούντα, κατά της εξουσίας παντός είδους και πνεύμα ελεύθερο, επέλεξε σε στιγμές της ζωής του να εκφραστεί και με άλλα -πέραν της μουσικής- μέσα, όπως π.χ. με την ποίηση. «Θα πρέπει να σας αποκαλύψω πως η ποίησή μου προϋπήρχε της μουσικής, ώστε υπήρξα ανέκαθεν και τώρα ποιητής», μας λέει απαντώντας στο πόσο ποιητής αισθάνεται ένας πολυμορφικός καλλιτέχνης σαν τον ίδιο. Η επιλογή να γράψει ποίηση δεν εκπορευόταν σε όλη του τη διαδρομή από την ανάγκη να παρουσιαστεί ως ένας καλλιτεχνικός οδοστρωτήρας που όλα τα σαρώνει. Επρόκειτο για μια εσωτερική του αναζήτηση. Μια αναζήτηση και αγωνία που προήλθε και από το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον της χώρας σε αυτή τη μακρά πορεία. Η αρχή της ποιητικής του διαδρομής έγινε στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής. Επί 1942-’43 o Μίκης γράφει τα ποιήματα «Οδυσσέας», «Μικρή φαντασία», «Εγώ κι εκείνη» κ.ά. Ποιήματα κυρίως ερωτικά. Ποιήματα για την αγάπη και τη νιότη.
– Θα τολμήσω να πω πως ποιητικά δεν θυμίζετε τους μεγάλους αριστερούς ποιητές. Παρακολουθούμε έναν προσωπικό στοχασμό πάνω στη ζωή και όχι στον αγώνα.
«Το βασικό μου ποιητικό κίνητρο υπήρξε ο έρωτας. Χωρίς τον έρωτα και τη μουσική δεν θα ήμουν ποτέ ολόκληρος ο εαυτός μου. Η Κρήτη, τα όπλα, η επανάσταση και η Ελλάδα ήσαν πάθη και άνεμος σαρωτικός. Ομως πιστεύω ότι παντού και πάντα -και κυρίως μέσα στις μεγάλες δοκιμασίες- παρέμεινα ολόκληρος ο εαυτός μου».
Παρακολουθώντας κανείς την ποιητική διαδρομή του Μίκη Θεοδωράκη από χρονολογικής άποψης διακρίνει μια έντονη παραγωγή στα μέσα της ταραγμένης δεκαετίας του ’40 (Κατοχή και Εμφύλιος), στα τέλη του ’60 με την επιβολή της Χούντας των Συνταγματαρχών και στα τέλη της δεκαετίας του ’80 με τις τολμηρές πολιτικές του επιλογές. Βρίσκει ποιήματα όπως την περίφημη «Μαργαρίτα», το «Απρίλη μου» από το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» το 1961, το «Χτύπα-χτύπα» του 1947 όπου περιγράφει σκηνές της εξορίας ή το «Θάλασσες μας ζώνουν». «Η ποίηση υπήρξε καταφύγιο και απόδρασή μου από τους φορτισμένους καιρούς. Καιρούς δύσκολους και σύνθετους, που πολλές φορές έκρυβαν και ψευδαισθήσεις», αναφέρει.
Φλωράκης, Ρίτσος, Θεοδωράκης
«Οχι κομμουνισμός. ΕΑΜιτισμός»
Ο ίδιος πάντως δεν πιστεύει πως έζησε ένα ψέμα. Θεωρεί τη διαδρομή του αυθεντική. Εναν δρόμο με δυσκολίες αλλά και με μεγάλη αλήθεια. Ούτε αποστρέφεται την Αριστερά. Με τον χρόνο, όμως, βλέπει τα πράγματα από ένα διαφορετικό μα και ταυτόχρονα ίδιο πρίσμα. Οσο και αν εσχάτως εξελίσσεται στην ιστοριογραφία ένα αναθεωρητικό κίνημα ως προς την ανάγνωση του εμφυλίου πολέμου και της στάσης του τότε ΚΚΕ, στο ερώτημά μας αν θα ήταν καλύτερα τα πράγματα εφόσον ο Δημοκρατικός Στρατός κέρδιζε και στο κατά πόσο ο ίδιος βρέθηκε τελικά στη σωστή πλευρά της ιστορίας λόγω της μετέπειτα πτώσης του υπαρκτού σοσιαλισμού, απαντά: «Το ΚΚΕ το γνώρισα μέσα από το εκτυφλωτικό φως του ΕΑΜ. Επομένως η απάντησή μου είναι θετική για την περίπτωση που επικρατούσε το ΕΑΜ με το ΚΚΕ σε ρόλο μπροστάρη. Οχι κομμουνισμός αλλά ΕΑΜιτισμός! Το ΕΑΜ μπορούσε και όφειλε να πάρει την εξουσία τον Οκτώβρη του 1944. Δυστυχώς το ματαίωσε αυτό η φράξια Σιάντου που αποδείχθηκε στην πράξη όργανο των Αγγλων. Ξέρω ότι δεν έχει αποτιμηθεί η πραγματική αξία και ο ιστορικός ρόλος του ΕΑΜ, αλλά στην πραγματικότητα είχαμε τη γένεση μιας νέας ιδεολογίας που μας ηλέκτρισε όλους και μας οδήγησε σε πράξεις με πρωτοφανή εσωτερική δύναμη».
Στον Εμφύλιο η ποίηση Θεοδωράκη γίνεται πιο μαχητική. Περισσότερο πολιτική. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή της εξορίας στην Ικαρία στο ποίημα «Το σπίτι με τους Σκορπιούς» το 1947. Ακόμα και στα πιο μαύρα χρόνια του όμως ο κορυφαίος δημιουργός αφήνει το όνειρο να τον κατευθύνει και γράφει: «Νομίζεις πως προεκτείνεσαι διαρκώς προς τα εμπρός ενώ τα ίχνη σου μπλέκονται με τις ρίζες των θάμνων που σε περικυκλώνουν με θανάσιμη χαρά. Θα έρθει και για σένα η όμορφη εποχή». «Ο εσωτερικός λόγος που με ώθησε στην ανοχύρωτη από τη μουσική αυτή έκφραση – όπως γράφει στον πρόλογο του βιβλίου η Ιουλίτα Ηλιοπούλου-, στην ποίηση ήταν η αποκάλυψη του ίδιου του μεγαλείου της ποίησης. Γνώρισα την ποίηση όλων. Ως προς τις επιρροές μου, μπορώ να σας πω ότι θαυμάζω τον Καβάφη και αγαπώ τον Καρυωτάκη».
«Ψυχικά το παρόν μού είναι αδιάφορο…»
– Υπάρχει κάτι που να σας «μαγεύει και να σας μεθά» (όπως είναι ο τίτλος της ανθολογίας των ποιημάτων σας) στην Ελλάδα του 21ου αιώνα; Στην Ελλάδα του 2019; Εχοντας ζήσει μια ζωή γεμάτη, υπάρχει κάτι που να σας δονεί, κάτι που να σας κινητοποιεί στον μέγιστο βαθμό;
«Σήμερα όχι. Ζω με τις αναμνήσεις μου».
– Το έργο σας διέπεται από μαχητικότητα. Από διάθεση λυρικά αγωνιστική. Από μια εγρήγορση κοινωνική, πολιτική, ερωτική. Αφορά αυτή η θεματική την πατρίδα μας σήμερα ή «τώρα πεθαίνουν τα λουλούδια» όπως γράφετε; Το «παν θα τελειώσει» ή η Ελλάδα θα βρει τον δρόμο της;
«Το έργο μου είναι ο εαυτός μου. Ψυχικά το παρόν μού είναι αδιάφορο. Οσο για το μέλλον, δεν μου επιτρέπεται διά να ομιλώ».
– Γράφετε «είναι πάρα πολύ ωραία όταν έχεις ανοιχτεί πια πολύ από τη στεριά». Στη ζωή σας ανοιχτήκατε σε θάλασσες περιπετειών και προκλήσεων. Ξεμακρύνατε από τη βολή της στεριάς και προτιμήσατε τα κύματα. Φόβο για τις τρικυμίες όμως νιώσατε; Ο φόβος τι ρόλο παίζει στη ζωή σας;
«Φοβήθηκα τον “άλλο”. Σήμερα, κλινήρης, έπαψα να φοβάμαι».