Μετά το κλείσιμο της περιβόητης δεύτερης αξιολόγησης και στο μεσοδιάστημα μέχρι το άνοιγμα της τρίτης αξιολόγησης, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έχει μείνει μόνη με τον αυθεντικό και βαθιά πληγωμένο εαυτό της: τον ακραία συγκρουσιακό και διχαστικό, βασισμένο σε γκεμπελικά ψεύδη και χυδαίες συκοφαντίες, στην επινόηση και ανάδειξη εσωτερικών εχθρών, που άλλοτε είναι πρόσωπα πολιτικών αντιπάλων και άλλοτε ολόκληροι θεσμοί, με τελικό θύμα τον ίδιο τον πολιτικό και νομικό πολιτισμό της χώρας.
Αυτό τονίζει ο Ευ. Βενιζέλος σε άρθρο του στην εφημερίδα Παραπολιτικά.
Το πλήρες άρθρο του Ε. Βενιζέλου:
«Η κατά κράτος ήττα του μορφώματος ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής και η ανάληψη της ευθύνης για το μνημόνιο 3, το μνημόνιο 3+ μέχρι το 2022 και το διαρκές μνημόνιο μέχρι το 2060, δεν μπορεί να αντισταθμιστεί από ένα success story που δυστυχώς δεν θα έρθει, γιατί το παρεμποδίζει η ίδια η ύπαρξη της σημερινής κυβέρνησης. Ούτε από μια νέα αφήγηση για το χρέος, τα πρωτογενή πλεονάσματα και την έξοδο στις αγορές, γιατί όλοι πλέον βλέπουν μια κυβέρνηση που ηττάται συνέχεια σε σχέση με τους στόχους που θέτει, προσπαθώντας να ακολουθήσει με δραματική καθυστέρηση τις επιλογές της περιόδου 2010-2015.
Μετά συνεπώς το κλείσιμο της περιβόητης δεύτερης αξιολόγησης και στο μεσοδιάστημα μέχρι το άνοιγμα της τρίτης αξιολόγησης, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έχει μείνει μόνη με τον αυθεντικό και βαθιά πληγωμένο εαυτό της: τον ακραία συγκρουσιακό και διχαστικό, βασισμένο σε γκεμπελικά ψεύδη και χυδαίες συκοφαντίες, στην επινόηση και ανάδειξη εσωτερικών εχθρών, που άλλοτε είναι πρόσωπα πολιτικών αντιπάλων και άλλοτε ολόκληροι θεσμοί, με τελικό θύμα τον ίδιο τον πολιτικό και νομικό πολιτισμό της χώρας. Τους δημοκρατικούς θεσμούς και τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου.
Το αρχικό πολιτικό project της κυβέρνησης ήταν ο ασφυκτικός έλεγχος επί της Δικαιοσύνης με τη βοήθεια κύκλων του βαθέως κράτους που με κυνική άνεση μετακόμισαν από τον συντηρητικό χώρο στο χώρο της εθνικολαϊκιστικής συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, προσφέροντας τις υπηρεσίες και την τεχνογνωσία τους. Απέτυχαν όμως σε όλες τις εμβληματικές υποθέσεις που ανέδειξαν. Από την υπόθεση Γεωργίου / ΕΛΣΤΑΤ έως την υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών. Η ελληνική δικαιοσύνη άντεξε και για το λόγο αυτό αναγορεύθηκε σε θεσμικό εχθρό της κυβέρνησης, ισοπεδωτικά, με γενικεύσεις και ακραίους απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς μέτρο, χωρίς αίσθηση του τι σημαίνει διάκριση των εξουσιών και ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.
Το απώτερο πολιτικό σχέδιο της κυβέρνησης είναι όμως ο ευτελισμός του ίδιου του Συντάγματος μέσα από την καταστρατήγηση της αναθεωρητικής διαδικασίας που προβλέπεται αναλυτικά στο άρθρο 110 του Συντάγματος και προσδίδει σε αυτό τον αυστηρό του χαρακτήρα και τη νομική του υπεροχή σε σχέση με την κοινή νομοθεσία.
Το πρώτο βήμα ήταν η συγκρότηση μιας επιτροπής κοινωνικού διαλόγου για την αναθεώρηση με πρωτοβουλία της κυβέρνησης που είναι παντελώς αναρμόδια, καθώς η αναθεωρητική αρμοδιότητα ανήκει αποκλειστικά στη Βουλή. Ο «διάλογος» αυτός διεξάγεται με απολύτως αδιάφορη την κοινωνία, αποσπασματικά, υπεραπλουστευτικά, με γενικόλογες ερωτήσεις που ζητούν μονολεκτικές και ασύνδετες απαντήσεις σε ζητήματα με τεράστιο ιστορικό και πολιτειακό βάθος. Χωρίς κανένα έλεγχο της λογικής και θεσμικής συνοχής των επιμέρους προτάσεων ή παρατηρήσεων.
Αυτή η διαδικασία δοκιμάζει και προετοιμάζει το επόμενο βήμα του συνταγματικού λαϊκισμού που είναι η πιο επικίνδυνη μορφή λαϊκισμού: το σενάριο του συνταγματικού δημοψηφίσματος που υπό οποιαδήποτε εκδοχή του αντιβαίνει ευθέως στα άρθρα 110 και 44 παρ 2 του Συντάγματος. Το άρθρο 110 θεσπίζει την αποκλειστική διαδικασία αναθεώρησης, αναθέτει την αναθεωρητική αρμοδιότητα στη Βουλή και προβλέπει τη συμμετοχή του εκλογικού σώματος στην αναθεωρητική διαδικασία με τις εκλογές που παρεμβάλλονται μεταξύ των δυο Βουλών που επιλαμβάνονται της αναθεώρησης. Οι πολίτες μετέχουν στην αναθεώρηση αναδεικνύοντας τα μέλη της αναθεωρητικής Βουλής και όχι απαντώντας μονολεκτικά σε ερωτήματα που αποσιωπούν τις πολύπλοκες πτυχές των θεμάτων και τις αντιφάσεις που μπορούν να προκύψουν όταν κάθε λέξη, ακόμη και κάθε σημείο στίξης μπορεί να έχει καταλυτική σημασία.
Το άρθρο 44 παρ 2 προβλέπει δυο τύπους δημοψηφίσματος. Πρώτον, το νομοθετικό που ως τέτοιο δεν είναι συνταγματικό, ακριβώς γιατί αφορά μόνο ψηφισμένα νομοσχέδια και προτάσεις νόμων δηλαδή την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας, σε αντιδιαστολή προς την αναθεωρητική εξουσία ( δευτερογενής συντακτική εξουσία) που ασκείται κατά τα προβλεπόμενα αποκλειστικά στο άρθρο 110. Δεύτερον, το δημοψήφισμα για κρίσιμο εθνικό θέμα, που είναι νομοσχέδιο χάραξης πολιτικής και όχι θέσπισης κανόνων δικαίου με πρώτιστο και υπερέχοντα κανόνα δικαίου το ίδιο το Σύνταγμα που αναθεωρείται σύμφωνα με την ειδική και αποκλειστική διαδικασία του άρθρου 110. Το συνταγματικό δημοψήφισμα κολακεύει και ταυτόχρονα κοροϊδεύει τον πολίτη καθιστώντας τον συνένοχο της καταστρατήγησης των συνταγματικών εγγυήσεων.
Για την επιστημονική κοινότητα η θέση αυτή είναι προφανής. Είναι ευτύχημα το γεγονός ότι υπάρχουν ακόμη στον τόπο αυτό ορισμένα αυτονόητα που βρίσκονται στη βάση της εθνικής συναίνεσης, δηλαδή του πολιτικού και νομικού πολιτισμού που αποτυπώνει και προστατεύει το Σύνταγμα».