Θετικό οιωνό για το ρευστό οικονομικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί αποτελεί η αύξηση μισθών στον ιδιωτικό τομέα εντός του 2021 και ιδίως από το φθινόπωρο και μετά, ως απάντηση των επιχειρήσεων στην ανοδική πορεία του πληθωρισμού.
Οι 200 επιχειρησιακές συμβάσεις που υπογράφηκαν εντός του προηγούμενου έτους προέβλεπαν αυξήσεις από 1,5% έως 3% ενώ στο επίπεδο του 1,5% κινήθηκαν και οι αυξήσεις μισθών των περίπου 10 κλαδικών συμβάσεων που έχουν απομείνει σε ισχύ.
Μεγαλύτερες αυξήσεις καταγράφηκαν σε δυναμικούς κλάδους, όπως οι εταιρείες τεχνολογίας και πετρελαιοειδών, η βιομηχανία, η ενέργεια, οι πλωτές μεταφορές και ο τουρισμός. Μάλιστα η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού κατά την περσινή τουριστική σεζόν οδήγησε σε υψηλότερες αμοιβές ως κίνητρο για να καλυφθούν οι κενές θέσεις, ενώ με υψηλούς μισθούς επιβράβευσαν τους εργαζομένους με εμπειρία και δεξιότητες οι εταιρείες υπηρεσιών και τεχνολογίας.
Η ανοδική πορεία των μισθών, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, θα συνεχιστεί και το 2022. Μεγάλες εταιρείες ήδη έδωσαν επιπλέον μπόνους έως και μισό μισθό στους εργαζομένους για την κάλυψη των ανατιμήσεων σε ρεύμα και βενζίνη, ενώ πολλές μεσαίες και μεγάλες εταιρείες δίνουν έμφαση στην πολιτική των κουπονιών τα οποία είναι αφορολόγητα σε σχέση με τον μισθό.
Δηλαδή, αντί αυξήσεων, δίνουν στους εργαζομένους κουπόνια για αγορές σε σούπερ μάρκετ, ενώ, σύμφωνα με πληροφορίες, εξετάζεται το ενδεχόμενο να διατεθούν σε υπαλλήλους και κουπόνια για βενζίνη.
Η αυξητική τάση των αμοιβών που οφείλεται σε ένα βαθμό στην έξοδο από τα lockdown και στη μικρή υποχώρηση της ανεργίας αποτυπώνεται και στα στατιστικά στοιχεία του ΕΦΚΑ για την απασχόληση, που χαρακτηρίζονται τα πλέον αξιόπιστα καθώς βασίζονται στις μηνιαίες ΑΠΔ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ που αφορούν τον Ιανουάριο 2021, ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης από 1.202,09 ευρώ τον Ιανουάριο του 2020 αυξήθηκε σε 1.243,53 τον Ιανουάριο του 2021. Αντίστοιχα ο μέσος μισθός της μερικής απασχόλησης αυξήθηκε μέσα σε ένα χρόνο από 418,77 σε 475,93 ευρώ, ενώ ο μέσος όρος των αμοιβών από 977,30 ανήλθε σε 987,30 ευρώ.
Ασφαλώς ο μέσος όρος ανεβαίνει λόγω των γενναιόδωρων αυξήσεων σε λίγους κλάδους της οικονομίας, καθώς εξακολουθούν να υπάρχουν και κλάδοι εργαζομένων (καθαριότητα, υπηρεσίες φύλαξης) με αμοιβές χαμηλότερες από τον κατώτατο μισθό.
Ο νέος κατώτατος
Την ίδια ώρα συνεχίζεται η διαδικασία για τον καθορισμό του νέου κατώτατου μισθού που αφορά περίπου το 25% των Ελλήνων εργαζόμενων. Οι επιστημονικοί φορείς υπέβαλαν τις προτάσεις τους για το ύψος της αύξησης, ενώ έως το τέλος του μήνα θα προγραμματιστεί η προφορική διαβούλευση των κοινωνικών εταίρων.
Στα υπομνήματα των φορέων αποτυπώνεται η ανησυχία για την πολεμική σύρραξη στην Ουκρανία, την εκτόξευση του κόστους της ενέργειας, την κλιμακούμενη ακρίβεια και την προβλεπόμενη επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης. Για τον λόγο αυτό εισηγούνται αυξήσεις από ήπιες και λελογισμένες έως λίαν γενναιόδωρες που φτάνουν έως 6%-7%.
Η τελική εισήγηση του υπουργού Εργασίας προς το Υπουργικό Συμβούλιο για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού των υπαλλήλων και του κατώτατου ημερομισθίου των εργατοτεχνιτών θα γίνει εντός του τελευταίου δεκαπενθημέρου του Απριλίου 2022 προκειμένου ο νέος μισθός να ισχύσει από 1ης/5/2022.
Στόχος είναι η κάλυψη του πληθωρισμού, η οποία σύμφωνα με τους εργοδοτικούς φορείς δεν πρέπει να προέλθει μόνο από την αύξηση του μισθού, αλλά και από την περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών προκειμένου να απελευθερωθεί διαθέσιμο εισόδημα για τα νοικοκυριά. Υπενθυμίζουμε ότι έως τώρα οι εισφορές μειώθηκαν κατά 0,9 ποσοστιαίες μονάδες τον Ιούνιο του 2020 (0,42 π.μ. για τον εργαζόμενο και 0,48 π.μ. για τον εργοδότη) και κατά 3,0 π.μ. τον Ιανουάριο του 2021 (1,21 π.μ. για τον εργαζόμενο και 1,79 π.μ.
Επίσης έχει ήδη νομοθετηθεί η μείωση των εισφορών προς την επικουρική ασφάλιση κατά 0,50% από την 1η Ιουνίου 2022, ενώ η μείωση κατά 0,60% που υπολείπεται από τη συνολική μείωση των πέντε ποσοστιαίων μονάδων, θα υλοποιηθεί έως και το 2023, όπως έχει ανακοινώσει η κυβέρνηση, ανάλογα με τις αντοχές του προϋπολογισμού και τη γενικότερη οικονομική κατάσταση.
Οι εισφορές
Ορισμένοι εργοδοτικοί φορείς μάλιστα βάζουν ατύπως στο τραπέζι το ενδεχόμενο μείωσης των εισφορών και πέραν των 5 ποσοστιαίων μονάδων «αγγίζοντας» και τις εισφορές υπέρ υγείας οι οποίες -όπως τονίζουν- θα πρέπει να εξορθολογιστούν.
Συγκεκριμένα, η έκθεση του ΙΟΒΕ αναφέρει ότι παρά τις δρομολογημένες μειώσεις, το σύνολο των υποχρεωτικών εισφορών παραμένει υψηλό και σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Είναι συνεπώς σκόπιμο να δοθεί προτεραιότητα αξιοποίησης ενδεχόμενου δημοσιονομικού χώρου στη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, ειδικά σε σχέση με τη φορολογία της εργασίας και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, με μέτρα μόνιμης διάρκειας. Αυτό θα έχει άμεσα θετικές συνέπειες στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, βελτιώνοντας τη σχετική αγοραστική δύναμη των χαμηλόμισθων εισοδηματικών κλιμακίων.
Μάλιστα στα εναλλακτικά σενάρια που παρουσιάζει ο ΙΟΒΕ, τα οποία περιλαμβάνουν συνδυασμούς αύξησης κατώτατου μισθού και μείωσης των εισφορών, οι καθαρές αποδοχές των χαμηλόμισθων μπορεί να αυξηθούν έως και 10%.
Για παράδειγμα, αν ο μισθός αυξηθεί κατά 6% στα 702,8 ευρώ και μειωθεί η εισφορά κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες, ο καθαρός μισθός θα είναι 618 και θα καταγράφει αύξηση 10%. Για σημαντική επιβάρυνση του κόστους των επιχειρήσεων εξαιτίας των εισφορών κάνει λόγο και το Ινστιτούτο της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας, επισημαίνοντας πως η επιβάρυνση είναι κατά πολύ υψηλότερη από την ονομαστική αύξηση που λαμβάνει ως τελικό πληρωτέο ο εργαζόμενος, αφού ο εργοδότης θα πρέπει να καταβάλλει υψηλές ασφαλιστικές εισφορές (εργοδότη αλλά και εργαζομένου).
Δηλαδή ο μισθωτός που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό των 663,0 ευρώ ή των 773,5 ευρώ (αν υπολογισθούν τα δώρα και τα επιδόματα αναγόμενα σε 12μηνιαία βάση αναφοράς) κοστίζει στην επιχείρηση εξαιτίας των εισφορών 947,8 ευρώ ανά μήνα και 11.373,6 ευρώ ανά έτος. Ωστόσο οι καθαρές αποδοχές του μισθωτού δεν υπερβαίνουν τα 664,3 ευρώ τον μήνα και τα 7.971,6 ευρώ ετησίως.
Οπως σημειώνει το ΙΝΕΜΥ ΕΣΣΕ, οι ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις έχουν επίπτωση κυρίως στα φτωχότερα νοικοκυριά και περιορίζουν το διαθέσιμο εισόδημά τους. Κατά μέσο όρο, τα νοικοκυριά συνολικά δαπανούν το 51% του εισοδήματός τους σε τρεις κατηγορίες δαπάνης (στέγαση, διατροφή και μεταφορές), με το ποσοστό του εισοδήματος να εκτινάσσεται σε 64% για τα φτωχότερα νοικοκυριά.
Διαβάστε ακόμα:
ΕΛΤΕΚ: Ποια είναι η εταιρεία της μεγάλης έκρηξης στα Γρεβενά
WSJ: Το Plan B για την Ουκρανία που δεν θα μπορέσει να αποφύγει ο Πούτιν