Εντυπωσιακή σταθερότητα, η οποία από ορισμένους αναλυτές εκτιμάται ως «ισχυρή ένδειξη επιστροφής στην κανονικότητα», αποτυπώνουν σχεδόν όλες ανεξαιρέτως οι μετρήσεις για τις διαθέσεις του εκλογικού σώματος που έγιναν στο μεσοδιάστημα από την ευρωκάλπη της 26ης Μαΐου έως την παραμονή της βουλευτικής κάλπης που στήνεται αυτή την Κυριακή.
Από τα ευρήματα των δεκάδων μετρήσεων που διεξήχθησαν στη διάρκεια των έξι εβδομάδων δεν προκύπτουν ουσιώδεις μεταβολές στην εκλογική συμπεριφορά των πολιτών, αν εξαιρέσει κανείς την παραδοσιακά μεγαλύτερη διασπορά ψήφου που καταγράφεται στις ευρωεκλογές λόγω και της συμμετοχής περισσότερων σχηματισμών στην εκλογική διαδικασία.
Παρά ταύτα, το γεγονός ότι είναι η πρώτη φορά στα εκλογικά χρονικά της χώρας που οι ψηφοφόροι καλούνται στις κάλπες εντός του Ιουλίου, δεν επιτρέπει στους αναλυτές των δημοσκοπήσεων, οι οποίοι επιβεβαιώθηκαν σε σημαντικό βαθμό κατά τις πρόσφατες ευρωκάλπες, να μιλήσουν με βεβαιότητα για το μεγάλο ζητούμενο αυτής της αναμέτρησης, που είναι το εύρος της αυτοδυναμίας που, όπως όλα δείχνουν, εκτός εξαιρετικού απροόπτου, θα κατακτήσει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Η συμμετοχή των ψηφοφόρων, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που γίνονται με βάση τις απαντήσεις στα σχετικά ερωτήματα των δημοσκόπων, δεν φαίνεται ότι θα υποστεί σημαντική μείωση, ωστόσο το μεγάλο ζητούμενο από το οποίο θα κριθούν οι κρίσιμες λεπτομέρειες της εκλογικής αναμέτρησης φαίνεται να είναι η σύνθεση εκείνων που δεν θα θελήσουν να αφήσουν την παραλία για να πάνε να ψηφίσουν.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η γενική εικόνα των μετρήσεων, τις οποίες συγκέντρωσε και παραθέτει το «ΘΕΜΑ», συνοψίζεται στη βεβαιότητα ότι η Νέα Δημοκρατία θα κόψει πρώτη το νήμα της κάλπης και με προβάδισμα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ που θα είναι σίγουρα διψήφιο. Σε εννέα διαφορετικές δημοσκοπήσεις που έγιναν από ισάριθμες εταιρείες μετρήσεων, ο μέσος όρος επιδόσεων της Νέας Δημοκρατίας στην εκτίμηση ψήφου ήταν στο 35,18% και του ΣΥΡΙΖΑ στο 25,12%.
Με δεδομένο ότι το ποσοστό των αναποφάσιστων υπολογίζεται μεσοσταθμικά περί το 11%, είναι πολύ πιθανό και τα δύο μεγαλύτερα κόμματα να κινηθούν ανοδικά σε σχέση με τη δύναμη που είχαν στις ευρωεκλογές. Δεδομένου, ωστόσο, ότι, αφενός, διαθέτει τον αέρα του νικητή και, αφετέρου, ότι έχει ήδη μεγαλύτερες εισροές από ψηφοφόρους που έκαναν άλλες επιλογές στην ευρωκάλπη, η Νέα Δημοκρατία εκτιμάται ότι θα κινηθεί προς το 40%, ποσοστό με το οποίο μπορεί να κλειδώσει την αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία που διεκδικεί με αξιώσεις.
Οριακά ανοδική τάση εμφανίζει και ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος δείχνει να κινείται ελαφρώς ψηλότερα από το ποσοστό το οποίο απέσπασε στις ευρωκάλπες της 26ης Μαΐου (23,75%). Ορισμένοι αναλυτές, ωστόσο, είναι επιφυλακτικοί για την τελική επίδοση που θα έχει η απερχόμενη κυβέρνηση στην κάλπη της Κυριακής, καθώς εκτιμούν ότι η προεξόφληση της ήττας μπορεί να κρατήσει μακριά από την κάλπη ψηφοφόρους οι οποίοι είχαν ψηφίσει με την πεποίθηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα παρέμενε στη διακυβέρνηση.
Χαρακτηριστικό είναι εξάλλου ότι η προτίμηση που δείχνουν οι ψηφοφόροι άλλων κομμάτων προς μια κυβέρνηση της Ν.Δ. υπερέχει σαφώς από την προτίμηση σε μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Ειδικότερα, σε ποσοστό άνω του 50% ανέρχονται όσοι επιθυμούν να συγκροτηθεί κυβέρνηση της Ν.Δ., είτε μονοκομματική είτε σε συνεργασία με άλλα κόμματα. Το αντίστοιχο ποσοστό υπέρ μιας κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ δεν υπερβαίνει το 29%.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως προς αυτό παρουσιάζει ότι και μεταξύ των αναποφάσιστων ψηφοφόρων η πλειονότητα δηλώνει ότι επιθυμεί κυβέρνηση με κορμό τη Ν.Δ., σε ποσοστά υπερδιπλάσια εκείνων που κλίνουν προς μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν περνάει επίσης απαρατήρητη και η σταθερή προτίμηση που έχουν οι πολίτες στο πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη, προτίμηση που κάθε άλλο παρά κάμφθηκε από τις προσωπικές επιθέσεις που εξαπέλυσε εναντίον του ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας.
Αναλυτικότερα, από την ενδελεχή μελέτη των δημοσκοπήσεων οι εκλογικοί αναλυτές καταλήγουν στα εξής τρία δεδομένα:
■ Πρώτον: Η υπεροχή του Κυριάκου Μητσοτάκη και η πρωτιά της Νέας Δημοκρατίας είναι αδιαμφισβήτητες. Λίγο ως πολύ, μάλιστα, αναγνωρίστηκαν και από τα στελέχη της απερχόμενης κυβέρνησης, τα οποία, όταν δεν έδειχναν διάθεση να πετάξουν λευκή πετσέτα στο τερέν, κατέβαλλαν απεγνωσμένες προσπάθειες περισσότερο για να αποτρέψουν τη γαλάζια αυτοδυναμία παρά για να γυρίσει το παιχνίδι, όπως έλεγε η φρασεολογία του Αλέξη Τσίπρα. Η επιχειρηματολογία του, άλλωστε, κατέτεινε κυρίως προς την κινδυνολογία για όσα, κατ’ αυτόν, θα φέρει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, παρά να πειστούν οι πολίτες για το δικό του σχέδιο.
■ Δεύτερον: Οι δύο μεγαλύτεροι σχηματισμοί, δηλαδή η Νέα Δημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ, φαίνεται να ενισχύουν έτι περαιτέρω τις επιδόσεις τους. Καταρχάς, επειδή διατηρούν υψηλά ποσοστά συσπείρωσης των ψηφοφόρων που τους επέλεξαν στις πρόσφατες ευρωεκλογές, συγκρατώντας το 90% με 92% εξ αυτών. Αλλά και διότι ενισχύονται επειδή έχουν μικρότερες ή μεγαλύτερες εισροές ψηφοφόρων από όμορους χώρους. Είναι ενισχύσεις οι οποίες προέρχονται κατά βάση από τη μεγάλη δεξαμενή του 21% που συγκέντρωσαν στις ευρωεκλογές τα μικρότερα κόμματα, αρκετά εκ των οποίων δεν συμμετέχουν σε αυτή την αναμέτρηση.
■ Τρίτον: Η σύνθεση της επόμενης Βουλής δεν μπορεί να θεωρηθεί προδιαγεγραμμένη, καθώς μόνο για τέσσερα κόμματα -τη Ν.Δ., τον ΣΥΡΙΖΑ, το Κίνημα Αλλαγής και το ΚΚΕ- υπάρχει βεβαιότητα ότι θα εκλέξουν βουλευτές. Πέραν αυτών, άλλοι τρεις σχηματισμοί -η Χρυσή Αυγή και η Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου, που κατάφεραν τον περασμένο μήνα να πετύχουν τον στόχο της εκπροσώπησής τους στην Ευρωβουλή, καθώς και το ΜέΡΑ25 του Γιάνη Βαρουφάκη, που έμεινε εκτός για μόλις… 54 ψήφους- μάχονται για να υπερβούν το πλαφόν του 3% που θα τους επιτρέψει να καταλάβουν έδρανα στην προσεχή κοινοβουλευτική περίοδο.
Οι νέοι κρίνουν την πολιτική σταθερότητα
Με ποσοστό της τάξης του 39%, που, όπως δείχνουν οι μετρήσεις, είναι σφόδρα πιθανό να κατακτήσει η Ν.Δ., το εύρος της γαλάζιας αυτοδυναμίας θα εξαρτηθεί από τα κόμματα που θα υπερβούν το 3% και θα μπουν στη Βουλή. Σε μια τέτοια περίπτωση, τα τέσσερα πιθανά σενάρια είναι τα εξής:
• Με επτακομματική Βουλή, η νικήτρια των εκλογών γαλάζια παράταξη θα έχει 155 βουλευτές.
• Με εξακομματική Βουλή, οι βουλευτές που θα απαρτίζουν την πλειοψηφία θα φτάσουν τους 158.
• Με πεντακομματική Βουλή, ο επόμενος πρωθυπουργός θα έχει λυμένα τα χέρια, αφού η κυβέρνηση την οποία θα σχηματίσει θα στηρίζεται σε 162 βουλευτές.
• Με τετρακομματική, τέλος, κοινοβουλευτική σύνθεση, το πρώτο κόμμα, έχοντας το ίδιο ακριβώς ποσοστό, θα διαθέτει πλειοψηφία 166 εδρών.
Γίνεται σαφές, λοιπόν, από τα προαναφερθέντα σενάρια ότι το κλειδί για την οριακή ή άνετη κοινοβουλευτική αυτοδυναμία της επόμενης κυβέρνησης βρίσκεται στο αθροιστικό ποσοστό που θα συγκεντρώσουν τα κόμματα που θα μείνουν εκτός Βουλής. Και σε πραγματικούς όρους αν θα καταφέρουν να πάρουν το εισιτήριο της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης η Χρυσή Αυγή, ο Γιάνης Βαρουφάκης και ο Κυριάκος Βελόπουλος.
Την τελευταία εβδομάδα και οι τρεις αυτοί κινούνταν στο μεταίχμιο της εισόδου, με τις υψηλότερες πιθανότητες να έχει η Ελληνική Λύση. Σε ό,τι αφορά τους άλλους δύο, δηλαδή τη Χρυσή Αυγή και το ΜέΡΑ25, έγκυροι αναλυτές που έχουν εντρυφήσει στα ενδότερα των μετρήσεων εκτιμούν ότι ρυθμιστικό ρόλο στην επιτυχία ή στην αποτυχία τους θα έχει ένα κοινό το οποίο, από διαφορετική αφετηρία, εφόσον πάει στην κάλπη, κινείται στη ρότα της αντισυστημικής συμπεριφοράς.
Ο λόγος είναι για τους νέους άνδρες μεταξύ 17 και 35 ετών που αποτελούν μια ηλικιακή κατηγορία στην οποία οι σχηματισμοί του Νίκου Μιχαλολιάκου και του Γιάνη Βαρουφάκη έχουν μεγαλύτερη διείσδυση από την επιρροή τους στο σύνολο του εκλογικού σώματος. Είναι ταυτόχρονα, υποστηρίζουν οι ειδικοί, και μια πληθυσμιακή ομάδα με χαμηλή βεβαιότητα ψήφου που κανείς δεν μπορεί να προδικάσει αν θα αγνοήσουν την εκλογική διαδικασία και θα προτιμήσουν να πάνε στην παραλία.
Γι’ αυτό και, όπως επισημαίνουν έγκυροι αναλυτές, η προσοχή των εκλογολόγων, που θα ετοιμάζουν το exit pοll της κάλπης, θα είναι κατά βάση στραμμένη στους νέους που εκτιμάται ότι θα αποτελέσουν τον βασικό ρυθμιστικό παράγοντα για την κυβερνητική σταθερότητα του επόμενου διαστήματος.
πηγή: protothema.gr