«Η προκαταρκτική συμφωνία Κράτους και Εκκλησίας που ανακοινώθηκε από τον πρωθυπουργό και τον αρχιεπίσκοπο, έχει ένα κατ’ αρχήν θετικό στοιχείο. Δίνει το έναυσμα ενός δημόσιου διαλόγου, που είναι απαραίτητος προκειμένου να αποσαφηνιστούν τα συζητούμενα θέματα και να φτάσουμε στην διατύπωση των νόμων και των τελικών ρυθμίσεων που θα υλοποιούν την αρχική συμφωνία. Πρόκειται, για έναν διάλογο, το ίδιο απαραίτητο με αυτόν για τη συνταγματική αναθεώρηση, που θυμίζω ότι από αλλού ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2016 κι αλλού κατέληξε σε πλείστα όσα σημεία της σήμερα», τονίζει σε σημερινό άρθρο του στην «Εφημερίδα των συντακτών» ο βουλευτής και πρώην υπουργός Παιδείας Νίκος Φίλης.
Για να τονίσει οτι «Οι νέες σχέσεις Πολιτείας-Εκκλησίας που, πλέον, όλοι αποδέχονται ότι πρέπει επιτέλους να διαμορφωθούν σε διαφορετική βάση, ξεπερνώντας ιστορικές αδράνειες δεκαετιών, δεν θα προκύψουν “ως εκ θαύματος”. Θα πρέπει –ειδικά στην οικονομική τους παράμετρο- να βασίζονται στο σταθερό θεμέλιο ενός σοβαρού σχεδιασμού με έγκυρα και τεκμηριωμένα στοιχεία και όχι στο σαθρό έδαφος των αβάσιμων ισχυρισμών και της από άμβωνος αλήθειας. Είδαμε που οδήγησαν τα greek statistics, δεν θα πάμε τώρα στα church statistics, επειδή έτσι θέλουν κάποιοι εθισμένοι για δεκαετίες στην αυθαιρεσία και στις ιδιοτέλειες. Για την υπεράσπιση του δημόσιου συμφέροντος χρειάζεται πολιτικό σχέδιο, σκληρή προσπάθεια και συνεχής δημοκρατική εγρήγορση. Το δημοκρατικό, κοσμικό κράτος που είναι συνταγματική επιταγή, θεμελιώνεται στη λαϊκή κυριαρχία, δεν υποτάσσεται και δεν αποκαλύπτεται μπροστά σε καμιά άλλη εξουσία.
Σε ό, τι αφορά στα οικονομικά ζητήματα, ο κ. Φίλης υπογραμμίζει οτι «πρέπει να τονιστεί εξαρχής ότι είναι καταφανώς προβληματικό το σημείο εκείνο της συμφωνίας που εμφανίζει το Κράτος να αποδέχεται ότι οφείλει στην Εκκλησία, έναντι της περιουσίας που αυτή κατά καιρούς “παραχώρησε” στην Πολιτεία. Αυτή η διατύπωση, που αλλάζει τη θέση που επί δεκαετίες υποστήριζαν οι ελληνικές κυβερνήσεις στο διάλογό τους με την Εκκλησία, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή αβασάνιστα. Όταν, μάλιστα, τα μέχρι τώρα διαθέσιμα στοιχεία (όπως αυτά που έχει δημοσιεύσει ο καθηγητής Κτιστάκις) επιβεβαιώνουν πως είναι εντελώς ανυπόστατος ο ισχυρισμός ότι υφίστανται οφειλές του κράτους προς την εκκλησία. Μόνο επί τη βάσει αδιαμφισβήτητων τεκμηρίων και έγκυρων μελετών πιστοποιημένων από τα αρμόδια κρατικά όργανα (Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, Τράπεζα της Ελλάδας, Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, ΕΛΣΤΑΤ κλπ), μπορεί να συναχθεί ένα τέτοιο συμπέρασμα, όλα τα άλλα είναι αέρας κοπανιστός με άρωμα λιβάνι. Το ερώτημα είναι απολύτως σαφές: Έστω, ότι προς στιγμήν δεχόμαστε την άποψη της Εκκλησίας ότι το κράτος τής οφείλει. Μάλιστα! Ποιο είναι το οφειλόμενο ποσό; Έχουν συνυπολογιστεί οι επί δεκαετίες καταβολές του κρατικού προϋπολογισμού για τη μισθοδοσία του κλήρου; Πότε και ποια δημόσια αρχή το υπολόγισε; Kαι για πόσο χρόνο θα ξεπληρώνεται αυτό το υποτιθέμενο χρέος; Εις τον αιώνα τον άπαντα; Σημειώνω, ότι στη Γερμανία (με είκοσι δύο φορές μεγαλύτερο ΑΕΠ από την Ελλάδα!), το κράτος δίνει από κοινού στην Καθολική και στην Προτεσταντική Εκκλησία μόλις 480 εκατομμύρια, ενώ, εμείς πάνω από 200 εκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Πρέπει να επισημανθεί ακόμη ότι ένα ουδετερόθρησκο κράτος οφείλει να επιχορηγεί όλες τις γνωστές θρησκείες με βάση τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας. Αυτή η υποχρέωση είναι συνταγματική και δεν προκύπτει ως αντιπαροχή για το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας. Γι’ αυτό το ύψος της επιδότησης και η διάρκειά της, καθώς και ο αριθμός των οργανικών θέσεων των ιερέων είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης, αν, μάλιστα, αναλογιστούμε ότι οι νοσοκομειακοί γιατροί το 2016 ήταν 8000, έναντι 10000 ιερέων».
πηγή: protothema.gr