Πρόσφατα ο πρόεδρος Ερντογάν ανακοίνωσε τους υποψηφίους του AKP για τις δημοτικές εκλογές, δίνοντας παράλληλα και σύνθημα μάχης προς τους υποστηρικτές του: «Θα κερδίσουμε την αντιπολίτευση σε όλα τα προπύργιά της!». Ο Ερντογάν θέλει να επανακαταλάβει τις οικονομικά ισχυρές μητροπόλεις της χώρας, όπως την Κωνσταντινούπολη, την Άγκυρα και τη Σμύρνη. Όμως στην ομιλία του δεν ακουγόταν και απολύτως βέβαιος για τη νίκη – διότι γνωρίζει πολύ καλά πως οι ψηφοφόροι των μεγάλων πόλεων είναι απρόβλεπτοι.
Οι πόλεις αυτές συνιστούν περίπου το 50% της οικονομικής απόδοσης της χώρας. Γι’ αυτό και το AKP θέλει να τις κερδίσει και πάλι πάση θυσία – κάνοντας δηλαδή ό,τι κρίνει σκόπιμο. Σε αυτό συμπεριλαμβάνεται μεταξύ άλλων και η διαδικτυακή λογοκρισία. Μία πρακτική που εντείνεται ολοένα και περισσότερο.
Τον Δεκέμβριο έγινε γνωστό πως 16 υπηρεσίες VPN (Virtual Private Network) στην Τουρκία μπλοκαρίστηκαν από την Αρχή Τεχνολογιών Πληροφοριών και Επικοινωνιών (BTK) – δίχως σχετική δικαστική απόφαση. Ένα VPN είναι μία διαδικτυακή υπηρεσία, η οποία επιτρέπει στον χρήστη να σερφάρει στο διαδίκτυο κρυπτογραφημένα και με ασφάλεια. Ιδίως σε χώρες με αυταρχικά καθεστώτα οι συγκεκριμένες υπηρεσίες είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς και αξιοποιούνται ως μέσο πρόσβασης σε ιστοσελίδες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης που έχουν μπλοκαριστεί.
712.000 ιστοσελίδες μπλοκαρίστηκαν το 2022
Σύμφωνα με την τουρκική Ένωση για την Ελευθερία της Έκφρασης το 2022 μπλοκαρίστηκαν περισσότερες από 712.000 ιστοσελίδες, περίπου 150.000 διευθύνσεις URL, 9.000 λογαριασμοί στο X (πρώην Twitter), 55.500 tweets, 16.585 βίντεο από το YouTube, 12.000 δημοσιεύσεις στο Facebook και 11.150 post στο Instagram – και όλα αυτά βάσει του νόμου περί διαδικτύου, ο οποίος έχει τεθεί σε ισχύ στην Τουρκία από το 2007.
Η Φουζούν Σαρπ Νεμπίλ, ειδική στις ψηφιακές τεχνολογίες, τονίζει πως τότε ήταν που ξεκίνησε και η λογοκρισία στο διαδίκτυο. «Μέχρι το 2013 […] η λογοκρισία δεν ήταν μαζική», αναφέρει. Όμως από τις διαδηλώσεις στο πάρκο Γκεζί εκείνη τη χρονιά και τις αποκαλύψεις που ακολούθησαν, η νομοθεσία αυστηροποιήθηκε σημαντικά.
Διαβάστε τη συνέχεια στην DW