Τα ιστορικά παραλειπόμενα σύμφωνα με τα οποία οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι κατά την περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ πήγαιναν σε συναντήσεις με Ευρωπαίους ηγέτες χωρίς φακέλους, τους οποίους ακόμη και όταν με καθοδήγηση από τις Βρυξέλλες προετοίμαζαν, συνήθως ξεχνούσαν να τους πάρουν μαζί τους, είναι ένα από τα αγαπημένα ανέκδοτα των συνεργατών του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη.
Για το σημερινό επιτελείο του Μαξίμου είναι αδιανόητο να εμφανιστεί κάποιος συνεργάτης σε σύσκεψη με… τα χέρια στις τσέπες, όπως ήταν το στερεότυπο που καθιερώθηκε τα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ, περίοδο κατά την οποία τα κυβερνητικά στελέχη του αισθάνονταν ότι ήταν τόσο σκληροί διαπραγματευτές που ουδείς θα αρνούνταν να ικανοποιήσει τις αυταπάτες τους. Και ως εκ τούτου δεν χρειαζόταν να έχουν κάνει την παραμικρή προετοιμασία.
Τα αποτελέσματα εκείνης της τακτικής είναι γνωστά σε όλους. Και όπως συνηθίζει να επισημαίνει ο κ. Μητσοτάκης, αποτελούν το απόλυτο αντιπαράδειγμα, το οποίο κόστισε ακριβά στη χώρα τόσο κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015 όσο και στη συνέχεια που η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ υπέγραφε τα πάντα, δεν αναλάμβανε την «ιδιοκτησία του προγράμματος» που συνομολογούσε με τους εταίρους και δανειστές.
Ο πρωθυπουργός από την πρώτη στιγμή που εγκαταστάθηκε στο Μαξίμου θεώρησε, όπως λένε από το περιβάλλον του, απόλυτη προτεραιότητά του να αλλάξει άρδην την εικόνα που είχε διεθνώς η χώρα με στόχο να ανακτήσει κύρος και αξιοπιστία. Και αυτό είναι που επιδιώκει να κάνει πράξη με τον κύκλο των διεθνών επαφών που ξεκίνησε, επισκεπτόμενος διαδοχικά το Παρίσι και το Βερολίνο για να πάρουν αμέσως σειρά η Χάγη, η Νέα Υόρκη και η Σαγκάη.
Η ατζέντα
«Είναι καιρός από τη διπλωματία της επαιτείας να περάσουμε στη διπλωματία της αξιοκρατίας», είναι η φράση που χρησιμοποιούν επιτελείς του Μαξίμου για να περιγράψουν τη νέα διπλωματική στρατηγική που έχουν χαράξει. Σε αυτό το πλαίσιο, ο κ. Μητσοτάκης και οι συνεργάτες του πήγαν στις υψηλού επιπέδου συναντήσεις που πραγματοποίησαν απολύτως προετοιμασμένοι και με έτοιμους φακέλους για όλα τα θέματα της εν πολλοίς προσυνεννοημένης ατζέντας των τετ α τετ με τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν και τη Γερμανίδα καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ.
Κυβερνητικές πηγές αποδίδουν, εξάλλου, τη θέρμη με την οποία υποδέχθηκε τον Ελληνα πρωθυπουργό η καγκελάριος σε αυτήν ακριβώς την καλή προετοιμασία που είχε γίνει εν όψει της συνάντησης. Τα θέματα ήταν γνωστά και προσυνεννοημένα (οικονομία, Μεταναστευτικό, επενδύσεις στον τομέα της ενέργειας), αλλά η ελληνική πλευρά προσήλθε απολύτως οργανωμένη και με σαφείς και ξεκάθαρες θέσεις για όλα.
«Δεν πήγαμε στο Βερολίνο για να κάνουμε τους έξυπνους, ούτε να πουλήσουμε πνεύμα για να κάνουμε εντύπωση», έλεγε συνεργάτης του πρωθυπουργού. Επισήμαινε ότι ο κ. Μητσοτάκης είναι -μετά τον Γιώργο Παπανδρέου, τον Λουκά Παπαδήμο, τον Αντώνη Σαμαρά και τον Αλέξη Τσίπρα- ο πέμπτος Ελληνας πρωθυπουργός που συναντά η κυρία Μέρκελ, η οποία «έχει όσο κανένας άλλος ξένος ηγέτης γνώση της κατάστασης της Ελλάδας τόσο στο οικονομικό πεδίο όσο και στο Μεταναστευτικό».
Το σχέδιο για μείωση των πλεονασμάτων
Η καγκελάριος, υποστηρίζουν πηγές που έχουν γνώση των όσων διημείφθησαν στη συνάντηση του Βερολίνου, δεν έκρυψε την ευαρέσκειά της που αυτή τη φορά είχε μπροστά της έναν νεοεκλεγμένο πρωθυπουργό, ο οποίος «δεν την επισκέφθηκε για να υποβάλει κατάλογο αιτημάτων, αλλά για να υπογραμμίσει ότι επιδίωξή του είναι να αλλάξει το στερεότυπο του επαίτη που έχει για τη χώρα του στο μυαλό της μια μεγάλη μερίδα της πολιτικής τάξης αλλά και της κοινής γνώμης της Γερμανίας».
Αυτός, εξηγούν, ήταν και ο λόγος για τον οποίο ο Κυριάκος Μητσοτάκης απηύθυνε ένα μέρος των δηλώσεών του στα γερμανικά. Και το έκανε για να στείλει το μήνυμα ότι η δεκαετής κρίση στην Ελλάδα φτάνει στο τέλος της και είναι ώρα να γίνουν επενδύσεις στη χώρα μας, η οποία έχει πλέον πολιτική και οικονομική σταθερότητα και έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη των διεθνών αγορών.
Η Ανγκελα Μέρκελ συνηγόρησε σχεδόν με κάθε τρόπο στο αισιόδοξο αφήγημα του Κυριάκου Μητσοτάκη, επαινώντας τις αλλαγές στις οποίες προχώρησε στις μόλις 50 ημέρες που βρίσκεται στη διακυβέρνηση. Η επισήμανσή της, άλλωστε, ότι η βελτίωση στο θέμα του οικονομικού κλίματος είναι «κατά 50% ζήτημα ψυχολογίας» ήταν χαρακτηριστική της θετικής προαίρεσής της στο σχέδιο των μεταρρυθμίσεων που της παρουσίασε η ελληνική πλευρά.
Τα πλεονασμάτα
Είχε προηγηθεί η διαβεβαίωση του πρωθυπουργού ότι οι μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες «θα γίνουν από εμάς, γιατί αφορούν πρωτίστως εμάς». Η Γερμανίδα καγκελάριος μόλις το άκουσε αυτό συγκατάνευσε με έκδηλη ικανοποίηση στο πρόσωπό της.
Στη διαμόρφωση του θετικού κλίματος που επικράτησε στη συνάντηση του Βερολίνου, πάντως, συνέβαλε και η διπλωματική στρατηγική που ακολούθησε η ελληνική αντιπροσωπεία αποφεύγοντας να κάνει δημόσιο θόρυβο για την «εδώ και τώρα» μείωση του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα που συμφώνησε η προηγούμενη κυβέρνηση.
Ο κ. Μητσοτάκης ήξερε, υποστηρίζουν συνεργάτες τους, ποια θα ήταν η απάντηση της καγκελάριου αν ετίθετο τέτοιο ζήτημα δημοσίως. Η κυρία Μέρκελ δεν θα έκανε τίποτα περισσότερο ή τίποτα λιγότερο από το να τον παραπέμψει στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Κάτι που ενδεχομένως να εκλαμβανόταν ως δισταγμός ή και αρνητική απάντηση του Βερολίνου.
Υπό αυτό το πρίσμα, παρότι, όπως πληροφορείται το «ΘΕΜΑ», τόσο το ζήτημα των πρωτογενών πλεονασμάτων όσο και το συναφές της επιστροφής κερδών που είχαν οι κεντρικές τράπεζες από τα ελληνικά ομόλογα, τέθηκαν στο τραπέζι των συζητήσεων -ακροθιγώς με την καγκελάριο, λίγο περισσότερο με τον υπουργό Οικονομικών Ολαφ Σολτς-, οι δύο πλευρές δεν θέλησαν να ειπωθεί κάτι δημοσίως στην παρούσα φάση.
Οταν ο πρωθυπουργός πληροφορήθηκε για τις επικρίσεις της αντιπολίτευσης ότι εγκατέλειψε τον… στόχο της μείωσης των πλεονασμάτων, απάντησε δηκτικά λέγοντας ότι ο ίδιος δεν είναι υποχρεωμένος να κάνει «κωλοτούμπες» επειδή προεκλογικά έδωσε ανεφάρμοστες υποσχέσεις… Επανέλαβε με αυτή την ευκαιρία ότι ο στόχος θα τεθεί όταν αποκατασταθεί πλήρως η αξιοπιστία της χώρας διεθνώς.
Σύμφωνα με πληροφορίες, όταν δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες, τα επιχειρήματα που θα προβάλει η ελληνική κυβέρνηση είναι ότι το ύψος των πλεονασμάτων επιβλήθηκε λόγω του φόβου των εταίρων και δανειστών για τη βιωσιμότητα του χρέους και την πολιτική αστάθεια. Η σταθερότητα της νέας κυβέρνησης και η κατακόρυφη πτώση των επιτοκίων έχουν άρει και τους δύο λόγους, θεωρούν στην κυβέρνηση.
Η κυβέρνηση έχει αρχίσει μεθοδικά την προεργασία με την επιστολή που έστειλε στο Eurogroup ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας. Ο στόχος είναι από τα μέσα του επόμενου χρόνου να διεκδικηθεί η μείωση των πλεονασμάτων, αρχής γενομένης από το 2021.
Σύγκριση με Τσίπρα
Συγκρίνοντας την αντίστοιχη επίσκεψη που είχε κάνει στο Βερολίνο ο Αλέξης Τσίπρας, συνεργάτες του πρωθυπουργού υποστηρίζουν ότι «η διεθνής παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη σηματοδοτεί μια νέα εποχή όχι μόνο για τους Ελληνες -που τον εξέλεξαν- αλλά και για τους εταίρους της χώρας που τον καλωσορίζουν». «Τότε είχαμε την επίσκεψη της κωλοτούμπας, τώρα την επίσκεψη της αξιοπρέπειας», σχολιάζουν. Η βασική διαφορά ανάμεσα στις δύο επισκέψεις είναι, λένε, ότι ο κ. Τσίπρας άλλα έλεγε για τα βασικά ζητήματα πολιτικής προτού πάει στο Βερολίνο να συναντήσει την κυρία Μέρκελ και άλλα δίπλα στην καγκελάριο. Αντιθέτως, ο κ. Μητσοτάκης είπε ακριβώς τα ίδια δίπλα στην καγκελάριο με όσα έλεγε προεκλογικά.
Ο Ελληνας πρωθυπουργός είχε πάντα την ίδια στάση απέναντι στην κυρία Μέρκελ από τότε που βρισκόταν στην αντιπολίτευση. Σε αντίθεση με τον κ. Τσίπρα, ο οποίος σε ομιλία του στη Μυτιλήνη είχε εκφωνήσει την ιστορική πλέον ατάκα: «Go back κυρία Μέρκελ, Go back κύριε Σόιμπλε, Go back κυρίες και κύριοι της συντηρητικής νομενκλατούρας της Ευρώπης. Η Ελλάδα δεν είναι πειραματόζωο. Go back μαζί με την τρόικά σας, τους τοκογλύφους σας, τη σκληρότητά σας, την αλαζονεία σας».
Αλλά όλα αυτά, συνεχίζουν, τα ξέχασε στο πλευρό της κυρίας Μέρκελ σε μια kolotumba διεθνών διαστάσεων. Ακόμη και στο θέμα των πολεμικών επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου, που το είχε κάνει σημαία προεκλογικά, είπε ότι «είναι ένα ζήτημα πρωτίστως ηθικό». Η εμφάνισή του, επιμένουν σημερινοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι, ήταν εμφάνιση ενός «μετανοημένου». Δίχως σχέδιο για τη χώρα, δίχως ατζέντα που παραπέμπει σε εταίρους.
Πράσινη ανάπτυξη και πολιτική προστασία
Το ακριβώς αντίθετο έκανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Πήγε με συγκεκριμένη ατζέντα και σαφές χρονοδιάγραμμα υλοποίησής της. Αναφέρουν χαρακτηριστικά δύο σημαντικά οφέλη που αποκόμισε η χώρα μας στη συνάντηση του Βερολίνου, χάρη στην καλή προετοιμασία που έγινε.
-Το πρώτο είναι το γιγαντιαίο πρόγραμμα ύψους πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ για την πράσινη ανάπτυξη στη χώρα μας με τη συμμετοχή επενδυτών από τη Γερμανία και αλλού, το οποίο θα υλοποιηθεί σε βάθος δεκαετίας (2020-2030) και εφόσον τηρηθεί ο σχεδιασμός θα αποτελέσει τον μοχλό για τον αναπτυξιακό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας. Αν και σχετικές συζητήσεις είχαν γίνει και κατά το παρελθόν, αυτή τη φορά η ελληνική αντιπροσωπεία πήγε με συγκεκριμένο πλάνο, στοχεύοντας σε ένα κύμα επενδύσεων στους τομείς των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, της διαχείρισης απορριμμάτων και των δράσεων που είναι φιλικές προς το περιβάλλον, όπως η ηλεκτροκίνηση.
-Το δεύτερο είναι η άρση των επιφυλάξεων της Γερμανίας για την ενίσχυση του μηχανισμού πολιτικής προστασίας RescEU, ώστε να αποκτήσει τις μόνιμες και σταθερές δομές που χρειάζεται για να μπορεί να συνδράμει σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα. Ο πρωθυπουργός έθεσε το ζήτημα κατά τη συνάντησή του με τον Γάλλο πρόεδρο, ο οποίος από την αρχή ήταν θετικός στην ιδέα, αλλά και στη συνάντησή του με την καγκελάριο. Ο κ. Μητσοτάκης παρουσίασε σχετικά στοιχεία και επιχειρηματολόγησε επιμένοντας ότι απαιτούνται οικονομίες κλίμακας για να είναι πιο ελκυστική η παραγγελία πυροσβεστικών αεροπλάνων. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει σε εθνικό επίπεδο, αλλά μόνο σε ευρωπαϊκό μέσω της ενεργοποίησης της πρωτοβουλίας RescEU. Σε αυτή την κατεύθυνση, λένε ελληνικές πηγές, η γερμανική πλευρά, ενώ φερόταν αρνητική στην πρωτοβουλία, φαίνεται πλέον έτοιμη να ανταποκριθεί θετικά με στόχο να προχωρήσει άμεσα το ζήτημα αυτό.