Δεν πέτυχε τον θρίαμβο που προσδοκούσε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση στην Τουρκία,
Το ποσοστό του «ναι» είναι οριακά πάνω από το 51%, γεγονός που ανοίγει μεν το δρόμο προς την υπερεξουσία μέσω της συνταγματικής αναθεώρησης για τον Ερντογάν, αλλά δεν έχει τις διαστάσεις του θριάμβου που επεδίωξε όλο το προηγούμενο διάστημα, ανεβάζοντας τους τόνους της ρητορικής του και βάλλοντας κατά πάντων στο εξωτερικό, στοχεύοντας στο εσωτερικό του ακροατήριο. Το εκλογικό αποτέλεσμα, όμως, αναδεικνύει ταυτόχρονα μια Τουρκία διαιρεμένη: Οι πλούσιες μεγάλες πόλεις, τα παράλια και οι περιοχές των Κούρδων ψήφισαν «όχι» – ο Ερντογάν χάνει ακόμη και την πρωτεύουσα Άγκυρα- ενώ η ενδοχώρα των φτωχών και με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο ψήφισε «ναι», δίνοντας του την πολυπόθητη νίκη.
Με καταμετρημένο το 99,92% των ψήφων, το «ναι» ελάμβανε 51,23%, έναντι 48,77% του «όχι». Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι ξεκάθαρο, δήλωσε ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, σύμφωνα με πηγές από το προεδρικό γραφείο.
Όπως ανέφεραν οι ίδιες πηγές, ο πρόεδρος Ερντογάν είχε τηλεφωνικές συνδιαλέξεις με τον πρωθυπουργό της Τουρκίας Μπιναλί Γιλντιρίμ και τον ηγέτη του εθνικιστικού κόμματος Ντεβλέτ Μπαχτσελί προκειμένου να τους συγχαρεί για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.
Επιπλέον, ο επικεφαλής του τουρκικού κράτους είπε στον Τούρκο πρωθυπουργό κατά την τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν ότι είναι ευγνώμων προς το τουρκικό έθνος καθώς έδειξε τη βούλησή του στην κάλπη.
Υπερεξουσία μετά το «ναι»
Υπερεξουσία τον Τούρκο πρόεδρο δίνει η προτεινόμενη από τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν συνταγματική αναθεώρηση, που θα γίνει πράξη μετά τη διαφαινόμενη επικράτηση του «ναι» στο δημοψήφισμα.
Ουσιαστικά, ο πρόεδρος θα αποφασίζει για όλα, η προεδρική θητεία παρατείνεται στα πέντε έτη από τέσσερα που ισχύουν τώρα, ενώ οι εκλογές θα γίνονται αντίστοιχα, ανά τετραετία και όχι πενταετία.
Σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου για το δημοψήφισμα ο Ερντογάν έκανε ό,τι μπορούσε να για επικρατήσει το «ναι» και το διαφαινόμενο αποτέλεσμα δείχνει ότι ναι μεν κέρδισε, αλλά χωρίς να καταφέρει να επιτύχει θρίαμβο. Τα αρχικά εντυπωσιακά αποτελέσματα που έδιναν στο «ναι» ποσοστά κοντά στο 65% βαίνουν μειούμενα και πλέον αποτελεί στοίχημα πόσο πάνω από το 50% θα είναι το τελικό ποσοστό για το «ναι».
Υπενθυμίζεται, ότι κατά την προεκλογική περίοδο ο Ερντογάν εξαπέλυσε επιθέσεις κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Γερμανίας με ιδιαίτερη ένταση, ενώ οι προκλήσεις στο Αιγαίο ήταν περισσότερες και εντονότερες.
Τα εκλογικά αποτελέσματα, αλλά κυρίως ο χάρτης των περιοχών που ψήφισαν «ναι» και «όχι», ωστόσο, αναδεικνύουν «δύο Τουρκίες»: Το όχι στον σουλτάνο Ερντογάν επικρατεί στις μεγάλες πόλεις και τα παράλια της χώρας, ενώ το ναι στη συνταγματική αναθεώρηση είπε η ενδοχώρα και οι κατά τεκμήριο φτωχότερες περιοχές της χώρας.
Χαρακτηριστικό είναι πάντως το εκλογικό αποτέλεσμα στην Κωνσταντινούπολη- «έδρα» του Ερντογάν, αφού έχει διατελέσει δήμαρχος της Πόλης: Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, με καταγεγραμμένο το 95% των ψήφων στην Κωνσταντινούπολη, το «όχι» φαίνεται να προηγείται με 50.91%, ενώ το «ναι» βρίσκεται στο 49.09%.
Στην πρωτεύουσα Αγκυρα, με καταγεγραμμένο το 94% των ψήφων το «όχι» προηγείται οριακά με 50.14%, ενώ το «ναι» βρίσκεται στο 49.86%.
Από το πρωί, εκατομμύρια πολίτες απαντούσαν με ένα «Ναι» ή ένα «Όχι», στο «δημοψήφισμα χωρίς ερώτηση» για την αναθεώρηση του Συντάγματος στη χώρα (στα ψηφοδέλτια δεν θα αναγραφόταν κανένα ερώτημα καθώς, όπως υποστηρίχθηκε, οι πολίτες γνώριζαν τις προτεινόμενες αλλαγές).
Ο κ. Ερντογάν υποστηρίζει ότι το προεδρικό σύστημα είναι η «μοναδική λύση για να εγγυηθεί την ασφάλεια της Τουρκίας απέναντι στην τρομοκρατία» την ώρα που οι επικριτές του αντιτείνουν ότι προσπαθεί να νομιμοποιήσει τη «μονοκρατορία» του στην πολιτική σκηνή.
Μεταξύ άλλων, οι προωθούμενες αλλαγές θα επιτρέπουν στον πρόεδρο να κηρύσσει την χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, να εκδίδει διατάγματα για τη λειτουργία του κράτους, να συντάσσει τον προϋπολογισμό, να αποπέμπει υπουργούς και να διαλύει τη Βουλή, προκηρύσσοντας ταυτόχρονες βουλευτικές και προεδρικές εκλογές.
Οι αλλαγές δίνουν επίσης στον πρόεδρο το δικαίωμα να διορίζει μέρος της έδρας σε δύο ανώτατα δικαστικά σώματα.
Το δημοψήφισμα αναμένεται να επηρεάσει βαθιά και τις σχέσεις της Άγκυρας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ειδικά με δεδομένη την απειλή του κ. Ερντογάν να επαναξιολογήσει τη συμφωνία των δύο πλευρών για το προσφυγικό μετά τις κάλπες.
Τι προσδοκά ο Ερντογάν
Ο Ερντογάν εμμένοντας στην εγκαθίδρυση προεδρικού συστήματος έχει στο πίσω μέρος του μυαλού του τον Ατατούρκ, εκτιμά ο Κανέρ Αβέρ από το Κέντρο Τουρκικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Ντούισμπουργκ-Έσσεν. Σύμφωνα με τον Αβέρ ο Ερντογάν θέλει να μείνει στην τουρκική ιστορία ως ο πιο σημαντικός πολιτικός άνδρας μετά τον Ατατούρκ.«Θέλει την απόλυτη εξουσία και για το λόγο αυτό χρειάζεται μια συνταγματική αλλαγή», λέει ο ειδικός σε θέματα Τουρκίας. Μια τέτοια σημαντική αλλαγή ενδέχεται να συμπέσει και με τον εορτασμό των 100 χρόνων Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923. Μια μοναδική συγκυρία για τον Ερντογάν, ο οποίος θα θελήσει να φανεί ως ο ισχυρός άνδρας που οδήγησε τη χώρα έξω από τη δίνη της εσωτερικής κρίσης. Προκειμένου να πετύχει όσο μεγαλύτερη υποστήριξη μπορεί, ο Ταγίπ Ερντογάν απευθύνεται εν έτει 2017 σε εκείνο το κομμάτι του πληθυσμού που υποτίμησε κάποτε ο Ατατούρκ. Για τον νυν τούρκο πρόεδρο, όπως άλλωστε και για τον προκάτοχό του, οι συμβολισμοί έχουν σημασία.
Τέλος, από ιδεολογική σκοπιά, ο Ερντογάν εκπροσωπεί το εθνικιστικό, συντηρητικό και θρησκευτικό κατεστημένο. Εάν πετύχει τους σκοπούς του θα επαναφέρει αυτά τα στοιχεία στους κρατικούς θεσμούς, εκτιμά ο Αβέρ. Αν και ο ίδιος πιστεύει ότι η Τουρκία σήμερα δεν μπορεί να μετατραπεί σε ένα ισλαμικό κράτος, εντούτοις είναι πιθανό αυτά τα τρία στοιχεία να γίνουν πιο έντονα στη νομοθεσία, στο δημόσιο βίο, στα σχολεία, στα πανεπιστήμια. Εν ολίγοις, το όραμα του Ερντογάν είναι μια νέα Τουρκία. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιεί ιδεολογικούς μηχανισμούς προκειμένου να πετύχει την συντηρητική αναμόρφωση της χώρας. Και για αυτόν ακριβώς το λόγο, υποστηρίζει ο τούρκος ιστορικός, παρουσιάζει τον εαυτό του ως το αντίπαλο δέος στον Ατατούρκ.