Σε περίπτωση επέλευσης εργατικού ατυχήματος κατά τους ορισμούς του Ν. 551/1915, γεννάται αποζημιωτική αξίωση υπέρ του εργαζόμενου τόσο για την περιουσιακή του ζημία (υπό τους όρους του άρθρου 16 παρ. 1), όσο και για την ηθική βλάβη που υπέστη, είτε με βάση τις γενικές διατάξεις περί αδικοπραξιών, είτε με βάση τις διατάξεις του Ν. 551/1915. Ειδικά δε για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, δεν απαιτείται ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφάλειας του άρθρου 16 παρ. 1 του Ν. 551/1915, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια του εργοδότη (ή και των προστηθέντων αυτού προσώπων). Πέραν όμως της δικαστικής διεκδίκησης της ως άνω αποζημιωτικής αξίωσης του εργαζόμενου, είναι δυνατή και η ικανοποίησή του, δια εξώδικου συμβιβασμού των αντιτιθέμενων μερών, μέσω του οποίου οι συμβαλλόμενοι διαλύουν την έριδα, η οποία ανέκυψε λόγω του επίδικου εργατικού ατυχήματος. Η εν λόγω δυνατότητά τους δεν είναι απεριόριστη, αλλά τίθεται εντός ρητών και διαγεγραμμένων ορίων, τα οποία συμπλέοντας με το γενικότερο προστατευτικό σκοπό της εργατικής νομοθεσίας, αποβλέπουν στην προστασία του ασθενέστερου μέρους.
Γενικά για τη σύμβαση συμβιβασμού
Ο συμβιβασμός συνιστά συμφωνία μεταξύ των μερών, με την οποία αυτά διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις μια φιλονικία τους ή μια αβεβαιότητα για κάποια έννομη σχέση (ΑΚ 871 εδ. α’), αρκεί φυσικά το αντικείμενο της σύμβασης αυτής να μην έχει εξαιρεθεί από την ιδιωτική πρωτοβουλία, γιατί στην αντίθετη περίπτωση, η σύμβαση αυτή θεωρείται σα να μην έγινε (ΑΚ 174 και 180). Από τον ορισμό αυτό προκύπτει ότι σκοπός του συμβιβασμού είναι η εξάλειψη οποιασδήποτε νομικής εκκρεμότητας που ενδέχεται να έχει ως αιτία ύπαρξής της κάποια έννομη σχέση, η οποία στηρίζεται σε σύμβαση, στον νόμο ή σε απλό βιοτικό γεγονός. Επομένως, ο συμβιβασμός από μόνος του δε μπορεί να σταθεί ως αυτοτελής δικαιοπραξία, αλλά θα πρέπει κάθε φορά να έχει ως σημείο αναφοράς κάποια άλλη μορφή συναλλακτικής ενοχής, της οποίας τα έννομα αποτελέσματα θα διαμορφώσει οριστικά, προκειμένου να επέλθει η ειρήνευση των έννομων αγαθών που διασαλεύθηκαν εξαιτίας της ανώμαλης εξέλιξής της (Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, Π.Ν. Σάκκουλας, 2014, §30 αρ. 2). Ένα τέτοιο βιοτικό συμβάν ασφαλώς συνιστά και η επέλευση εργατικού ατυχήματος, η οποία γεννά αξίωση αποζημίωσης του εργαζόμενου τόσο για την περιουσιακή του ζημία, όσο και για την ηθική βλάβη που υπέστη.
Εξωδικαστικός συμβιβασμός
Κατά τα ως άνω αναφερόμενα, είναι δυνατή η σύναψη εξώδικου συμβιβασμού ως προς τις αξιώσεις του εργαζόμενου που πηγάζουν από τραυματισμό του κατά τη διάρκεια της απασχόλησής του. Ωστόσο, ειδικά για τα δικαιώματα του εργαζομένου που πηγάζουν από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, μολονότι εκ πρώτης όψεως τούτα εξαιρούνται από την ιδιωτική πρωτοβουλία και καταρχήν θα έπρεπε να θεωρείται απαγορευμένος ο επ’ αυτών συμβιβασμός, γίνεται δεκτό (βλ. ΑΠ 133/2016, ΕΕργΔ 2017, 115) ότι επιτρέπεται η επίλυση και των διαφορών αυτών με συμβιβασμό, όπου όμως υπάρχει σοβαρή αμφισβήτηση ή αβεβαιότητα είτε σε σχέση με τις νομικές και πραγματικές προϋποθέσεις, είτε ως προς την έννοια ή την έκταση των δικαιωμάτων αυτών και με αμοιβαίες υποχωρήσεις επιλύονται αυτές. Στην περίπτωση αυτή, δε θεωρείται ότι αντιβαίνει ο συμβιβασμός στα άρθρα 871 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 8 παρ. 2 και 4 Ν.Δ. 4020/1959 και 5 παρ. 3 Ν. 3198/1955 (δηλαδή σε διατάξεις αναγκαστικού δικαίου) και επομένως είναι καθ’ όλα έγκυρος. Η εν λόγω εξαίρεση κατά τη γνώμη μας είναι όχι απλώς δικαιολογημένη, αλλά και επιβεβλημένη, διότι ο εργαζόμενος αποφεύγει κατ’ αυτό τον τρόπο να αποδυθεί σε ένα δικαστικό αγώνα αβέβαιης διάρκειας και έκτασης. Όταν όμως δεν υπάρχει πραγματική, αλλά μόνο προσχηματική αμφισβήτηση ή αβεβαιότητα ή όταν δεν είναι αμοιβαίες οι υποχωρήσεις και γίνονται μόνο από τον εργαζόμενο, τότε δεν υπάρχει συμβιβασμός με την ανωτέρω έννοια, αλλά ενδεχομένως άλλη σχέση (άφεση χρέους ή αναγνώριση αξιώσεως), είναι δε συναφώς αδιάφορο το γεγονός ότι οι συμβαλλόμενοι χαρακτήρισαν τη μεταξύ τους σχέση ως συμβιβασμό. Ασφαλώς στην προκείμενη περίπτωση, η σχετική σύμβαση υποκρύπτει παραίτηση του εργαζόμενου από νόμιμες αξιώσεις του, η οποία αυτονόητα είναι άκυρη.
Οι αντισυμβαλλόμενοι δύνανται να συμβιβάζονται αφενός προτού αχθεί η διαφορά ενώπιον των δικαστηρίων, αφετέρου εφόσον έχει δημιουργηθεί εκκρεμοδικία με την επίδοση της αγωγής, επομένως συμβιβάζονται χωρίς να τηρηθεί ο τύπος που προβλέπεται για τη σύναψη δικαστικού συμβιβασμού. Ιδιαίτερα ως προς τη δεύτερη περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 214Α ΚΠολΔ, οι διάδικοι μπορούν να συμβιβάζονται μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας μέχρι την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης και χωρίς να υφίσταται στάση της δίκης. Η επιτυγχανόμενη βάσει της διάταξης αυτής συμφωνία αποτελεί είδος συμβιβασμού, στην έκταση που αναφέρεται στα όρια της ένδικης διαφοράς. Εφόσον η συμφωνία αυτή επικυρωθεί από τον δικαστή ή τον πρόεδρο του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η αγωγή ή το ένδικο μέσο, η συμφωνία καθίσταται δεσμευτική από πλευράς ουσιαστικού δικαίου και αποκτά ισχύ δικαστικού συμβιβασμού, δηλαδή καταργεί τη δίκη και αποτελεί εκτελεστό τίτλο (214Α παρ. 3 ΚΠολΔ).
Πότε ο συμβιβασμός λόγω εργατικού ατυχήματος είναι αισχροκερδής (και άρα άκυρος)
Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 178, 179 και 180 ΑΚ, συνάγεται ότι για να θεωρηθεί μια αμφοτεροβαρής δικαιοπραξία, όπως είναι η σύμβαση του συμβιβασμού κατά το άρθρο 871 ΑΚ ως αισχροκερδής (καταπλεονεκτική) και ως τέτοια άκυρη, πρέπει να συντρέξουν αθροιστικά οι εξής προϋποθέσεις: Να υπάρχει φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και η οποία υπερβαίνει το μέτρο κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό να αποκομίζει κάποιος όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου με ζημία άλλου, διαπιστώνεται δε ενόψει των περιστάσεων και της φύσης της δικαιοπραξίας κατά το χρόνο της κατάρτισής της, η συνδρομή ανάγκης, με επιτακτικό χαρακτήρα και ανεπίδεκτη αναβολής, κουφότητας (αδιαφορίας για τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεων) ή απειρίας (έλλειψης της πείρας γύρω από την ζωή και τις συναλλαγές) του αντισυμβαλλομένου και γ) η εκμετάλλευση (που γίνεται με γνώση της κατάστασης του άλλου) από τον συμβαλλόμενο μιας ή περισσότερων από τις ως άνω καταστάσεις του αντισυμβαλλομένου (ενδεικτικά ΑΠ 754/2014, ΤΝΠ NOMOS).
Με βάση τα ανωτέρω αναφερόμενα κρίθηκε άκυρος ως αντικείμενος στις ως άνω αναφερόμενες διατάξεις, συμβιβασμός που συμφωνήθηκε μεταξύ εργαζόμενου και εργοδότη υπό τις εξής συνθήκες: Εργατικό ατύχημα είχε ως συνέπεια τον ακρωτηριασμό τεσσάρων δακτύλων και παραμόρφωση του δεξιού χεριού του εργαζόμενου (καταλείποντας ποσοστό αναπηρίας 52%). Η εν λόγω βλάβη της υγείας του ήταν αποκλειστική συνέπεια των υπαλλήλων της εργοδότριας εταιρίας, με αποτέλεσμα να χορηγηθεί στον εργαζόμενο (με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου) ποσό 20.000 ευρώ, προκειμένου να αντιμετωπισθεί το οικονομικό πρόβλημα στο οποίο περιήλθε λόγω του τραυματισμού του. Παράλληλα, προσλήφθηκε από την εταιρία με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, υπό τον όρο της προηγούμενης παραίτησής του από όποια αξίωσή του σε βάρος της για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Πλην όμως, η πρόταση της εργοδότριας εταιρίας αφορούσε την πρόσληψη του εργαζόμενου ως έκτακτου και όχι ως μόνιμου προσωπικού, χωρίς μάλιστα να καθίσταται βέβαιο εάν και πότε θα καθίστατο μόνιμος (ΑΠ 133/2016, ΕΕργΔ 2017, 115). Με βάση τα ανωτέρω εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά κρίθηκε ορθά ότι στην πραγματικότητα τα διάδικα μέρη δεν επέλυσαν τη διαφορά τους με συμβιβασμό, στο μέτρο που μέσω αυτού ο εργαζόμενος παραιτήθηκε άκυρα από δικαιώματά του που προβλέπονται σε διατάξεις αναγκαστικού δικαίου και εξασφαλίζουν το δικαίωμά του να λάβει χρηματικό ποσό για την χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από το επίδικο εργατικό ατύχημα. Και τούτο διότι από τον συνδυασμό των άρθρων 3, 174, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 4 Α.Ν. 1843/1939, παρ. 1 Α.Ν. 539/1945, 14 Ν. 551/1914 και 8 παρ. 4 Ν. 4020/1959, συνάγεται η γενική αρχή του εργατικού δικαίου κατά την οποία δε χωρεί παραίτηση εργαζόμενου από δικαιώματά του που προβλέπονται σε διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, καθώς και από τα ελάχιστα όρια των αξιώσεων που προβλέπει ο νόμος.
Πηγή: www.grammenoslegal.gr
*Ο Ιωάννης Γερέλκης είναι ασκούμενος δικηγόρος