Το Εργατικό Δίκαιο δεν δείχνει απόλυτη εμπιστοσύνη στη συμβατική ελευθερία των μερών για τη διαμόρφωση των όρων της εργασιακής σχέσης, δεδομένης της εγγενούς διαπραγματευτικής ανισότητας μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου. Η περιορισμένη εμπιστοσύνη στη συμβατική ελευθερία εκδηλώνεται μέσα από πληθώρα διατάξεων αναγκαστικού δικαίου και συλλογικών συμβάσεων εργασίας, οι οποίες στοχεύουν στην εξισορρόπηση των συμφερόντων των δύο μερών, χωρίς να παραβλέπουν τα δικαιώματα του εργαζομένου ως ασθενέστερου δογματικά μέλους.

Παρά τις ρυθμίσεις αυτές, αρκετά ζητήματα παραμένουν αρρύθμιστα, ιδίως αναφορικά με τις προδιατυπωμένες ρήτρες στις συμβάσεις εργασίας, οδηγώντας συχνά σε δικαστικές διαμάχες. Το Δικαστήριο καλείται να ελέγξει το περιεχόμενο των συμβατικών ρητρών. Ο δικαστικός έλεγχος όμως, ελλείψει ειδικών διατάξεων, παραμένει περιορισμένος και βασίζεται κυρίως στον έλεγχο των διατάξεων 178, 179ΑΚ, δηλαδή εάν οι ρήτρες περιέχουν υπέρμετρη δέσμευση της ελευθερίας του εργαζομένου και δεν αντίκεινται γενικώς στα χρηστά ήθη.

Ωστόσο, η πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου με αριθμό 830/2024 ανατρέπει τα μέχρι πρότινος νομολογιακά δεδομένα, καταδεικνύοντας μια νέα τάση αυστηροποίησης των κριτηρίων ελέγχου των ρητρών στις συμβάσεις εργασίας μέσω των άρθρων 25 του Συντάγματος και 281 ΑΚ ως παραβιάζουσες τις αρχές της αναλογικότητας και της απαγόρευσης της καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος.

Η απόφαση του Αρείου Πάγου

Το Δικαστήριο δεν αρκέστηκε στον έλεγχο της ρήτρας με βάση αρχή της καλής πίστης (ΑΚ 178-179), αλλά προχώρησε τον έλεγχο ένα βήμα παρακάτω εξετάζοντας αν η ρήτρα είναι καταχρηστική (ΑΚ 281) και εάν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας (αρ.25Σ).Το σκεπτικό που ακολούθησε ήταν το ακόλουθο :

Καταρχήν, η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (361ΑΚ) εφαρμόζεται και στις συμβάσεις εργασίας, δεδομένης της ενοχικής τους φύσεως. Ωστόσο, οι διατάξεις δημόσιας τάξης θέτουν κάποιους περιορισμούς στην εφαρμογή της συμβατικής ελευθερίας στις εργασιακές σχέσεις. Το άρθρο 672ΑΚ επιτρέπει την άτακτη καταγγελία της σύμβασης εργασίας, εφόσον συντρέχει σπουδαίος λόγος (γεγονός που κατά αντικειμενική κρίση και τα χρηστά ήθη, καθιστά αδύνατη ή εξαιρετικά δύσκολη την συνέχιση της συμβατικής δέσμευσης). Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής με τις διατάξεις των άρθρων 648 και 669 ΑΚ, προκύπτει ότι κάθε μέρος δύναται να καταγγείλει την σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, οποτεδήποτε και άνευ τηρήσεως προθεσμίας, εάν συντρέχει προς τούτο σπουδαίος λόγος και είναι άκυρη η συμφωνία με την οποία αποκλείεται εκ των προτέρων το δικαίωμα αυτό (ΑΠ 1513/1998, 1031/1982). Συνεπώς, καταρχήν το δικαίωμα παραίτησης του εργαζομένου δεν μπορεί να αποκλειστεί με αντίθετη συμφωνία των συμβαλλομένων μερών στην σύμβαση εργασίας, η οποία προκύπτει είτε ρητά είτε συνάγεται έμμεσα με την επιβολή επαχθών ρητρών. Κάτι τέτοιο άλλωστε, αντίκειται στην επαγγελματική ελευθερία του εργαζομένου. Η ελευθερία αυτή συνιστά έκφανση της συνταγματικά κατοχυρωμένης προστασίας της προσωπικότητας (αρ.5Σ.) του εργαζομένου, η οποία συνίσταται τόσο στην ελεύθερη επιλογή έναρξης ενός επαγγέλματος όσο και στην ελεύθερη απόφαση για την συνέχιση, την παύση ή την αλλαγή του.

Συνεπώς, δέχεται ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αριθμόν 830/2024 απόφασή του ότι η ρήτρα της σύμβασης εργασίας που υποχρεώνει τον εργαζόμενο να καταβάλει, σε περίπτωση που αυτός αποχωρήσει από την εργασία του πριν από την πάροδο ορισμένης προθεσμίας, ό,τι δαπάνησε ο εργοδότης του για την εκπαίδευση, μετεκπαίδευση ή επιμόρφωσή του, η οποία τέθηκε από τον εργοδότη εξυπηρετώντας δικαιολογημένα οικονομικά συμφέροντά του, είναι δυνατόν να ακυρωθεί ως καταχρηστική στο βαθμό που μέσω της οικονομικής επιβάρυνσης που επιβάλει στον εργαζόμενο, περιορίζει σοβαρά την ελευθερία του στην επιλογή της θέσης εργασίας και προσβάλει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη επαγγελματική ελευθερία του.

Το δικαστήριο όμως πρέπει επίσης να εξετάζει εκάστη φορά:

Εάν η δέσμευση του εργαζομένου να παραμείνει στην επιχείρηση για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα είναι ανάλογη με την αντιπαροχή του εργοδότη, δηλαδή με τα επαγγελματικά οφέλη που αποκομίζει ο εργαζόμενος μέσω της εκπαίδευσης ή επιμόρφωσης.

Το κόστος της εκπαίδευσης. Ως κόστος νοείται το πραγματικό ποσό που δαπανήθηκε και όχι το ποσό που αναφέρεται στη σύμβαση των μερών, καθώς αυτό εάν αυτό είναι μεγαλύτερο του πραγματικού κόστους ή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα τότε λειτουργεί ως ποινική ρήτρα κατ’ άρθρο 404 ΑΚ, καθιστώντας δυνητικά τον σχετικό όρο καταχρηστικό.

Το κατά πόσο η εκπαίδευση αυτή συμβάλλει μόνο στις ανάγκες της συγκεκριμένης επιχείρησης ή βελτιώνει γενικώς τις επαγγελματικές δεξιότητες του εργαζομένου, προσφέροντάς του ευκαιρία για επαγγελματική ανέλιξη. Όσο περισσότερα επαγγελματικά οφέλη αποκομίζει ο εργαζόμενος από την επιμόρφωση, τόσο μεγαλύτερη μπορεί να είναι η αξίωση του εργοδότη για δέσμευση του εργαζομένου.

Οι οικονομικές (και όχι) μόνο συνέπειες της αποχώρησης του εργαζομένου για τον εργοδότη.

Ο λόγος αποχώρησης του εργαζομένου πριν τη λήξη του συμφωνημένου χρόνου παραμονής του στην εταιρεία και εάν αυτός ο λόγος αντικειμενικώς θα μπορούσε να ενταχθεί στην έννοια του σπουδαίου λόγου που καθιστά δυσχερή τη συνέχιση της εργασίας ή εάν τελικώς ο εργαζόμενος αθέτησε τη συμβατική του δέσμευση προς την εταιρεία με σκοπό να παρέχει εργασία σε άλλον εργοδότη.

Τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα του εργαζομένου πριν και μετά την εκπαίδευσή του.
Την ευχέρεια ή μη του εργαζομένου να αποκτήσει τη συγκεκριμένη εκπαίδευση σε άλλους φορείς με το ίδιο, μεγαλύτερο ή μικρότερο κόστος.
Το χρονικό διάστημα της εκπαίδευσης σε σχέση με το χρονικό διάστημα δέσμευσης του εργαζομένου στην επιχείρηση.
Το εάν η εργοδότρια εταιρεία θα υποβληθεί ή όχι εκ νέου σε δαπάνες για την εκπαίδευση τυχόν αντικαταστάτη του αποχωρήσαντος μισθωτού.
Το ύψος των μηνιαίων αποδοχών του μισθωτού ως αντιστάθμισμα στα χρονικά όρια της δέσμευσής του.

Συμπεράσματα

Το νομικό ενδιαφέρον της υπόθεσης αυτής συνίσταται στη μετατόπιση του βάρους από την αρχή της καλής πίστης στην αρχή της αναλογικότητας για τη διενέργεια ελέγχου των ρητρών που τίθενται στις συμβάσεις εργασίας. Η αρχή της αναλογικότητας προϋποθέτει μια διαδικασία στάθμισης συμφερόντων εργοδότη και εργαζομένου, ώστε να επιτευχθεί μια ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στην εργασιακή σχέση.

Οι ρήτρες στις συμβάσεις εργασίας ενδέχεται να είναι υπέρμετρα επαχθείς για τον εργαζόμενο, ο οποίος λόγω της ανάγκης του για εξεύρεση εργασίας αναγκάζεται συχνά να τις υπογράψει, χωρίς μεγάλα περιθώρια διαπραγμάτευσης. Επομένως, υπό αυτές τις συνθήκες είναι πιθανό να μην αντικατοπτρίζεται η πραγματική βούληση του εργαζομένου στο περιεχόμενο μιας σύμβασης εργασίας που έχει υπογράψει. Για αυτό είναι απαραίτητο τα Δικαστήρια να διενεργούν έλεγχο αν η ρήτρα είναι καταχρηστική (ΑΚ 281) και εάν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας (αρ.25Σ), το οποίο είναι και συστημικά συνεπές με την αρχή της προστασίας του εργαζομένου που διαπνέει το Εργατικό Δίκαιο. Συνεπώς η εν λόγω απόφαση του Αρείου Πάγου σηματοδοτεί μια νέα εξελικτική προσέγγιση του ελέγχου των ρητρών που τίθενται στις συμβάσεις εργασίας.

Πηγή: www.grammenoslegal.gr

*Η Βίλμα Φραντζή είναι ασκούμενη δικηγόρος