Μια κυβέρνηση της ΝΔ έχει τη δυνατότητα, δεδομένης της φιλικότερης ατζέντας προς τις επιχειρήσεις, να παράσχει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις και την τόνωση της εμπιστοσύνης σε μια οικονομία που έχει σημαντικό χώρο να αναπτυχθεί σε σταθερή βάση (με ρυθμό άνω του 3%) για αρκετά χρόνια, αναφέρει η JP Morgan σε νέα έκθεσή της.
Κατά τη διάρκεια της εκλογικής εκστρατείας, σημειώνει η επενδυτική τράπεζα, ο ηγέτης της ΝΔ Κυριάκος Μητσοτάκης επικεντρώθηκε στις φορολογικές μεταρρυθμίσεις, με στόχο τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης παραγωγικών παραγόντων (εργασία και κεφάλαιο), μείωση της γραφειοκρατίας, βελτίωση της αποτελεσματικότητας της δικαστικής εξουσίας και προσέλκυση ξένου κεφαλαίου.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα το πρώτο σημαντικό εμπόδιο για την κυβέρνηση θα είναι να εκπονήσει μια δημοσιονομική στρατηγική που να αντιμετωπίζει την απώλεια των δημοσιονομικών στόχων λόγω της πολιτικής παροχών που ακολούθησε η απερχόμενη κυβέρνηση Τσίπρα σε μια προσπάθεια να αποκαταστήσει το χαμένο έδαφος στις δημοσκοπήσεις.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, το πρωτογενές πλεόνασμα ενδεχομένως να είναι στην περιοχή του 2,5%-3% το 2019, ενώ ο στόχος είναι στο 3,5% έως το 2022.
Ωστόσο, η JP Morgan εκτιμά ότι η νέα κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να πετύχει μια καλύτερη συμφωνία με τη νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε κάπως λιγότερο φιλόδοξους δημοσιονομικούς στόχους, ειδικά εάν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις υλοποιούνται, επιτυγχάνοντας ενίσχυση της ανάπτυξης.
Όπως εκτιμά η JPMorgan, το βελτιωμένο δημοσιονομικό περιβάλλον σε συνδυασμό με τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα μπορεί να επιτρέψει στη διαμόρφωση μιας μεσοπρόθεσμης στρατηγικής που δίνει έμφαση στην ανάπτυξη πέρα από τη δημοσιονομική πειθαρχία.
Σημειώνεται εδώ ότι η επιβάρυνση εξυπηρέτησης του χρέους κατά τα επόμενα 5-10 χρόνια είναι πολύ χαμηλή, με τις εκτιμήσεις να μην είναι τόσο επιβαρυντικές σε σχέση με τα υπερμεγέθη στοιχεία του δείκτη δημόσιου χρέους, ο οποίος είναι σχεδόν στο 175% του ΑΕΠ.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι ανάγκες χρηματοδότησης της Ελλάδας είναι μόνο στο 8% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο για χρονικό ορίζοντα 10 ετών, σε αντίθεση με εκείνες της Ιταλίας και της Ισπανίας που είναι περίπου 23% και 16% αντίστοιχα.