Ο Τζον Μακάφι, ο Βρετανο-Αμερικανός προγραμματιστής υπολογιστών που δημιούργησε την τεχνολογία antivirus, υπήρξε ένας από τους πιο γνωστούς επιχειρηματίες στη Silicon Valley. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, κατάφερε ωστόσο, να κατακτήσει την επαγγελματική καταξίωση και μαζί δισεκατομμύρια δολάρια.
Όλα έδειχναν πως οι δύσκολες μέρες βρίσκονταν στο παρελθόν. Όμως, ο Μακάφι δεν κατάφερε να ξεπεράσει τους προσωπικούς του «δαίμονες», οι οποίοι τελικά τον νίκησαν. Άτομα από το στενό του περιβάλλον, περιγράφουν το διάσημο επιχειρηματία ως έναν άνθρωπο αινιγματικό. «Ήταν έξυπνος και διαυγής τη μια στιγμή, και παρανοϊκός, ακόμη και ψυχωτικός την άλλη», αναφέρουν.
«Ήταν σαν να δούλευα για τον Στάλιν ή τον Χίτλερ ή κάτι τέτοιο», αποκαλύπτει ο Τζίμι Γουάτσον Τζούνιορ, πρώην σωματοφύλακας και συνεργάτης του Μακάφι. «Πάντα με παρακολουθούσε. Παρακολουθούσε τους πάντες», συμπληρώνει.
Ποιος ήταν ο εκκεντρικός επιχειρηματίας
Ο Τζον Μακάφι γεννήθηκε σε στρατιωτική βάση των ΗΠΑ στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο πατέρας του ο οποίος ήταν εθισμένος στο αλκοόλ ήταν Αμερικανός στρατιώτης με έδρα τη νοτιοδυτική Αγγλία κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτοκτόνησε όταν ο γιος του ήταν μόλις, 15 ετών.
Σε συνέντευξή του το 2017, ο Μακάφι είχε δηλώσει, «κανείς δεν έχει μια ιδανική ζωή, ούτε καν τα παιδιά». Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Roanoke College της Βιρτζίνια, ξεκίνησε και ο ίδιος το ποτό.
Η ίδρυση της εταιρείας του και το επιθετικό μάρκετινγκ
Το 1987, ίδρυσε την εταιρεία του, Mcafee Associates, λανσάροντας το λογισμικό antivirus, λίγο καιρό αφότου διάβασε ότι ένας ιός υπολογιστών από το Πακιστάν μόλυνε υπολογιστές Αμερικανών. Αργότερα, ισχυρίστηκε ότι δημιούργησε το ομώνυμο λογισμικό προστασίας από ιούς σε μιάμιση μέρα, ως τρόπο να καταπολεμήσει έναν πρώιμο ιό που ήταν σε έξαρση. Υποστήριζε πως είχε 4 εκατομμύρια χρήστες μέσα σε ένα μήνα. Αυξάνοντας τον φόβο των καταναλωτών για τα κακόβουλα λογισμικά, κατάφερε να δημιουργήσει εκατομμύρια πωλήσεις. Μέχρι το 1990, έβγαζε πέντε εκατομμύρια δολάρια το χρόνο. Το 1992, η Mcafee Associates κατάφερε να εισηχθεί στο χρηματιστήριο αντλώντας 80 εκατομμύρια δολάρια.
«Ο Τζον ήταν μια καταπληκτική ιδιοφυΐα, αλλά δεν ήταν ηγέτης», αναφέρει ο Αντρέα Νέισον, συνεργάτης του στην εταιρεία λογισμικού. «Δεν μπορούσε να πάει την εταιρεία στο επόμενο επίπεδο». Ο Μακάφι παραιτήθηκε από την εταιρεία του, το 1993 και εγκατέλειψε τη θέση σου στο διοικητικό συμβούλιο το 1995, αποχωρώντας με εκταμιεύσεις μετρητών και πωλήσεις μετοχών συνολικού ύψους τουλάχιστον 84 εκατομμυρίων δολαρίων.
Η έντονη επιχειρηματική δραστηριότητα
Μετά την αποχώρησή του από τη Mcafee Associates, ο Μακάφι ίδρυσε τις εταιρείες Tribal Voice, QuorumEx και Future Tense Central, μεταξύ άλλων, και συμμετείχε σε ηγετικές θέσεις στις εταιρείες Everykey, MGT Capital Investments και Luxcore.
Το 2000, άνοιξε ένα στούντιο γιόγκα στο Κολοράντο, και για μερικά χρόνια έζησε μια σχετικά ήρεμη ζωή, χωρίς σκάνδαλα. Αργότερα όμως, η ζωή του άρχισε να παίρνει άλλη τροπή καθώς παρανοϊκές ιδέες άρχιζαν να τον στοιχειώνουν.
Ο Μακάφι ξόδεψε περίπου 11 εκατομμύρια δολάρια χτίζοντας ένα συγκρότημα aerotrekking στην ιδιοκτησία του 157 στρεμμάτων στο Νέο Μεξικό, δημιούργησε μια επιχείρηση που ονομάζεται Southwest Aerotrekking Academy. Για ένα διάστημα το μέρος, που είχε το δικό του καφέ, γενικό κατάστημα και κινηματογράφο, φαινόταν σαν μια φανταστική όαση για άτομα που λατρεύουν την αδρεναλίνη. Αλλά ένα πρωί, τον Νοέμβριο του 2006, ένα αεροσκάφος της ακαδημίας στο οποίο επέβαιναν ο ανιψιός του Μακάφι και ένας από τους εκπαιδευτές της ακαδημίας, συνετρίβη και οι δυο τους ανασύρθηκαν νεκροί σε ένα κοντινό φαράγγι.
Το 2008 η οικογένεια του αδικοχαμένου εκπαιδευτή μήνυσε τον Μακάφι, την ακαδημία και τον πατέρα του ανιψιού του. Ένα χρόνο μετά, ο Μακάφι πούλησε περιουσιακά του στοιχεία και εγκαταστάθηκε στο Μπελίζ.
Το ποτό, οι εξαρτήσεις και το «χαρέμι» γυναικών
Πέρασε χρόνια αγνοώντας δικαστικές εντολές και παρόλο που το δικαστήριο αποφάσισε πως ο Μακάφι θα έπρεπε να καταβάλει αποζημίωση ύψους περίπου 2,2 εκατομμυρίων δολαρίων στην οικογένεια του νεκρού εκπαιδευτή, ο Μακάφι δεν τα πλήρωσε ποτέ. Στο Μπελίζ τα πράγματα έγιναν πιο σκοτεινά.
Ο Μακάφι αγόρασε εμφανείς προμήθειες ναρκωτικών και όπλων. Μέσα στα επόμενα χρόνια, ο επιχειρηματίας έκοψε τους δεσμούς με αυτό που αποκαλούσε «καλή κοινωνία». Έκανε παρέα κυρίως με ντόπιους και σύχναζε σε ένα μπαρ ονόματι «Lover’s», που ήταν επίσης και οίκος ανοχής. Εκεί έλεγε ότι αισθανόταν σαν στο σπίτι του. Παρόλο που διατηρούσε σχέση με την Τζένιφερ Ίργουιν, ο ιδιοκτήτης του «Lover’s» το 2010 του γνώρισε μια 16χρονη κοπέλα με την οποία φέρεται να είχε ερωτικές σχέσεις.
Το 2013, σύμφωνα με την Daily Mail, ο Μακάφι είχε φτάσει να συζεί με ένα «χαρέμι» επτά γυναικών. Σε φωτογραφίες που δημοσίευσε αποκλειστικά η εφημερίδα, ο μεγιστάνας εμφανιζόταν ημίγυμνος να αγκαλιάζει κάποιες από αυτές.
Ένας μυστηριώδης θάνατος
Αν και επιδείκνυε μια τάση για μπλεξίματα, ο Μακάφι ουσιαστικά δεν είχε νομικά προβλήματα μέχρι το 2012, όταν χαρακτηρίστηκε «πρόσωπο ενδιαφέροντος» στην υπόθεση δολοφονίας του γείτονά του, Γκρέγκορι Φολ στη Μπελίζ.
Ο Φολ βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του με μια σφαίρα στο κεφάλι. Οι Αρχές της Μπελίζ έβαλαν στο μικροσκόπιο τον μεγιστάνα επειδή τσακωνόταν συχνά με τους γείτονές του εξαιτίας των άγριων σκυλιών που «φρουρούσαν» την έκταση με το συγκρότημα κατοικιών του. Για να αποφύγει τον εντοπισμό του, χρησιμοποίησε έναν «σωσία», όπως ισχυρίστηκε ο ίδιος. Ο «σωσίας» συνελήφθη, όμως ο ίδιος κατάφερε να διαφύγει στη Γουατεμάλα. Το 2015, εις βάρος του Μακάφι ασκήθηκε δίωξη για οδήγηση υπό την επήρεια ουσιών.
Ωστόσο τα μεγάλα νομικά του προβλήματα ξεκίνησαν το 2019. Τότε ανακοίνωσε ότι το έσκασε από τις ΗΠΑ επειδή ασκήθηκε δίωξη εις βάρος του για φοροδιαφυγή. Ο Μακάφι δεν είχε κρύψει ποτέ ότι δεν πλήρωνε φόρους στις ΗΠΑ και είχε τονίσει επανειλημμένα ότι «δεν πιστεύει στο υπάρχον σύστημα». «Δεν έχω καταθέσει φόρους εδώ και οκτώ χρόνια. Δεν θα υποβάλλω ξανά φόρους», είχε δηλώσει.
Τελικά, στις 3 Οκτωβρίου 2020, συνελήφθη με διεθνές ένταλμα για φοροδιαφυγή στη Βαρκελώνη, όταν προσπάθησε να επιβιβαστεί σε πτήση για την Κωνσταντινούπολη. Ο Μακάφι προσέλαβε αρκετούς δικηγόρους για τον δικαστικό αγώνα που ακολούθησε.
Η σύλληψη και η αυτοκτονία
Το ισπανικό δικαστήριο αποδέχθηκε το αίτημα έκδοσης των ΗΠΑ. Η τότε σύντροφός του, Τζάνις, μίλησε στον Μακάφι το πρωί της 23ης Ιουνίου 2021, αμέσως μετά την επιστροφή του από το δικαστήριο. Λέει ότι ενώ δεν ήταν ευχαριστημένος με την απόφαση, ήταν προετοιμασμένος γι’ αυτήν και οι δικηγόροι του εργάζονταν ήδη για την έφεσή του. Ωστόσο, εκείνο το βράδυ, σύμφωνα με τον εθνικό Τύπο, οι φρουροί άνοιξαν την πόρτα στο κελί του Μακάφι και τον βρήκαν κρεμασμένο. Πέθανε σε ηλικία 75 ετών.
Στο Twitter, η Τζάνις δημοσίευσε το σημείωμα που ένας σωφρονιστικός υπάλληλος ανέφερε ότι βρήκε στην τσέπη του Μακάφι και το οποίο έγραφε: «Είμαι ένα παράσιτο φάντασμα. Θέλω να ελέγξω το μέλλον μου, που δεν υπάρχει».
Άνθρωποι από το στενό του περιβάλλον δήλωσαν πως η γραφή και το στυλ του σημειώματος είναι σίγουρα δικά του. Ο ιατροδικαστής έκρινε τον θάνατο ως αυτοκτονία, όπως και ένας δικαστής που εξέτασε την υπόθεση. Η Τζάνις ωστόσο, υποστηρίζει πως κάποιος νάρκωσε και στραγγάλισε τον σύντροφό της και τον πρώην σύζυγό της. Δεν της επετράπη να δει το σώμα του αμέσως, και όταν το είδε, την επετράπη να το δει από μακριά. Αυτό πιθανότατα οφείλεται στους περιορισμούς του Covid, αλλά εκείνη επιμένει πως πρόκειται για συγκάλυψη. «Όταν τον βρήκαν, ανέπνεε και είχε καρδιακό παλμό», λέει. Ο δικηγόρος του Μακάφι πιστεύει και αυτός πως δεν ήταν αυτοκτονία. «Δεν ήταν η προσωπικότητα του Τζον να κάνει κάτι τέτοιο», λέει. «Η χρονική στιγμή είναι ύποπτη. Ο τρόπος που υποτίθεται ότι συνέβη είναι ύποπτος».
Οι ισπανικές αρχές αρνήθηκαν να σχολιάσουν αυτή την ιστορία πέρα από την απόφαση του δικαστή για αυτοκτονία, επικαλούμενες τους νόμους περί απορρήτου που προστατεύουν πληροφορίες σχετικά με το ιατρικό ιστορικό του Μακάφι στη φυλακή και την έρευνα του θανάτου του. Το σώμα του Μακάφι βρίσκεται ακόμη σε νεκροτομείο στη Βαρκελώνη καθώς η υπόθεση παραμένει ανοιχτή και τα λείψανά του δεν μπορούν να μεταφερθούν.
Το Ντοκιμαντέρ του Netflix
Διάφορες πτυχές αυτού του μυστηρίου επιχειρεί να φωτίσει ένα σχετικά νέο ντοκιμαντέρ που έκανε πρεμιέρα στο Netflix, το περασμένο καλοκαίρι με τίτλο «Running With the Devil: The Wild World of John Mcafee». Μάλιστα, σε αυτό το ντοκιμαντέρ διατυπώνονται και κάποιοι αρκετά… αλλόκοτοι ισχυρισμοί, σύμφωνα με τη New York Post.
«Δεν ξέρω αν πρέπει να το πω αυτό, αλλά δύο εβδομάδες μετά τον θάνατό του έλαβα ένα τηλεφώνημα από το Τέξας: «Εγώ είμαι, ο Τζον. Πλήρωσα κάποιους για να πουν ψέματα ότι είμαι νεκρός αλλά δεν είμαι» εμφανίζεται να λέει η Τζάνις στο ντοκιμαντέρ του Netflix. Σύμφωνα με την ίδια, ο Τζον της είπε ότι «υπάρχουν μόνο τρεις άνθρωποι στον κόσμο που ξέρουν ότι είναι ακόμα ζωντανός» και της ζήτησε να το σκάσει μαζί του.
Διαβάστε ακόμη
«Κυνηγοί» κληρονομιών με αμοιβή το 10% της «λείας»
Έρευνα: 800.000 Έλληνες στα δίχτυα του παράνομου τζόγου – Πόνταραν 1,4 δισ. ευρώ (pics)