H Kίνα είναι ο σημαντικότερος εταίρος για το λιμάνι του Αμβούργου. Το πρώτο εξάμηνο του 2022 έφτασαν εκεί περισσότερα από 1,3 εκατομμύρια εμπορευματοκιβώτια. Και επειδή το διεθνές λιμάνι του Αμβούργου γίνεται ολοένα και πιο σημαντικό για την κινεζική οικονομία ο κινεζικός ναυτιλιακός κολοσσός COSCO θέλει τώρα να αποκτήσει μερίδιο 35% του τερματικού σταθμού Τόλερορτ. Η διαχειρίστρια εταιρία του λιμανιού τάσσεται υπέρ της πώλησης.

Όμως στα μέσα Αυγούστου έγινε γνωστό ότι το υπουργείο Οικονομίας διατηρεί επιφυλάξεις για την επένδυση της COSCO στο λιμάνι του Αμβούργου. Σύμφωνα με το πρακτορείο ειδήσεων Reuters τα συγκυβερνώντα κόμματα στο Βερολίνο διαφωνούν για αν θα πρέπει να δώσουν την έγκρισή τους. Με άλλα λόγια διακυβεύεται ένας από τους πυλώνες του γερμανικού οικονομικού μοντέλου, το οποίο εδώ και δεκαετίες στηρίζεται στις οικονομικές σχέσεις με την Κίνα.

Από τη στιγμή που, με την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, αποκαλύφθηκε η εξάρτηση της Γερμανίας από το ρωσικό αέριο, μπαίνουν τώρα στο μικροσκόπιο οι ιδιαίτερα στενοί οικονομικοί δεσμοί Κίνας και Γερμανίας.

Ποια στάση να κρατήσει το Βερολίνο έναντι της Κίνας, η οποία είναι σήμερα ο σημαντικότερος οικονομικός εταίρος της Γερμανίας και στην οποία δραστηριοποιούνται περίπου 5.000 γερμανικές εταιρίες;

Επενδύσεις 10 δισ. το πρώτο εξάμηνο του 2022

Στα τέλη Μαΐου ο υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ αρνήθηκε να δώσει στην αυτοκινητοβιομηχανία VW εγγυήσεις του δημοσίου για επενδύσεις στην Κίνα. Ήταν μια πρωτοφανής απόφαση. Για δεκαετίες οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των γερμανικών εταιρειών στην Κίνα είχαν την στήριξη του γερμανικού δημοσίου, το οποίο εγγυούνταν επενδύσεις και εξαγωγές.

Ο ειδικός σε ζητήματα Κίνας Τιμ Ρούλιγκ από τη Γερμανική Εταιρία Εξωτερικής Πολιτικής DGAP, δηλώνει σχετικά με την αλλαγή πορείας της γερμανικής κυβέρνησης έναντι της Κίνας: «Αυτή η μέθοδος δεν αποκλείεται σύντομα να καθιερωθεί. Στο εγγύς μέλλον όσες γερμανικές εταιρείες αποσκοπούν σε επενδύσεις στην Κίνα θα το πράττουν με δική τους ευθύνη και δεν θα μπορούν πλέον να βασίζονται σε εγγυήσεις του δημοσίου».

Διαβάστε τη συνέχεια του κειμένου στην DW