Το ασφαλιστικό σύστημα της Ελλάδας είναι το πλέον βιώσιμο στην Ευρώπη και εξασφαλίζει ότι για τα επόμενα 50 χρόνια, τουλάχιστον, θα δίνει συντάξεις αλλά και προκαθορισμένες αυξήσεις (βάσει της πορείας του πληθωρισμού και της ανάπτυξης), όταν άλλες χώρες θα έχουν προβλήματα και θα ζουν με τον φόβο περικοπών λόγω του δημογραφικού προβλήματος.

Σε αυτό συμφωνούν πλέον όλες οι εκθέσεις διεθνών οργανισμών για τη χώρα μας (ΟΟΣΑ, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κ.λπ.), με τον όρο όμως ότι μέχρι το 2070 το ασφαλιστικό σύστημα θα εξακολουθεί να μη δίνει υψηλές συντάξεις και να αυξάνει αυτόματα τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης ώστε να καλύπτεται το δημόσιο κόστος για παροχές στους μελλοντικούς συνταξιούχους. Τίποτα από αυτά δεν θα ισχύει, όμως, αν δοθούν δώρα και 13η ή 14η σύνταξη στους σημερινούς συνταξιούχους.

Η συζήτηση για επιστροφή των δώρων επανέρχεται ως επιτακτικό αίτημα των συνταξιούχων που είδαν τις εισφορές μιας ζωής να απαξιώνονται. Μετά το τέλος των μνημονίων, λοιπόν, προσβλέπουν σε αποκατάσταση των αποδοχών που χάσανε, αναμένοντας και τις αποφάσεις του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου για το θέμα τον Φεβρουάριο. Αν και εύλογη, η συζήτηση για επαναφορά των δώρων δεν είναι εντελώς «αθώα». Οι εκθέσεις για το Δημογραφικό δείχνουν ότι η επιστροφή των δώρων στους συνταξιούχους της σημερινής γενιάς μπορεί να δημιουργήσει προσωρινά την ψευδαίσθηση ευημερίας της οικονομίας, αλλά ταυτόχρονα να οδηγήσει σε μεγαλύτερες αβεβαιότητες και περικοπές στις αμέσως επόμενες δεκαετίες.
Ενέχει όμως κινδύνους και για τους νυν συνταξιούχους, καθώς τα στοιχεία των εκθέσεων δείχνουν ότι με επαναφορά 13ης-14ης σύνταξης σήμερα μπορεί να επέλθει νέο κόψιμο συντάξεων από το 2030 ή και νωρίτερα!

Δος ημίν σήμερον…

Στο υπουργείο Οικονομικών βάζουν φρένο στις προσδοκίες επικαλούμενοι πως το κόστος για επαναφορά των δώρων είναι απαγορευτικό επειδή ξεπερνά τα 5,7 δισ. ευρώ ετησίως (τα 2/12 από σχεδόν 35 δισ. που δίνονται για συντάξεις με τη σημερινά δεδομένα). «Μαζί και με αιτήματα για δώρα στους δημοσίους υπαλλήλους, που φτάνουν σε κόστος τα 3 δισ., μαζί με τις εργοδοτικές εισφορές, πάμε κατευθείαν για μνημόνιο με λιτότητα 10 δισ. τον χρόνο», εξηγούν. Και τονίζουν ότι με 1 δισ. ετησίως που ήδη δίνεται από φέτος και κάθε χρόνο επιπλέον για αυξήσεις συντάξεων σε παλαιούς και νέους δικαιούχους αναλώνεται πλήρως το δημοσιονομικό περιθώριο παροχών που επιτρέπει ο κόφτης ετήσιας αύξησης κρατικών δαπανών, ο οποίος επιβλήθηκε από πέρυσι και ισχύει σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Ολα τα παραπάνω επιχειρήματα που μπαίνουν στη συζήτηση αυτή ευσταθούν. Ωστόσο, εστιάζουν στον παρόντα χρόνο, εξετάζοντας μόνο αν πρέπει ή μπορεί η επαναφορά των δώρων να γίνει είτε από φέτος κιόλας, είτε το 2026, είτε και προεκλογικά ενδεχομένως.

Δεν εξετάζουν και δεν καλύπτουν, όμως, τις επιπτώσεις των δώρων στη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος τα επόμενα χρόνια, ως το 2045 ή το 2070. Τέτοια επιχειρήματα δεν μπαίνουν εύκολα προς συζήτηση επειδή η περίοδος αυτή υπερβαίνει τα φυσικά όρια των νυν συνταξιούχων, αλλά και τα όρια του βίου οποιασδήποτε κυβέρνησης. Αφορούν όμως όλους όσοι σήμερα εργάζονται ή γεννήθηκαν μέσα στην κρίση και θα παίρνουν συντάξεις τότε. Σε κάθε περίπτωση, ο κίνδυνος είναι σαφής: η αύξηση δαπανών για δώρα στις συντάξεις μπορεί να προκαλέσει αυξήσεις φόρων, περικοπές άλλων κοινωνικών παροχών ή και μείωση συντάξεων στο ορατό μέλλον.

«Λεφτά θα υπάρχουν»… το 2070!

Η συζήτηση θα είχε ίσως διαφορετική -και ευτυχή- κατάληξη αν γινόταν με βάση το ειδικό κεφάλαιο που περιέλαβε προ μηνός ο ΟΟΣΑ στην τελευταία έκθεσή του για τη χώρα μας, όπου προβάλλεται μια σχεδόν «ειδυλλιακή» εικόνα για το μέλλον των συντάξεων στη χώρα μας σε σύγκριση με όλη την υπόλοιπη Ευρώπη.
Η έκθεση του ΟΟΣΑ για την Ελλάδα επισημαίνει ότι, παρά τη δημογραφική γήρανση, οι συνολικές κρατικές δαπάνες που αυτή θα προκαλεί το 2070 θα είναι μικρότερες και όχι μεγαλύτερες από αυτή που προκαλεί σήμερα! Η επιβάρυνση της χώρας θα μειώνεται από 22% του ΑΕΠ φέτος σε 21,7% το 2027, σε 21,2% το 2030, σε 21,9% το 2060 και 21% το 2070!

Στο τέλος της περιόδου αυτής η Ελλάδα θα είναι από τις ελάχιστες χώρες που θα έχει και εξοικονόμηση (τη μεγαλύτερη στην Ευρώπη μάλιστα) σε σχέση με τις τρέχουσες επιβαρύνσεις σήμερα για συντάξεις και δαπάνες υγείας λόγω γήρανσης!
Εφόσον προκύπτει μελλοντική ελάφρυνση και όχι επιβάρυνση θα ήταν εύλογο να τεθεί αίτημα και για μεγαλύτερες αυξήσεις συντάξεων ώστε να πλησιάσει η Ελλάδα στο ύψος της επιβάρυνσης που θα έχουν όλες οι άλλες χώρες.

Σκόπελος το 2040

Ο ΟΟΣΑ επικαλείται όμως και τη «Βίβλο» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το δημόσιο κόστος της γήρανσης στην Ε.Ε. (Ageing Report 2024 – Economic and Budgetary Projections for the EU Member States 2022-2070). Αυτή αποτελεί μια πολυσύνθετη άσκηση και πυξίδα για όλα τα κράτη, με συγκρίσιμες και αξιόπιστες πληροφορίες καθοριστικών παραμέτρων για την τρέχουσα κατάσταση, αλλά και τις προοπτικές κάθε χώρας: από την ανάπτυξη, την απασχόληση, τη μετανάστευση μέχρι το προσδόκιμο ζωής, τα κόστη συντάξεων, παροχών και περίθαλψης, ή ακόμα και τις εξοικονομήσεις από μείωση δαπανών για εκπαίδευση, καθώς φθίνουν οι νέοι και οι σχετικές απαιτήσεις θα μειώνονται.

Στις 358 σελίδες προβλέψεων και αναλύσεων καταγράφεται πώς ο συνολικός πληθυσμός της Ε.Ε. θα μειωθεί από 449 εκατομμύρια το 2022 σε 432 εκατομμύρια κατοίκους το 2070. Αν και λιγότεροι, οι πολίτες θα ζουν περισσότερο, καθώς ο αριθμός των ηλικίας άνω των 85 και 90 ετών θα τριπλασιαστεί.
Παρά τα προβλήματα, σύμφωνα με τις προβλέψεις αυτές, η Ελλάδα πλεονεκτεί γιατί από το σημείο που βρίσκεται θα αναπτύσσεται πολύ περισσότερο από άλλες ανεπτυγμένες χώρες, ενώ η ανεργία θα μειώνεται συνεχώς. Ως αποτέλεσμα, περιορίζεται και το δημοσιονομικό βάρος που θα προκληθεί (έως 2,5% του ΑΕΠ) αντί να αυξάνεται (έως 8,3%) όπως στις άλλες χώρες.

Ασφαλιστική κρίση ανά δεκαετία!

Η εικόνα αυτή όμως είναι «μαγική» -και συνάμα επικίνδυνη ίσως- για τους εξής λόγους:
– Σχεδόν δύο στις τρεις από τις 28 χώρες της Ε.Ε. θα μπουν σταδιακά στο κόκκινο, αναζητώντας περικοπές ή άλλα μέτρα λιτότητας για να καλύψουν την υπέρβαση κόστους για τη γήρανση.
– Προτού επέλθει εξοικονόμηση στην Ελλάδα (2,5% του ΑΕΠ το 2070), η χώρα θα βρεθεί στο κόκκινο τις δεκαετίες του 2040 και 2050: από 22% του ΑΕΠ φέτος και 21,2% το 2030, η επιβάρυνση αυξάνεται σε 22,5% το 2040 και 23,3% το 2050. Λόγω των μνημονιακών περικοπών που ήδη έγιναν, η Ελλάδα γλιτώνει -οριακά ίσως- την ανάγκη νέων περικοπών ως τότε.
– Εξοικονόμηση προκύπτει μετά το 2060 (σε 21,9% του ΑΕΠ και 21% το 2070) επειδή στην Ελλάδα: (α) οι συντάξεις κόπηκαν ήδη ενώ σε άλλες χώρες όχι, (β) τα όρια ηλικίας συνεχώς θα αυξάνονται βάσει προσδόκιμου ζωής ανά τριετία και (γ) επειδή οι συντάξεις μελλοντικών συνταξιούχων περικόπτονται περισσότερο απ’ όσο περικόπηκαν αυτές που καταβάλλονται ήδη – και αυτές θα σταματήσουν πια να δίνονται μετά 20 ή 30 χρόνια από σήμερα.
Υπ’ αυτή την έννοια, το ουσιαστικό δώρο για τις σημερινές συντάξεις στην Ελλάδα ίσως είναι ότι δεν χρειάζεται να κοπούν ποτέ ξανά ως το 2070, ενώ αντιθέτως σε άλλες χώρες από το 2030 και μετά θα πέφτει ψαλίδι. Ωστόσο, παρά τις προβλέψεις που δείχνουν ότι η Ελλάδα δεν θα χρειαστεί περαιτέρω μειώσεις στις συντάξεις μέχρι το 2070, η αυξημένη δαπάνη για δώρα και επιδόματα μπορεί να φέρει ανατροπές που θα απαιτούν επιπλέον περικοπές ή προσαρμογές.

Συγκεκριμένα, η επαναφορά παροχών που υπερβαίνει τις δρομολογημένες ετήσιες αυξήσεις συντάξεων υπολογίζεται ότι θα οδηγούσε σε επιβάρυνση του δημοσιονομικού κόστους 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2070. Εξανεμίζει δηλαδή την όποια εξοικονόμηση μετά το 2050, ενώ εκτινάσσει το κόστος και πριν από το 2030. Θα μπορούσε έτσι να καταστήσει το σύστημα αναποτελεσματικό και να αυξήσει την πίεση για μελλοντικές περικοπές ή αύξηση εισφορών κ.λπ. ακόμα και στους νυν συνταξιούχους.

Το μέλλον των νέων

Τι σημαίνουν όλα αυτά για το Ασφαλιστικό; Στην πράξη, τα στοιχεία δείχνουν ότι ένας νέος που γεννήθηκε στην Ελλάδα μέσα στην κρίση και θα ενταχθεί στην αγορά εργασίας κάπου κοντά στο 2030 θα πρέπει να εργαστεί τουλάχιστον 38,5 χρόνια για να μπορέσει να συνταξιοδοτηθεί περίπου το 2070.
Οπως χαρακτηριστικά φαίνεται μέσα από την επίσημη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ageing Report 2024, η αύξηση του προσδόκιμου ζωής σε συνδυασμό με τις περιορισμένες γεννήσεις και τη γήρανση του πληθυσμού θα έχουν ως αποτέλεσμα στη χώρα μας η θεσμοθετημένη ηλικία συνταξιοδότησης από τα 62 έτη που είναι σήμερα έπειτα από 40 έτη ασφάλισης να έχει αυξηθεί σταδιακά στα 67,5 έτη το 2070. Αλλά πολύ πιο σύντομα όμως, ως το 2030, διαφαίνεται αύξηση του ορίου από τα 62 έτη με 40 χρόνια ασφάλισης σήμερα στα 63,5 έτη με 40 έτη ασφάλισης.

Για παράδειγμα, εργαζόμενος που γεννήθηκε το 1970, δουλεύει από τα 15 του και ασφαλίζεται από το 1985:

– Δεν μπόρεσε να πάρει σύνταξη ούτε το 2022 με 37,5 χρόνια ασφάλισης χωρίς όριο ηλικίας (όπως ίσχυε όταν ξεκινούσε να εργάζεται αλλά καταργήθηκε το 2012).
– Δεν θα πάρει σύνταξη ίσως ούτε το 2032, όταν θα είναι 62 ετών, παρότι τότε συμπληρώνει 47 έτη ασφάλισης, υπερβαίνοντας τα 40 που απαιτούνται σήμερα.
– Θα πάρει σύνταξη στα τέλη του 2033, έχοντας συμπληρώσει τα 63,5 έτη και 48 χρόνια εργασίας. Θα έχει εργαστεί δηλαδή 11 χρόνια παραπάνω απ’ όσα υπολόγιζε όταν ξεκινούσε, ενώ και τα έτη που υπερβαίνουν τα 40 χρόνια εργασίας θα έχουν μικρότερη ανταποδοτικότητα και, άρα, δεν θα προσαυξάνουν ουσιαστικά τη σύνταξη που θα πάρει.

Διαβάστε ακόμη

Η Ομόνοια επιστρέφει και γίνεται ξανά πόλος έλξης επενδύσεων (pics)

Οι Έλληνες πληρώνουν ηλεκτρονικά και φέρνουν το «τέλος» των μετρητών

Οι συγκοινωνιολόγοι βάζουν στο τραπέζι νέο Δακτύλιο και διόδια

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα